Την ενοχή του 45χρονου βασικού κατηγορουμένου για την ανθρωποκτονία του 70χρονου κτηνοτρόφου Παντελή Δουρουντάκη, που τέλεσε στη Χώρα Σφακίων στις 7 Μαρτίου 2018, πρότεινε χθες ο εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ρεθύμνου, ζητώντας να απορριφθούν οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί άμυνας. Παράλληλα, πρότεινε την απαλλαγή του για το αδίκημα της περιύβρισης νεκρού.
Ο εισαγγελέας πρότεινε την απαλλαγή από τα αδικήματα της υπόθαλψης εγκληματία και της περιύβρισης νεκρού, των δυο άλλων κατηγορουμένων, του αδελφού του 45χρονου και του 32χρονου από τον Αλικιανό, ιδιοκτήτη της έκτασης εντός της οποίας βρισκόταν ο λάκκος όπου έθαψε ο κατηγορούμενος το θύμα.
Κατά τη χθεσινή δικάσιμο ολοκληρώθηκε η αποδεικτική διαδικασία με τις καταθέσεις οκτώ μαρτύρων υπεράσπισης, οι οποίοι μίλησαν για την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, κάνοντας λόγο για ένα άτομο φιλήσυχο, αγαπητό σε όλη την επαρχία Σφακίων, του οποίου η προσφορά σε συνανθρώπους του αλλά και σε κοινωνικά ιδρύματα ήταν μεγάλη, εξήραν τον χαρακτήρα του και μίλησαν για αυτοδημιούργητο επιχειρηματία, ο οποίος μάλιστα έμεινε ορφανός στα 17 του χρόνια και από τότε σήκωσε το βάρος όλης της οικογένειας του. Ορισμένοι εκ των μαρτύρων αναφέρθηκαν και στη σχέση του με την εκκλησία λέγοντας για τις τακτικές του επισκέψεις στο Άγιο Όρος. Όπως τονίστηκε από το σύνολο των μαρτύρων υπεράσπισης δεν περίμεναν ποτέ ότι ο 45χρονος θα έφτανε στο σημείο που έφτασε κι ότι όλη η κοινωνία των Σφακίων έπεσε από τα σύννεφα γιατί ουδέποτε όχι απλά δεν είχε τελέσει κάποιο αδίκημα αλλά ούτε καν είχε μαλώσει με χωριανό, με γείτονα, με συνεπαρχιώτη, όπως είπαν.
Οι απολογίες τόσο του 45χρονου όσο και των άλλων δυο κατηγορουμένων για την υπόθεση ήταν σχετικά ολιγόωρες. Ο βασικός κατηγορούμενος επανέλαβε, όπως και στη φάση της ανάκρισης, ότι μόνος του τέλεσε το έγκλημα και δεν γνώριζε κανένας τίποτα αφού δίστασε να το εξομολογηθεί και στον ίδιο του τον αδελφό.
Μετά την αγόρευση του εισαγγελέα η δίκη διεκόπη και θα συνεχιστεί το πρωί της Παρασκευής 1 Νοεμβρίου, οπότε εκτιμάται ότι θα εκδοθεί και η απόφαση.
«Ντρέπομαι για τα μετά τον πυροβολισμό, μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω»
«Ο πυροβολισμός ήταν η μόνη μου επιλογή. Ντρέπομαι γα όσα έκανα μετά τον πυροβολισμό. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Ζητώ συγγνώμη από την οικογένεια του θύματος, από το δικαστήριο σας, από την οικογένεια μου». Με αυτή τη φράση ξεκίνησε την απολογία του ο 45χρονος κατηγορούμενος, ενώ την ίδια ώρα η χήρα του θύματος φώναξε από το ακροατήριο ότι δεν δέχεται τη συγγνώμη.
