Ο ευσυνείδητος εκπαιδευτικός Αντώνης Δαφέρμος στο λίαν εμπεριστατωμένο, διερευνητικό πόνημά του «Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται» αναφέρεται σε παραδοσιακά επαγγέλματα που λειτουργούσαν άλλοτε στεγασμένα σε κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους και σε μόνιμες εγκαταστάσεις. Στο παρόν κείμενο θα ‘θελα να αναφερθώ και σε μια άλλη ανεξάρτητη, διαφορετική παράμετρο παραδοσιακών επαγγελμάτων. Στα δύσκολα προπολεμικά, στα ταραγμένα κατοχικά και τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια αντίκριζες πολλούς βιοπαλαιστές, μικροπωλητές να περιφέρονται στην πόλη με γαϊδουράκια, είτε καροτσάκια και να διαλαλούν την «διακινούμενη» πραμάτεια τους. Από ημέρα σε ημέρα αυτά τα επαγγέλματα τα λεγόμενα «του ποδαριού» το ένα μετά το άλλο εγκαταλείφθηκαν, μη ανταποκρινόμενα πλέον εις το πνεύμα και τις απαιτήσεις της εποχής ως ξεπερασμένα χάθηκαν παντελώς. Εξ’ άλλου η ελάχιστη απόδοσή τους δεν ήταν ικανοποιητική, όμως τότε αυτό το πενιχρό εισόδημα επέτρεπε στους πολύπειρους γυρολόγους να εξασφαλίσουν τουλάχιστον τον επιούσιο για το φτωχό σπιτικό τους.
Ανακαλώντας τα στη μνήμη και μετά από ακριβή υπολογισμό ο αριθμός τους βρέθηκε να ‘ναι όχι απλά και μόνο σημαντικός αλλά και εντυπωσιακός. Σήμερα φαίνεται απίστευτο ότι κυκλοφόρησαν στους δρόμους της πόλης είκοσι πέντε (25) συνολικά φίλεργοι πλανόδιοι. Αλησμόνητες μένουν στη μνήμη εκείνες οι εικόνες οι ολοζώντανες και οι γραφικές, όταν βλέπαμε τα φορτωμένα γαϊδουράκια, να περιδιαβαίνουν στα στενά της παλιάς πόλης.
Μια αναλυτική κατάταξη και ταξινόμηση αυτών των επαγγελμάτων θα μετέφερε εναργέστερα τον αναγνώστη στο κλίμα της εποχής. Στο σύνολό τους αυτά τα επαγγέλματα «του ποδαριού» θα τα χαρακτηρίζαμε όπως και ήταν ως τα υπαίθρια και αυτά θα τα διαχωρίζαμε σε δύο ενότητες. Στα αμετακίνητα και στα μετακινούμενα, περιφερόμενα.
Σε θέσεις μόνιμες είχαν στήσει τις μηχανές τους δύο επαγγελματίες φωτογράφοι. Ο Λαγουδάκης στο δημοτικό κήπο και ο Αρμένης Αγκόπ στη Νεραντζέ. Αμετακίνητος καθόταν και ο πασατεμπάς, στη γωνία των οδών Εθν. Αντιστάσεως και Τομπάζη, ο λεγόμενος «γκάβουνε» επειδή φώναζε «γκάβουνε» δηλαδή καίνε οι πασατέμποι. Άλλα επαγγέλματα μονίμων θέσεων εν υπαίθρω υπήρξαν οι καστανάδες και οι κουλουράδες.
Τα μετακινούμενα ή περιφερόμενα επαγγέλματα εντάσσονται πάλι σε άλλες τρεις ενότητες. Κατ’ αρχήν αξέχαστη είναι εκείνη η ανεπανάληπτη εικόνα των γυρολόγων με τα γαϊδουράκια. Οι χωρικοί αυτοί άραζαν στο σημερινό οικόπεδο της Λαϊκής, ένα χέρσο χωράφι και περίμεναν υπομονετικά τον πελάτη, για να πάνε στο σπίτι του να ξεφορτώσουν το ζώο το φορτωμένο με καυσόξυλα, είτε κλαδιά για προσάναμμα, κάρβουνα κ.λπ. Άλλοι τριγυρνούσαν στις γειτονιές με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα περιβολικά, οπωροκηπευτικά κ.λπ.
Άλλο είδος εμπορεύσιμο μεταφερόμενο με γαϊδουράκια ήταν η κοπριά, οι φούντες της ελιάς για τις κατσίκες, το κριθάρι για τις κότες κ.λπ. Σε γαϊδουράκι φόρτωνε τις στάμνες με το νερό του Κουμπέ ο Ανυφαντάκης και το πουλούσε προς μια δραχμή τη στάμνα.
