Η στάση που παίρνουμε απέναντι στα μεγάλα ζητήματα των καιρών μας, είναι απόλυτα φυσιολογικό να επηρεάζεται από τις ιδεολογικές μας απόψεις, που σε μεγάλο βαθμό έχουν ιστορικό υπόβαθρο. Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις αποτελεί η πλήρως και χωρίς «ναι μεν, αλλά» επικίνδυνη και καταδικαστέα ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που επαναφέρει τον πόλεμο στην Ευρώπη μετά από 20 περίπου χρόνια και προοιωνίζεται αλλαγές, που μόνον επιβλαβείς θα είναι για τους ευρωπαϊκούς λαούς. Απώλειες ανθρώπινων ζωών, τραυματίες, προσφυγικά ρεύματα και αλλαγές συνόρων, οικονομική δυσπραγία μετά από δύο χρόνια πανδημίας και όσον αφορά στη χώρα μας μετά από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης, και με αυτόν τον πόλεμο να έρχεται ως «ταφόπλακα» στην ενεργειακή κρίση και στις ανατιμήσεις των προϊόντων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ωστόσο, τόσο στο ελληνικό ιστορικό φαντασιακό, όσο και στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα η Ρωσία και οι Ρώσοι αποσπούν ένα σημαντικό τμήμα του ενδιαφέροντος της ελληνικής κοινής γνώμης. Όσον αφορά στο πρώτο, καθοριστικό παράγοντα έχουν παίξει οι διαχρονικοί δεσμοί λόγω του κοινού ορθόδοξου δόγματος με την Αυτοκέφαλη Ελλαδική Εκκλησία – λιγότερο με το Οικουμενικό Πατριαρχείο με το οποίο συνδέεται οργανικά η Εκκλησία της Κρήτης -, αφού από τα ιστορικά διαβάσματα γνωρίζουμε, έστω και θολά, όλοι τις αναφορές στην αναμενόμενη βοήθεια από το «ξανθό γένος», που θα μας απελευθέρωνε από τον Οθωμανικό ζυγό. Οι ιστορικο-ιδεολογικοί δεσμοί δεν συνδέονται όμως μόνο με την τσαρική Ρωσία, αλλά και με την Σοβιετική Ένωση, με αποτέλεσμα πολλοί που είναι αντίθετοι στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση ως φορείς της «νέας τάξης πραγμάτων» να θεωρούν τον Πούτιν υπερασπιστή των δικαιωμάτων τους!
Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να ξεχνάμε τη συμβολή των Ρώσων στο Ναβαρίνο για την Ελλάδα και φυσικά τη Μάχη του Στάλινγκραντ για όλο τον πλανήτη.
Επιπλέον, όσον αφορά στην Κρήτη και κυρίως στο Ρέθυμνο, οι δεσμοί είναι ακόμη ισχυρότεροι, αφού για 12 χρόνια από το 1897 έως το 1909 υπήρχε θεσμική παρουσία – κυρίως στρατιωτική – της Ρωσίας στο πλαίσιο της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας. Μια περίοδος κατά την οποία οργανώθηκαν από τις ρωσικές δυνάμεις που κατείχαν το Ρέθυμνο υπηρεσίες, όπως λόγου χάρη το ταχυδρομείο, χωρίς βέβαια να λείπουν και οι εκατέρωθεν προστριβές λόγω του Μακεδονικού Ζητήματος, ενώ Ρώσοι στρατιώτες έχουν ταφεί στο Ρέθυμνο. Επίσης στην πόλη του Ρεθύμνου υπήρχε από τότε ρωσικό προξενείο που λειτουργεί υποτυπωδώς ακόμη και σήμερα ως Ρωσικό προξενείο Κρήτης και Δωδεκανήσων, με επίτιμο πρόξενο.
Στη σύγχρονη πραγματικότητα, η σχέση με τη Ρωσία συνδέεται περισσότερο με την παρουσία των Ρώσων επισκεπτών που καταφθάνουν στη χώρα μας με κυριότερους προορισμούς τη Βόρεια Ελλάδα και την Κρήτη. Αν και τα δύο τελευταία χρόνια οι αριθμοί έχουν μειωθεί, ωστόσο ο ρωσικός τουρισμός αποτελεί συνεισφορά στο ΑΕΠ της χώρας, η οποία δεν είναι αμελητέα. Ταυτόχρονα, αλλά πιο φειδωλά, υπάρχουν και ρωσικές επενδύσεις, τις οποίες ούτε αυτές μπορούμε να αγνοήσουμε, μετά από δώδεκα χρόνια συνολικής κρίσης, αν και οι αναβολές ή οι ματαιώσεις σε σχέση με τους αγωγούς φυσικού αερίου, δείχνουν ότι προσδοκίες υπερτερούν του ρεαλισμού.
Με βάση όλα τα παραπάνω πρέπει να κατανοήσουμε ότι η αυτονόητη και ηχηρή καταδίκη της ρωσικής εισβολής δεν διαρρηγνύει ούτε τους ιστορικούς δεσμούς που υφίστανται αιώνες, ούτε την προοπτική της συνεργασίας. Αντιθέτως, υπενθυμίζουν στους Ρώσους επιχειρηματίες και στον ρωσικό λαό, ότι η στάση του ηγέτη της είναι αυτή που διαρρηγνύει αυτές τις σχέσεις. Πώς να μην στηλιτεύσουμε την κήρυξη ενός πολέμου, όταν γνωρίζουμε ότι πέραν των απωλειών του υπέρτατου αγαθού που είναι οι ανθρώπινες ζωές, θα οδηγηθούμε σε γεωπολιτική και οικονομική κρίση που θα μας επηρεάσει όλους επί των αρνητικότερο. Με αυτά κατά νου, και δίπλα στον ουκρανικό λαό που δοκιμάζεται, αλλά και στο ρωσικό που θα δοκιμαστεί, η ιστορία και οι σύγχρονες σχέσεις πρέπει να συμβάλλουν στην απορρόφηση των κραδασμών και όχι στη σιωπηλή συναίνεση του «πατήματος του κουμπιού»…