Η Κρήτη αναπόφευκτα θα κινηθεί προς την αξιοποίηση της αιολικής και ηλιακής ενέργειας. Συνεπώς ο τρόπος μετάβασης είναι κρίσιμος και πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν θα βρεθούμε σε λίγα χρόνια με «πράσινες Πτολεμαϊδες». Η πλειονότητα των Φορέων – Επιμελητηρίων – ΟΤΑ του νησιού έχουν τοποθετηθεί ενάντια στην άναρχη ανάπτυξη των Α.Π.Ε. στην Κρήτη, ενώ πάμπολλοι φορείς-άτομα προσέφυγαν ομαδικά στο ΣτΕ ενάντια στις ΒΑΠΕ. Στο πλαίσιο αυτό είμαστε ενάντια του να γίνει η Κρήτη ένα εργοστάσιο παραγωγής Ενέργειας από ΑΠΕ υπέρ των ιδιωτικών συμφερόντων, των Ανωνύμων Εταιρειών και εις βάρος του Πρωτογενή τομέα, του Τουρισμού, του Πολιτισμού και του Περιβάλλοντος και ενάντια της καλωδιακής σύνδεσης της Κρήτης, όπως σήμερα προτείνεται, γιατί μόνο ιδιωτικά συμφέροντα θα εξυπηρετήσει, αφού εμείς γεμίσουμε ανεμογεννήτριες και καθρέπτες. Είναι προφανές, ότι ο όποιος ενεργειακός σχεδιασμός σήμερα γίνεται, είναι για να εξυπηρετήσει μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Οι συνέπειες αυτής της στρατηγικής τόσο για το δημόσιο συμφέρον όσο και για την ορθολογική ανάπτυξη του ενεργειακού κλάδου είναι τεράστιες. Με άλλα λόγια, η ηλιακή και αιολική ενέργεια θα αλλάξουν ελάχιστα τη σχέση μας με το περιβάλλον όσο η ανάπτυξή τους συνεχίζει να υποστηρίζει και να υποστηρίζεται από πολυεθνικές εταιρείες, τεχνοκρατικές ιδεολογίες και γραφειοκρατικές πολιτικές δομές.
Η ενέργεια είναι κοινωνικό αγαθό, το οποίο πρέπει να προσφέρεται στους πολίτες με οικονομικά συμφέροντες όρους και με τρόπο φιλικό στο περιβάλλον. Στη σημερινή Ελλάδα πρέπει να προτάξουμε την ανάγκη εκπόνησης εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού, αυτάρκειας, με κεντρικούς άξονες, την ενεργειακή ασφάλεια, την εξοικονόμηση ενέργειας, τη μείωση της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα και την ενίσχυση της διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας υπό δημόσιο σχεδιασμό και έλεγχο. Η εγκατάσταση ανανεώσιμων τεχνολογιών στην Ελλάδα είναι μόνο εν μέρει μια ιστορία με ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά πλαίσια. Στην πραγματικότητα, οφείλει να είναι μια ιστορία κοινωνικής δικαιοσύνης, βιώσιμων κοινοτήτων, και συμμετοχικών τεχνολογικών πολιτικών. Όλα αυτά μπορούν να συμβάλουν στην άμβλυνση των συνεπειών της κρίσης και την προώθηση ενός νέου, κοινωνικά δίκαιου και οικονομικά βιώσιμου αναπτυξιακού μοντέλου που θα οδηγήσει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Γίνεται, τέλος εμφανής η ανάγκη για τη δημιουργία κινημάτων πολιτών, τα οποία να καταφέρουν να εμπλέξουν ενεργά τους πολίτες στην ενεργειακή μετάβαση στην Ελλάδα.