Ο 45χρονος κατηγορούμενος στην απολογία του υποστήριξε ότι βρέθηκε σε άμυνα και πυροβόλησε τον 70χρονο, ενώ εκείνος τον είχε πυροβολήσει πρώτα, στον χώρο της επιχείρησης του όπου τον επισκέφθηκε, προσθέτοντας ότι από κει και μετά τελώντας σε πανικό και έχοντας χάσει τη λογική του προχώρησε στη συγκάλυψη της πράξης του με τρόπο που ούτε ο ίδιος μπορεί να κατανοήσει. Δηλαδή μετέφερε και έθαψε τη σορό του θύματος και το αυτοκίνητο του σε ένα λάκκο ανοιχτό που γνώριζε ότι υπήρχε στον Αλικιανό Χανίων.
Ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε στα δύσκολα παιδικά του χρόνια, όταν έχασε τον πατέρα του κι εκείνος ανέλαβε όλα τα βάρη της οικογένειας, στην προσπάθεια και στον αγώνα που έκανε να συνεχίσει και να μεγαλώσει την επιχείρηση-λατομείο που του άφησε ο πατέρας του στη Χώρα Σφακίων, αναφέρθηκε και στις άριστες σχέσεις που είχε με όλο τον κόσμο, όπως και με τον 70χρονο Παντελή Δουρουντάκη, που μπορεί άλλοι να είχαν προβλήματα και να μάλωναν μαζί του αλλά εκείνος, όπως είπε, τον ήθελε κοντά του και πολλές φορές τον συμβούλευε και του έλεγε να μην μαλώνει με τον κόσμο. Αναφέρθηκε μάλιστα σε περιστατικό που το θύμα χτύπησε κάποιον και κείνος του ζήτησε να πάνε σε μια εκκλησία και να μιλήσει με έναν πνευματικό ώστε να νιώσει ηρεμία, πράγμα που όπως είπε έγινε.
Σε ότι αφορά τα γεγονότα της 7ης Μαρτίου 2018, ημέρα που εξαφανίστηκε ο 70χρονος και άρχισε η αναζήτηση του, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι έφυγε πολύ πρωί από τα Σφακιά για τη Μεσαρά όπου είχε δουλειά. Στο λατομείο πήγε ο αδελφός του, ο οποίος κατά τις 9 του τηλεφώνησε και του είπε ότι ο Παντελής Δουρουντούς πήγε στο λατομείο και του ζήτησε να του χαρίσει ένα κοντέινερ. Όπως τον ενημέρωσε, επειδή του αρνήθηκε εκείνος τον απείλησε ότι θα τους διώξει από την περιοχή, ότι θα τους καταγγείλει σε δημόσιες υπηρεσίες για παρανομίες και παραβάσεις κι ότι διαπληκτίστηκαν.
Επέστρεψε από τη Μεσαρά, όπως ανέφερε, το απόγευμα και στο λατομείο δεν βρισκόταν ούτε ο αδελφός του ούτε ο βοηθός τους. Είδε τρεις πασσάλους έξω από το λατομείο κι ένα σφυρί. Πέταξε τους πασσάλους, όπως είπε, στο ποτάμι και μπήκε στο γραφείο του. Ο αδελφός του ήταν στη διαδρομή προς Ανώπολη όπου πήγαινε φορτίο με λατομικά υλικά. Κάποια στιγμή τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ότι συνάντησε στον δρόμο τον Παντελή Δουρουντού και τον χαιρέτησε.«Τότε θεώρησα ότι ο πρωινός τους καυγάς έληξε» είπε ενώ ανέφερε ότι το πρωί που ο αδελφός του τού είπε στο τηλέφωνο για τον διαπληκτισμό κι επειδή δεν ήθελε να τσακωθεί με το θύμα, πήρε τηλέφωνο τον δήμαρχο Σφακίων, έναν βουλευτή και κάποιους συγγενείς του Π.Δ., προκειμένου να μεσολαβήσουν να μην πάρει συνέχεια η παρεξήγηση.