Ένας άλλος συνηθέστερος επαγγελματικός κλάδος «του ποδαριού» υπήρξε εκείνος με τα τροχήλατα καρότσια. Σε ένα τέτοιο σκεπαστό και με φανταχτερή διακόσμηση από στολίδια, φτηνά αλλά και εντυπωσιακά, πουλούσε παγωτά ο Μερακλής. Το διαλαλούσε τραγουδώντας με κέφι φωνάζοντας στεντορείως: «Κασάτο παγωτό της καρδιάς το γιατρικό». Αυτάρεσκος και ωραιοπαθής καμάρωνε μ’ ένα γαρύφαλλο στ’ αυτί σα «γύφτικο σκεπάρνι».
Όσο φωνακλάς ήταν ο μερακλής, άλλο τόσο αμίλητος ήταν ο Ψωμάς. Ο συμπαθής, αθόρυβος βιοπαλαιστής τριγυρνούσε στις γειτονιές με το καροτσάκι φορτωμένο με ψιλικά και με είδη ραπτικής, και τσουράπια πλεγμένα στο χέρι. Ένα κουδουνάκι ειδοποιούσε την άφιξή του. Σε καροτσάκια πουλούσαν και τα ψάρια και τα οπωροκηπευτικά, όπως και τα φρέσκα χλωρά ρεβίθια, είδος βρώσιμο και προϊόν ευρύτατα καταναλώσιμο στα χρόνια της Κατοχής. Την ίδια εποχή, αν θυμάμαι καλά, πουλιόταν και η χαρουμπία, ένα αναψυκτικό ρόφημα παρασκευαζόμενο από χαρούπια. Να σημειωθεί ότι από χαρουπάλευρο παρασκεύαζαν στην Κατοχή κουλούρια, ντάκους, παξιμάδια κ.λπ. Το κοινό αλεύρι ήταν είδος από τα ουσιώδη εν ανεπάρκεια.
Χωρίς τη βοήθεια ζώου και χωρίς καροτσάκια διακινούνταν στους δρόμους άλλοι πλανόδιοι «του ποδαριού» ιδίως τεχνίτες. Ο ακονιστής μετέφερε στην πλάτη, τον κατάλληλο ποδοκίνητο, περιστρεφόμενο τροχό για ακόνισμα μαχαιριών, πριονιών, τσεκουριών, ψαλιδιών. Ο καρεκλάς ήταν ο τεχνίτης ο φορτωμένος με ψάθα και με τα κατάλληλα εργαλεία έπλεκε ψάθινες καρέκλες.
• Ο ασπριτζής, ο περισσότερο αναγκαίος σήμερα λόγω γκράφιτι, κουβαλούσε μαζί με βούρτσες κι έναν τενεκέ με ασβέστη για να ασπρίζει τα πεζοδρόμια και τους τοίχους. Ο γανωτζής γάνωνε τα μπακιρένια τσικάλια. Ο λούστρος, ο βουβός, τριγύριζε με το κασελάκι κρεμασμένο στον ώμο και με νοηματική επικοινωνία ρωτούσε τον πελάτη αν ήθελε να βάψει τα παπούτσια.
• Ο Κόνσολας πουλούσε σε μια λαμαρίνα τυρόπιτες που μοσχοβολούσαν. Ο τυφλός λαχειοπώλης Πλουμής πουλούσε τα πάντα τυχερά του λαχεία.
Η κοπριά από τα μουλάρια και τα γαϊδουράκια δεν έμενε στους δρόμους, υπήρχαν … οι κοπροσυλλέκτες, οι οποίοι κρατώντας φαράσι και σκούπα μάζευαν τις ακαθαρσίες των ζώων και τις πουλούσαν, έναντι πινακίου φακής, για τις γλάστρες.
Μια αθηναϊκή εφημερίδα είχε γράψει κάποτε: «απεδείχθη εις Αμερικήν εκ πειραμάτων του αμερικανικού Πανεπιστημίου Berkley, ότι στο σκόρδο υπάρχει ουσία η οποία εμποδίζει την εμφάνιση των κακοηθών όγκων (καρκίνου)». Επεκράτησε τότε στο Ρέθυμνο μια άνευ προηγουμένου υπέρμετρη, ως και αλόγιστη κατανάλωση σκόρδων. Θυμάμαι έναν μικροπωλητή τυλιγμένο με πλεξίδες σκόρδου στη μέση και στο λαιμό που φώναζε: «ελάτε μπρε να πάρετε κι ούλοι να φάτε σκόρδο, φάρμακο που ‘ναι για το φτωχό κι είναι και για το λόρδο».
