Η επανάσταση του 1821 στο Ρέθυμνο, προκάλεσε τη λυσσαλέα αντίδραση των Τούρκων και οι πρώτοι που δέχτηκαν τα φρικτά αντίποινα ήταν οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας.
Και πρώτος ο Επίσκοπος Γεράσιμος.
Δεν γνωρίζουμε περισσότερα για το βίο του πριν το μαρτυρικό του τέλος που τον κατέταξε στη χορεία των Αγίων Νεοϊερομαρτύρων.
Από διάφορες αναφορές της Επισκοπής Ρεθύμνης ο Γεράσιμος ο επονομαζόμενος «Καστρινός», φέρεται με το επώνυμο «Περδικάρης» ή «Κοντογιαννάκης», ενώ στο χειρόγραφο των Επισκοπικών Καταλόγων του ιατρού και Εκκλησιάρχη Γεωργίου Νικολετάκη καταχωρίζεται με το επώνυμο «Μακριγιανναδάκης».
Με την πρώτη σπίθα της επανάστασης ο Ρεθύμνης Γεράσιμος συνελήφθη το 1821 και φυλακίστηκε σε ένα «καταφρονεμένο, άχρηστο και δυσώδες σπίτι» του Ρεθύμνου σύμφωνα με μαρτυρία του Τρύφωνα Ευαγγελίδη. Εκεί τον υπέβαλαν σε απάνθρωπα βασανιστήρια, που ο Άγιος δέχτηκε με στωικότητα και δύναμη ψυχής. Το μαρτύριο του διήρκεσε μέχρι το 1822 που τον έσυραν και τον κρέμασαν στη Μεγάλη Πόρτα.
Κι όπως μας διασώζει η παράδοση αμέσως μετά οι Τούρκοι πήραν το αίμα από την καρδιά του και ράντισαν τις σημαίες τους προκειμένου να νικήσουν τους χριστιανούς στις μάχες. Ήταν μια υπόδειξη των Εβραίων που προκαλεί εντύπωση.
Το 2000 η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος Κρήτης υπέβαλε αίτημα στο Πατριαρχείο για την ένταξη του Γερασίμου και των άλλων Εθνομαρτύρων της Εκκλησίας μας στο γενικό Αγιολόγιο και Εορτολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Έτσι με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη της 21ης Σεπτεμβρίου του 2000, που αναγνώστηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά, στις 28 Ιανουαρίου του 2001, στη διάρκεια Συνοδικής Θείας Λειτουργίας, έγινε η αναγνώριση σύμφωνα με το αίτημα.
Το απολυτίκιο του Εθνομάρτυρα επισκόπου συνέθεσε ο Ιερομόναχος και νυν Μητροπολίτης Ρόδου Κύριλλος. Επίσης προς τιμήν του Αγίου Γερασίμου υπάρχει Ιερός Ναός στην ενορία Χουμερίου.
Ο περίφημος Μητροφάνης
Από τους μάρτυρες της Εκκλησίας και ο περίφημος Μητροφάνης.
Η καταγωγή του ήταν από τον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου. Η επανάσταση τον βρήκε ήδη αρματολό που είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των γενίτσαρων.
Όταν εκείνοι ζητούσαν μανιωδώς την καταδίκη του για να απαλλαγούν, αναγκάστηκε να καταφύγει στη Μονή Ασωμάτων και να γίνει μοναχός αλλά χωρίς να παροπλιστεί. Στην Επανάσταση του 1821 πολέμησε με δικό του σώμα στρατιωτών.
Ο Μητροφάνης το 1824 πήγε στην Πελοπόννησο με το σώμα των επαναστατών του μετά την καταστολή της επανάστασης στην Κρήτη 1822-1825 από τον Ιμπραήμ και τους Τουρκαλβανούς.
Πολεμά μαζί με άλλους Κρητικούς ιερωμένους ως επικεφαλής ανεξαρτήτων σωμάτων επαναστατών, όπως του Διάκου Γαλακτίωνος Ψαρομήλιγγου, του Κατροκοκόλη και του Σταύρου Κολυβάκη.
Επιστρέφει στη συνέχεια στο μοναστήρι του, αλλά οι Τούρκοι τον κυνηγούν αναγκαζόμενος να ζει με άλλους επαναστάτες.