Το απόγευμα, κι ενώ ο 45χρονος είχε μείνει μόνος στο λατομείο για να κάνει λογαριασμούς και να βγάλει το πρόγραμμα της επόμενης μέρας, όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος στην απολογία του, ενώ καθόταν στο γραφείο του άκουσε έναν θόρυβο αυτοκινήτου και παράλληλα ύβρεις εναντίον του. Βγήκε έξω και είδε τον Π.Δ., ο οποίος συνέχισε να τον βρίζει, κατέβηκε από το αυτοκίνητο του κρατώντας ένα όπλο λέγοντας του ότι θα τον σκοτώσει και πυροβόλησε εναντίον του από τα 10 μέτρα περίπου, χωρίς να τον πετύχει. Στην προσπάθεια του το θύμα να τον πυροβολήσει ξανά το όπλο του μπλόκαρε και ενώ προσπαθούσε να το ξεμπλοκάρει ο ίδιος ασυναίσθητα για να σωθεί έτρεξε πήρε την καραμπίνα που είχε πάντα στο λατομείο και πυροβόλησε προς το θύμα χωρίς όμως όπως είπε να τον σημαδέψει.
«Ο Παντελής Δουρουντάκης έπεσε κάτω. Πήγα κοντά του. Εγώ ψιθύριζα μην πεθάνεις και θα σε πάω στο νοσοκομείο να σωθείς. Είδα όμως πως είχε πεθάνει. Μετά, δεν ξέρω. Τρελάθηκα δεν ήξερα τι έκανα. Σκέφτηκα πώς θα ξαναδώ την οικογένεια του, τους συγγενείς του, τη δική μου οικογένεια. Δεν ήξερα τι έκανα. Μηχανικά τον έβαλα στην καρότσα του φορτηγού, έβαλα και το αυτοκίνητο του. Έβαλα χαλίκι από πάνω. Πέταξα στο φορτηγό και τα φυσίγγια, τους κάλυκες. Το όπλο του είχε πέσει δίπλα του και το έπιασα το πέταξα μέσα στο αυτοκίνητο του. Στο σημείο που είχε πέσει νεκρός ο Π.Δ. σκόρπισα πυρήνα που είχα στο λατομείο» ανέφερε ο κατηγορούμενος.
Συνεχίζοντας και λέγοντας ότι τελούσε σε πανικό πήρε τηλέφωνο τον αδελφό του και του ζήτησε να πάει στο λατομείο που τον χρειάζεται για μια δουλειά, για ένα τρύπιο λάστιχο αυτοκινήτου που ήθελε τη βοήθεια του. Ο 40χρονος αδελφός του έφτασε σε 20 λεπτά αλλά μετάνιωσε και δεν του είπε τίποτα για την πράξη του, δικαιολογήθηκε για το τηλεφώνημα που του έκανε λέγοντας ότι έφτιαξε μόνος του το λάστιχο και τον ενημέρωσε ότι θα πάει στα Χανιά ένα φορτίο υλικά.
Τα δυο αδέλφια, σύμφωνα με τον 45χρονο κατηγορούμενο, αναχώρησαν μαζί από το λατομείο για να κατευθυνθεί ο ίδιος προς Χανιά και ο αδελφός του στο Ασκύφου όπου διαμένουν. Στην Ίμπρο, όπου διατηρούν ταβέρνα, έκαναν μια στάση για να φάνε αλλά ο ίδιος ήταν σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση και άφησε εκεί τον αδελφό του και κείνος με το φορτηγό-τράκτορα έφυγε για Χανιά, αφού έκανε μια ολιγόλεπτη στάση στο σπίτι του στο Ασκύφου για να δει τη σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά του.
