Πολλές φορές τσι σκέψεις μου με μαντινάδες λέω
κι άλλες με κάνουν να γελώ κι άλλες βουβά να κλαίω.
Τον τελευταίο τον καιρό σκέφτομαι τσι αθρώπους
που ‘φήκαν τσι πατρίδες τους και ψάχνουν άλλους τόπους.
Νέες πατρίδες θέλουνε κι άραγε είναι αλήθεια;
Γιάντα δεν πολεμήσανε για τα δικά τους σπίθια;
Δεν υπερασπιστήκανε το δίκιο τους καθόλου;
Χρέος για την πατρίδα τους δεν έχουνε διόλου;
Να διώξουν γυναικόπαιδα, τσι γέρους και τσ’ αμάχους
κι (γι)άντρες να παλέψουνε για των γωνιών τσι τάφους.
Δεν ξέρω τι πιστεύουνε ποιες ηθικές αξίες
διδάσκουνε στσι τόπους τους δάσκαλοι και θρησκείες.
Πάλεψαν για ιδανικά, πατρίδα και θρησκεία;
Πρόσφυγες προτιμήσανε να γίνουν με τη μία.
Θα έχει νόημα η ζωή σ’ άγνωστους ξένους τόπους;
Να ζουν σε βάρος αλλωνών και μ’ άγνωστους αθρώπους;
Και που θα τσι κονέψουνε και ποιός θα τσι ταΐζει;
Φάρμακα, ρούχα που θα βρουν; Το δράμα τώρα αρχίζει.
Κι από την άλλη σκέφτομαι, αθρώποι ‘ναι κι εκείνοι
κι είμαστε ίσοι στη ζωή που ο Θεός τη δίνει.
Θα ‘χαν κι εκείνοι σχέδια, όνειρα και ελπίδες,
μα ‘ρθανε χρόνια δύσκολα, «μπόρες και καταιγίδες».
Όμοιος τον όμοιο πολεμά, εμφύλιος λογάται,
τσ’ αμάχους μα και τα παιδιά κιανείς δε συλλογάται.
Ό,τι πιστεύει καθ(α)εις θέλει να εφαρμόσει
κι όποιο δε συμφωνεί μ’ αυτόν θέλει να τον σκοτώσει.
Μα ο πόλεμος είναι σκληρός, δεν είναι παραμύθια.
Θέλει θυσίες κι αίματα και θάνατο στ’ αλήθεια.
Κι άλλοι δε θα ‘χαν άρματα, άλλοι θα φοβηθήκαν
κι όλοι αυτοί στης προσφυγιάς το δρόμο εβρεθήκαν.
Σέρνουν ελπίδες κι όνειρα, πληρώνουν να σωθούνε
και καταλήγουνε πολλοί να θαλασσοπνιγούνε.
Πρέπει να βοηθήσομε καθ’ ένας μ’ ένα τρόπο
να συμπαρασταθούμενε στο δράμα των αθρώπω.
Μα κι όπου εγκατασταθούν στο μέλλον για να ζήσουν,
πως θα ‘χουν ηθικούς φραγμούς, τους γύρω πως θα πείσουν;
Τούτοι αλλού πιστεύουνε, άλλες συνήθειες έχουν.
Τόπο που τσι φιλοξενεί κοντό θα τον προσέχουν;
Θα σεβαστούν τα έθιμα, τα ήθη, τις αξίες
ή θα δημιουργούν συχνά «θέματα» κι αδικίες;
Και πως θα τους εμπιστευθούν; Ποιος τρόπος θα μας πείσει
να χειριστούμε άφοβα της προσφυγιάς τη κρίση;
Γιατί δε θα ‘ναι ένας δυο, θα ‘ναι πολλές χιλιάδες
και θα ‘ναι από τρείς γενιές, γέροι, παιδιά, μανάδες.
Σα θα τελειώσει ο πόλεμος πολλοί ‘ν’ αυτοί που λένε
να επιστρέψουνε ξανά στο τόπο τους πως θένε.
Μα μέχρι εκείνο τον καιρό σε κάποια άλλη χώρα
θα ζούνε ίσα για να ζουν και ώρα με την ώρα.
Και όσο για τους ισχυρούς , τους αρχηγούς του κόσμου
θέλω δυο λόγια να τους πω και λίγο χρόνο δωσ’ μου.
‘Σεις που ‘χετε τη δύναμη και κεφαλές λογάστε
αφήστε τα συμφέροντα κι άλλο τροπάρι πιάστε.
Να σταματήσει ο πόλεμος μέσα σε μιαν ημέρα,
μ’ εμπιστοσύνη ο (γ)εις τ’ αλλού να δώσετε τη χέρα.
Ν’ αφουγκραστείτε τους λαούς και δες τε πως θα γίνει
για να δημιουργήσετε παγκόσμια ειρήνη!
Νίκος Γεωρ. Καπελώνης-Ηράκλειο