Την περίοδο αυτή, όπως συνέβαινε συχνά, ερχόταν από το τουρκοχώρι Βαθιακό, ένας Αγάς, που μάζευε τις κοπελιές του Άι-Γιάννη, στο σπίτι του πατέρα του Ευθύμιου, τις έβαζε να χορεύουν ημίγυμνες πάνω σε μαγεριά και ρόβι, που έριχνε στο πάτωμα για να ευχαριστιέται βλέποντας τις να πέφτουν και να σηκώνονται. Ήταν μια συνηθισμένη τακτική των Τούρκων την εποχή αυτή, όπως μαρτυρούν ιστορικοί.
Ο Μητροφάνης δεν μπορούσε να ανεχτεί άλλο αυτή την προσβολή. Και σύμφωνα με το δρα Ευτύχιο Καλογεράκη, διδάκτορα Πανεπιστημίου Αθηνών, «…Τη μέρα που είχε παραγγείλει ο αγάς, στις χριστιανές να μαζευτούν, γιατί θα ξανάρθει, παίρνει ο Μητροφάνης το καριοφίλι του, ζώνεται το μαχαίρι του στη μέση και ακολουθεί το δρόμο του χρέους.
Στη Νίθαυρη αποκάτω, στο δρόμο που έρχεται από το Αποδούλου τον περιμένει μέσα στο ρυάκι για να μην τον θωρούν. Σε λίγο προβαίρνει ο Γενιτσαραγάς από μακριά πάνω στο άγριο μπεγύρι του, αγριωπός αδίστακτος και ο ίδιος, όμως λεβεντάνθρωπος, καμαρωτός και ροδοκόκκινος από τη καλοπέραση και την ξεκούραση…».
Όπως αναφέρει, στη συνέχεια, ο κ. Καλογεράκης, ένας γέρος χριστιανός ενημέρωσε τον αγά για τον ύποπτο χαΐνη που είχε δει να περιφέρεται με το τουφέκι του, αλλά ο αγάς δεν θέλησε να δείξει δειλία και συνεχίζει το δρόμο του.
Μόλις πλησίασε στο πέρασμα του ρυακιού, πετάγεται ο Μητροφάνης προκαλώντας τρόμο στο μπεγίρι που σηκώθηκε στα πισινά του πόδια και ορμά στην αγά που σε λίγο κείτονταν νεκρός.
Ο φόνος αυτός προκάλεσε την οργή των Τούρκων που επικήρυξαν το Μητροφάνη. Η επικήρυξη που ήταν μεγάλη «άνοιξε την όρεξη» των Αμπαδιωτών Γενίτσαρων που συνεπικουρούμενοι από ενισχύσεις που ήρθαν από το Ηράκλειο, άρχισαν να ψάχνουν τον Μητροφάνη.
Τον πέτυχαν κάποτε την ώρα που έφευγε από το μοναστήρι του στον Ασώματο για να πάει στο χωριό του. Οι Νιζάμηδες του φωνάζουν να βγει έξω να παραδοθεί αυτός αρνείται. Φοβούνται να πλησιάσουν. Η φήμη των ανδραγαθημάτων του στην Πελοπόννησο και την Κρήτη έχει δημιουργήσει στην φαντασία τους ένα ανίκητο φόβο νομίζοντας ότι είναι κανένα επτακέφαλο μυθικό θεριό ή ότι κρατεί την πύρινη δίστομη ρομφαία του προστάτη του μοναστηριού του αρχαγγέλου Γαβριήλ, που από μακριά σκορπά το θάνατο και τίποτα δεν τον σκοτώνει. Χάνει τις δυνάμεις του αιμορραγεί, εξαντλείται, δεν έχει δύναμη ούτε να φωνάξει πια. Τότε οι διώκτες του πλησιάζουν. Βάζουν φωτιά στο βάτο και προκειμένου να καεί ζωντανός βγαίνει και παραδίδεται. Οι νιζάμηδες χαρούμενοι για το απόκτημα τον σφάζουν σαν αρνί.
Το κεφάλι σε ντορβά μέσα, το πηγαίνουν και το δείχνουν στη μάνα του και μετά με πομπή και τυμπανοκρουσίες, ως τρόπαιο και λάφυρο πολύτιμο, στο μεγάλο Κάστρο για να πληρωθούν, όπως προέβλεπε το Οθωμανικό δίκαιο, για τους επικεφαλής των επαναστατών και τους διακεκριμένους για ανδρεία, που είχαν ντροπιάσει την Τουρκιά. Των απλών επαναστατών πήγαιναν τα κομμένα αυτιά των, για να πάρουν το μπαξίσι. Υπάρχουν Ευρωπαίοι περιηγητές της εποχής, που γράφουν ότι είδαν πέντε και οχτώ χιλιάδες ανθρώπινα αυτιά σε σπάγκους περασμένα.