Δεν είχε συγκεκριμένη διαδρομή, όπως είπε, ήταν χαμένος και πελαγωμένος. Θυμήθηκε ότι ο 32χρονος με τον οποίο είχε πολύ καιρό συνεργασία, σε έκταση στον Αλικιανό είχε ένα μεγάλο ανοικτό λάκκο, με ελεύθερη πρόσβαση για όποιον ήθελε να πηγαίνει και να ρίχνει μπάζα. Για να δικαιολογήσει όμως εκεί την παρουσία του πήρε τηλέφωνο τον 32χρονο όταν έφτασε στο Βαμβακόπουλο και του ζήτησε να συναντηθούν. Η συνάντηση τους έγινε σε βενζινάδικο της περιοχής κι όταν ο 32χρονος, που έφυγε από κάποιο τραπέζι για να τον συναντήσει, τον ρώτησε τι τον θέλει εκείνος δεν βρήκε τη δύναμη να του πει για το έγκλημα αλλά του είπε πως του πήγε τον τράκτορα που του είχε ζητήσει κάποια στιγμή σε προγενέστερο χρόνο, κι ότι θα πάει να τον αφήσει σε κείνη την έκταση που υπήρχαν τα χωματουργικά του μηχανήματα. Ο 32χρονος αποχώρησε και κείνος πήγε στην έκταση της μάντρας, στον λάκκο που γνώριζε και έκανε αυτό που έκανε.
«Προσπάθησα να μην με καταλάβει, να μην με δει τι θα έκανα. Πήγα πρώτος στη μάντρα. Δεν είδε και δεν έμαθε τι έκανα εκεί».
Στην ερώτηση της προέδρου της έδρας, γιατί όταν πήγε το θύμα στο λατομείο και πυροβόλησε δεν μπήκε μέσα στο γραφείο του να κλειστεί και να κρυφτεί, απάντησε πως θα εγκλωβιζόταν εκεί μέσα.«Δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά, φοβήθηκα», είπε.
Ερωτώμενος από τη δικαστική έδρα πως ένιωθε το επόμενο διάστημα μέχρι και την ομολογία του ο κατηγορούμενος είπε: «Ήταν ένα πολύ δύσκολο διάστημα. Σκεφτόμουν συνέχεια αυτό που έκανα και ήθελα να παραδοθώ. Είχα πει στη γυναίκα μου πως μπορεί να λείψω από το σπίτι μάς για κάποιο διάστημα θέλοντας να την προϊδεάσω αλλά εκείνη δεν καταλάβαινε γιατί το λέω. Ήθελα να ομολογήσω. Δεν έβρισκα τη δύναμη και το ανέβαλα συνεχώς. Ανάπνεα και δεν ζούσα για τρεις μήνες».
Ο κατηγορούμενος ολοκλήρωσε την απολογία του λέγοντας: «Δεν έχω αδικήσει κανέναν ποτέ, δεν έχω στεναχωρέσει κανέναν. Δεν έβγαλα ούτε ένα ευρώ χωρίς κόπο και ιδρώτα. Αν ήμουν σίγουρος ότι το όπλο του Παντελή Δουρουντάκη δεν θα ξεμπλοκάρει να με πυροβολήσει ξανά δεν επρόκειτο να τον πυροβολήσω. Θα τον ακινητοποιούσα με τα χέρια. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω πίσω τον χρόνο. Ζητώ ξανά συγγνώμη από την οικογένεια του θύματος και από το δικαστήριο».
Δεν έχει λογική το έγκλημα χωρίς να υπάρχουν διαφορές
Στη σύντομη αγόρευση του ο εισαγγελέας ανέφερε ότι το γεγονός πως από τις χρόνιες άριστες σχέσεις που είχαν θύτης και θύμα, όπως ανέφεραν όλοι οι μάρτυρες στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, και χωρίς να έχουν προηγηθεί προστριβές κατά το παρελθόν μεταξύ τους, βρέθηκε ο 45χρονος να σκοτώσει τον 70χρονο, δεν έχει κοινή λογική.