Εκτός όλων αυτών των διακινούμενων επαγγελμάτων στους δρόμους της πόλης θα περιλαμβάναμε και εκείνους «του ποδαριού» τους περιφερόμενους διαλαλητές, όπως οι ντελάληδες, οι κήρυκες, οι κράχτες που διαφήμιζαν ένα προϊόν ή ανακοίνωναν μια είδηση μεγαλόφωνα με στεντόρειες φωνές. Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο οι φωνές των ντελάληδων να… εναρμονίζονται σε μείζονα συγχορδία μαζί με τις ηχητικές παρεμβολές των γκαρισμάτων των γαϊδάρων. Έτσι όταν άρχιζε να φωνάζει ο Ζαμφώτης άρχιζαν και οι γάιδαροι. «Ετούτονε το μαρτή εσφάξενε ο Μπεζώκος μόνο γλακάτε να προκάνετε», ενώ ο Λευτέρης ο φούσκος πληροφορούσε για την άφιξη του πλοίου: «αύριο έρχεται το πολυτελέστατο «Ακρόπολις». Ο Μανούσος ειδοποιούσε: «όλοι με την «Πύλαρο» και μια μακαρονάδα» που σήμαινε ότι το εισιτήριο περιελάμβανε και μια μακαρονάδα. Άλλα πλοία σκυλοπνίχτες της εποχής με τα οποία οι επιβάτες έβγαζαν τα συκώτια τους από τους εμετούς, ήταν το «Έλση», το «Κίμων», το «Ελένη», το «Αικατερίνη», το «Φρίντων» που βομβαρδίστηκε έξω από το Ηράκλειο, το «Αγγέλικα» που ήταν ποταμόπλοιο γι’ αυτό και είχε τρομερό ταρακούνημα και σκαμπανεβάσματα στα περιπετειώδη ταξίδια του. Τα βαπόρια αυτά άραζαν και αγκυροβολούσαν «αρόδο» δηλαδή σε κάποια απόσταση από το παλιό λιμάνι. Ο βάρκες όπως και οι μαούνες πήγαιναν με όποιο καιρό, χωρίς ωστόσο να ‘χει ποτέ ακουστεί για ένα δυστύχημα. Έφταναν σε μια ανεμόσκαλα και με τη βοήθεια των βαρκάρηδων οι επιβάτες ανέβαιναν στο πλοίο σώοι.
Στους δρόμους της πόλης κυκλοφορούσαν και μερικοί άνθρωποι χαμηλού διανοητικού επιπέδου, με ταραγμένο μυαλό, τύποι συμπαθείς μεν αλλά αξιοθρήνητοι, με λόγια ακατάληπτα και κάποτε ανάρμοστα, που γίνονταν καμιά φορά αντικείμενο χλευασμού από τους θεωρούμενους ως «γνωστικούς». Σε τι έφταιγαν αυτοί οι δυστυχείς όπως ο Νικολακάκης, ο Στρατής, ο Γκόγκος, ο Νικολάκης για να δέχονται αυτή την ανεπίτρεπτη λοιδορία. Παλαιότερα κυκλοφορούσε ο Πεντεφούντης που λάβαινε … δικαιωματικά τη θέση του στην πομπή του Καρναβαλιού πασαλειμμένος με γιαούρτι.
Θα ‘ταν στοιχειώδης παράλειψη να μην αναφέρομε τους όνους και ημιόνους που έμπαιναν στην πόλη από τα χωριά και κατευθύνονταν για σταυλισμό σε τρία χάνια. Στου Μποτόνη, στου Κατριτζή και στου Αβάτζου. Οι ίδιοι πετάλωναν και αυτά τα μουλάρια. Στην ημερήσια πληθωρική κυκλοφορία στους δρόμους της πόλης πρέπει να προσθέσουμε ακόμα και τα τετράτροχα, στενόμακρα κάρα της πόλης, τα οποία χρησίμευαν για τις μεταφορές των εδωδίμων ειδών και πάντων των ετοιμοπαράδοτων εμπορευμάτων από την αποβάθρα στα μαγαζιά. Ένα άλλο είδος κάρου που έκανε την παρουσία του αισθητή ήταν οι σούστες με δύο τροχούς, οι οποίες μετέφεραν προϊόντα από τα χωριά στην πόλη και αντίστροφα. Όπως και να ‘χει στους δρόμους της πόλης τα παλιά εκείνα χρόνια υπήρχε μια κίνηση ασταμάτητη και πληθωρική.
Σε βιβλίο του διακεκριμένου επιστήμονα, του ακαταπόνητου παραγωγικού συγγραφέα καθηγητή Κωστή Ηλ. Παπαδάκη με τίτλο «Ρέθυμνο 1900-1950» υπάρχει εκτεταμένη αναφορά των παραδοσιακών επαγγελμάτων (σελ. 108-119 και των περιθωριακών τύπων (σελ. 118-119).