Περνώντας από το χωριό του τον Άι-Γιάννη Αμαρίου, συναντούν στη κάτω ρούγα των καλογερήδων στη μεσοχωριά, έξω από το σπίτι του τη μάνα του, τη χαιρετούν και τη ρωτούν. – Γιαγιά που είναι ο γιος σου ο Μητροφάνης. – Δε ξέρω παιδί μου που γυρίζει, απαντά εκείνη. – Για να τον δεις θα τον γνωρίσεις; – Ποια μάνα παιδί μου, θα δει το γιο της και δε θα τον γνωρίζει. Τότε ο επικεφαλής των Γενιτσάρων, βάζει το χέρι στο ντορβά, που ήταν κρεμασμένος στη σέλα του αλόγου του, πιάνει από το αυτί το κομμένο κεφάλι του Μητροφάνη και λέει στη χαροκαμένη μάνα: – Νάτος ο γιος σου. Εκείνη η ηρωίδα μάνα, του δίνει την αποστομωτική απάντηση, όπως τη διασώζουν μεταγενέστεροι ιστορικοί: «Σκύλοι και αν σκοτώσετε το Μητροφάνη θαρρείτε θα χαθεί η Χριστιανοσύνη; Όχι δε χάνεται», δείχνοντας έτσι ποιας ρίζας βλαστός ήταν ο Καπετάν Μητροφάνης.
Τον έκλαψαν, τον θρήνησαν, του έκαναν τραγούδι το μοιρολόι, αν και του αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογάται.
Ο Γεώργιος Ε. Ανδρεδάκης, γιατρός Ανδρεδής (1860-1933), αναφέρει αρκετά στοιχεία για τον Μητροφάνη, καταγόμενο εκ του χωρίου Αγίου Ιωάννη.
Ο Εμμανουήλ Γ. Γενεράλης, γυμνασιάρχης, καταγράφει τους διακριθέντες Μοναχούς της Μονής, επτά (7) τον αριθμό, μεταξύ των οποίων και τον Μητροφάνη, εξ Αγίου Ιωάννου Αμαρίου.
Ο Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, καθηγητής Πανεπιστημίου, παρουσιάζει αυτούσια δύο ιστορικά έγγραφα, που υπογράφει ο Μητροφάνης ως καπετάν Μητροφάνης.
Στο Μητροφάνη θα επανέλθουμε όταν ασχοληθούμε με την οικογένεια Καλογεράκη του Αμαρίου.
Μερικοί ακόμα άγνωστοι ήρωες
Από τους πιο σημαντικούς αλλά άγνωστους ήρωες που πήραν μέρος στον ξεσηκωμό του 21 ήταν και ο Ρουστικιανός Εμμανουήλ (Σταματάκης Mανόλης).
Γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στα Pούστικα, απ’ όπου πήρε και τ’ όνομα, που τον έκανε γνωστό στις σελίδες του αγώνα. H καταγωγή του ήταν από την οικογένεια Tζωρτζάκη.
Στη σειρά «Κρήτη Αφιέρωμα» γίνεται νύξη για κάποιο ειδύλλιό του με μια Tουρκοπούλα της οικογένειας Tζιντζιράκη, που έγινε αφορμή να τον διώξουν οι συγγενείς της. Κατέφυγε στην Αίγυπτο, αλλά γρήγορα έγινε Φιλικός και με την κήρυξη της επανάστασης επέστρεψε στην Κρήτη.
Πρόκειται για έναν μεγάλο αγωνιστή, που η σημαντική δράση του αν κρίνουμε από τα περιστατικά, που έχουν διασωθεί γύρω από τα ηρωικά του κατορθώματα.
Στις 17 Μαΐου 1821, κι ενώ οι Τούρκοι ετοιμάζονταν να εκπορθήσουν τα Σφακιά, ο Mανόλης Poυστικιανός και άλλοι οπλαρχηγοί αναχαίτισαν τον εχθρό και τον ανάγκασαν να οπισθοχωρήσει.
Στις 17 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, πολέμησε τους Τούρκους στο Ζουρίδι και στα Ρούστικα και τους ανάγκασε να επιστρέψουν στο φρούριο του Ρεθύμνου. Πολέμησε στον Άγιο Ιωάννη τον Καμένο στις 21 Ιουνίου και στις 25 Ιουλίου 1821, προσπάθησε σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς να εμποδίσει τους Τούρκους να καταλάβουν τα Σφακιά.