«Όλοι οι μάρτυρες, κατηγορίας και υπεράσπισης, είπαν πως διατηρούσαν άριστες σχέσεις. Κανείς δεν μας είπε ότι το θύμα είχε αμφισβητήσει την ιδιοκτησία της έκτασης στην οποία είχε το λατομείο του ο κατηγορούμενος. Ξαφνικά ένα πρωί, όπως είπαν μάρτυρες και ο κατηγορούμενος, ο Δουρουντάκης πάει και ζητάει να του χαρίσουν ένα κοντένειρ. Δεν του το δίνουν. Το βράδυ επέστρεψε το θύμα, εξύβριζε, απειλούσε τον κατηγορούμενο, τον πυροβόλησε και κείνος ανταπέδωσε πυροβολώντας τον επίσης για να σωθεί. Φτάσαμε λοιπόν μέσα σε μια μέρα να έχουμε την ανθρωποκτονία. Αυτά ειπώθηκαν εδώ μέσα.
Έχουμε ελάχιστα στοιχεία για την υπόθεση. Δεν έχουμε κάλυκα, δεν έχουμε την καραμπίνα του δράστη. Έχουμε μόνο ένα όπλο μπλοκαρισμένο που βρέθηκε στο αυτοκίνητο του θύματος.
Αν συνέβησαν τα γεγονότα, όπως τα είπε ο κατηγορούμενος, τότε γιατί δεν κάλεσε την αστυνομία; Γιατί προχώρησε σε όλη αυτή τη διαδικασία συγκάλυψης. Δεν λέω ότι είχε αποφασίσει και είχε οργανώσει νωρίτερα τη συγκάλυψη της πράξης του. Όλη όμως η διαδικασία συγκάλυψης που έκανε δείχνει να την οργάνωσε εκείνη τη στιγμή και δεν τελούσε υπό το κράτος πανικού, όπως λέει.
Πέρασαν μήνες να ομολογήσει. Δεν πήγε να παραδοθεί έστω μετά από 10 μέρες. Πέρασαν μήνες και δεν ομολόγησε την πράξη του. Το έκανε μόνο όταν τα στοιχεία ήταν πλέον συντριπτικά εις βάρος του.
Αναφερόμενος ο εισαγγελέας στον τρόπο συγκάλυψης του εγκλήματος από τον κατηγορούμενο επεσήμανε ότι: «Το τι έκανε μετά την ανθρωποκτονία είναι πολύ σημαντικό και αποδυναμώνει όσα ισχυρίζεται ότι προηγήθηκαν της πράξης του».
Και κατέληξε ο εισαγγελέας προτείνοντας: «Ενοχή όπως κατηγορείται. Οι ισχυρισμοί του περί αυτοτελούς άμυνας να απορριφθούν».
Πρότεινε ωστόσο την απαλλαγή του κατηγορουμένου για την κατηγορία της περιύβρισης νεκρού, λέγοντας πως δεν έθαψε τη σορό του θύματος για να προσβάλλει τον νεκρό, δεν είχε δόλο περί αυτού αλλά το έκανε στην προσπάθεια συγκάλυψης της πράξης του. Πρόσθεσε ο εισαγγελέας πάντως πως ούτως ή άλλως το συγκεκριμένο αδίκημα δεν υπάρχει πλέον με τον νέο νόμο.
Σε ότι αφορά τον 40χρονο αδελφό του βασικού κατηγορουμένου καθώς και τον 32χρονο από τον Αλικιανό, με τον οποίο τα δυο αδέλφια είχαν επαγγελματική συνεργασία αλλά και φιλία, σε οικοπεδικό χώρο του οποίου μετέφερε και έθαψε τη σορό του θύματος και το αυτοκίνητο του, οι οποίοι κατηγορούνται για τα αδικήματα της υπόθαλψης εγκληματία και της περιύβρισης νεκρού, ο εισαγγελέας πρότεινε την απαλλαγή τους. «Δεν γνώριζαν για το έγκλημα, δεν τους είχε αποκαλύψει τίποτα ο κατηγορούμενος», είπε.