Μετά την κατάληψη του ορεινού όγκου των Σφακίων, μαζί με 12 ακόμα οπλαρχηγούς, έστηνε ενέδρες στους Τούρκους σχηματίζοντας κλοιό γύρω από το Ρέθυμνο.
H δράση του καπετάν Μανόλη Ρουστικιανού στην Κρήτη συνεχίστηκε με απαράμιλλη γενναιότητα και στα επόμενα χρόνια.
Το χειμώνα του 1824 ο Ρoυστικιανός μαζί με τον Ζερβουδάκη, τον Χάλη, τον Μαλικούτη, τον Δαμιανό και τον Κουρμούλη, κλήθηκαν από την Ελληνική Κυβέρνηση για να βοηθήσουν στις κρίσιμες στιγμές που περνούσε η Ελλάδα, εξαιτίας του εθνικού διχασμού και του εχθρού.
Πολέμησε επίσης τον εχθρό στα Μεσσηνιακά κάστρα κι όταν έφθασε στην Τρίπολη, ενώθηκε με τους άντρες του Κολοκοτρώνη και συνέχισε τον αγώνα ενάντια στον κατακτητή.
Πήρε ακόμα μέρος στη μάχη της Γραμβούσας στις 3 Αυγούστου 1825 και σε πολλές ακόμη πολεμικές επιχειρήσεις, μέχρι της 22ας προς 23η Απριλίου 1827, οπότε οι Κρήτες υπέστησαν ολοκληρωτική καταστροφή και ο ίδιος ο Μανόλης Ρουστικιανός σκοτώθηκε.
Σαββάκης Στρατής: Ήταν ένας λαμπρός αγωνιστής Ο Σαββοστρατής με το όνομα που διακρίθηκε στις μάχες που δόθηκαν τον καιρό της μεγάλης Επανάστασης του 1821. H γενναιότητά του τον είχε καταξιώσει στο πάνθεον των ηρώων όλης της περιφέρειας.
Σακκόραφος Γεώργιος: Γεννήθηκε περί το 1790 στο χωριό Άγιος Κωνσταντίνος. Ήταν από τους πρώτους που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία και εργάστηκε με φλόγα ψυχής για την επιτυχία του αγώνα. Όταν εξερράγη η επανάσταση διορίστηκε φροντιστής της αστυνομίας της Κρήτης. Διατηρώντας το αξίωμα αυτό συμμετείχε συγχρόνως και σε αρκετές πολεμικές επιχειρήσεις που ελάμβαναν χώρα στις περιοχές Ρεθύμνου και Χανίων, οδηγώντας μια ομάδα Κρητικών από τον Άγιο Βασίλειο και το Ρέθυμνο.
Το 1827 μαζί με άλλους συμπατριώτες του αντιπροσώπευσε την Κρήτη στην πρώτη εθνική συνέλευση που συνήλθε στην Τροιζήνα. Επίσης διορίστηκε μέλος κατά τη συνέλευση αυτή της κρητικής κυβέρνησης, ιδιότητα που διατήρησε μέχρι το τέλος του Αγώνα (1830).
Το 1831 κατέφυγε στην Ελλάδα και το 1865 πέθανε στην Αθήνα.
Σγουρός Κυριάκος:
Γεννήθηκε περί τα 1788 στον Άγιο Μάμαντα Μυλοποτάμου του N. Ρεθύμνης.
Σε ηλικία 34 χρόνων, πήρε το όπλο του και ρίχτηκε στον αγώνα εναντίον των Τούρκων. Επικεφαλής μιας ομάδας Μυλοποταμιτών σκότωσε τον Αχμέτ Κυρίμογλου, τον φοβερό γενίτσαρο Σκοτούλιο, τον επίσης επικίνδυνο γενίτσαρο Τρικέφαλο από το Kαβούσι και πολλούς ακόμα Τούρκους.
Όπως μας τον περιγράφει ο ιστορικός Ψιλάκης ήταν ένας γίγαντας στο παράστημα και Αίαντας στο βάδισμα. «Άτρομος και επί ανδρική καλλονή και αναδρομή σώματος διακρινόμενος…» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Όταν το 1822 ανακηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση στο Μυλοπόταμο και οι Τούρκοι διώχθηκαν άλλοι στο Ηράκλειο και άλλοι στο Ρέθυμνο, ο Αχμέτ Κυρίμογλου παρέλαβε τον Πύργο στην Επισκοπή Μυλοποτάμου με σκοπό να καταπνίξει την επανάσταση των Μυλοποταμιτών. Τότε λοιπόν ο Κυριάκος Σγουρός έχοντας την αρχηγία των κατοίκων του Μυλοποτάμου, πολιόρκησε τον Πύργο και ζήτησε την παράδοση των πολιορκουμένων. Οι Τούρκοι αντιστάθηκαν και περίμεναν ενίσχυση.
Πράγματι ο ισχυρός Μπαϊρακαγασής με 300 Τουρκοκρητικούς έσπευσε να βοηθήσει. Οι αρχηγοί Σταύρος Ξετρύπης, Σταύρος Νιώτης και Βασίλειος Σμπώκος μαζί με άλλους Aνωγειανούς τους κατέσφαξαν. Όσο για τον αρχηγό Κυριάκο Σγουρό με τους οπλαρχηγούς Αντώνη Λαγγιανό, Βασίλειο Μαθιουδάκη και Αντώνη Καλλέργη έσφαξαν τους πολιορκημένους στον Πύργο εκτός από τους Κυρομογλούδες.
Τον Οκτώβρη του 1823, όταν 350 γυναικόπαιδα από το Μυλοπόταμο κλείστηκαν στον σπήλαιο Μελιδονίου υπό τον Χουσεΐν Βέη, ο Κυριάκος Σγουρός μαζί με τους Νιώτη, Ξετρύπη, Τσουδερό και πολλούς άλλους πατριώτες κατέφυγε στο Ναύπλιο. Εκεί έλαβε το βαθμό του Ταγματάρχη βασιλικής Φάλαγγας.
Κατά την επανάσταση του 1841 πήρε και πάλι μέρος στην αγώνα της Κρήτης. Σύμφωνα με τις πηγές ο Κυριάκος Σγουρός, σκοτώθηκε στη Σύρο από κάποιον Κύπριο, αλλά δεν αναφέρονται επακριβώς τα αίτια της δολοφονίας.
Σιγανός Γεώργιος:
Ακόμα ένας μάρτυρας ήρωας του αγώνα. Καταγόταν από το Αποσέτι (σημερινό Πετροχώρι) και αποτελούσε εξέχον πρόσωπο μεταξύ των προκρίτων της επαρχίας Αμαρίου για τον πατριωτισμό και τη σύνεσή του.
Καμία σύσκεψη Αμαριωτών δεν μπορούσε να γίνει χωρίς την παρουσία και τη γνώμη του. Αν και νέος η άποψή του για κάθε θέμα γινόταν αμέσως σεβαστή.
Οι Τούρκοι άρχισαν να τον θεωρούν μεγάλη απειλή και έσπευσαν να τον κατηγορήσουν σαν υποκινητή και πρωτεργάτη της επανάστασης του 1821. Είχε ηρωικό τέλος όταν συνελήφθη από τους Τούρκους. Τον μετέφεραν με άλλους δυο, που θεώρησαν οπαδούς του στην Κωνσταντινούπολη και εκεί τους απαγχόνισαν.
Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν περιορίστηκαν μόνο στο θάνατο του Γεωργίου Σιγανού αλλά φρόντισαν να εξαφανίσουν εντελώς την οικογένειά του.
Σταυγιανουδάκης Μάρκος:
Γεννήθηκε στου Μαριού Αγίου Βασιλείου στα 1724.
H γενιά του καταγόταν από τα Σφακιά αλλά ο πατέρας του Νικόλαος Σταυγιανουδάκης μετοίκησε στου Μαριού.
Νωρίς ζώστηκε τ’ άρματα κι ανέβηκε στα βουνά με δική του ομάδα πολεμιστών. Ήταν αναφέρει η παράδοση, ψηλός, γεροδεμένος, λεβέντης σωστός και οι Τούρκοι τον έτρεμαν.
Εντολές έπαιρνε από τον τότε γενικό οπλαρχηγό Τσουδερό και συμμετείχε σε πολλές μάχες.
Ήταν παντρεμένος με τη συγχωριανή του Καλλιόπη Γαληνάκη και είχαν τρεις γιους.
Το αφιέρωμά μας στους άγνωστους ήρωες του 21 συνεχίζεται…
Πηγές:
Καπετάν Μητροφάνης (Καλογεράκης) – Το Λιοντάρι του Αμαρίου το 1821
Εύας Λαδιά: Ρεθεμνιώτες ήρωες στην επανάσταση του 1821
Πολιτιστικό Ρέθυμνο: 25 Μαρτίου 1821
Paterikoslogos.com: Ο Άγιος Νεοϊερομάρτυς Γεράσιμος Επίσκοπος Ρεθύμνης