Ένας σύγχρονος αντιρατσιστικός νόμος λοιπόν δεν έρχεται απλώς να καλύψει τα κενά του προηγούμενου νόμου του 1979 (εποχή κατά την οποία δεν υπήρχε οργανωμένη ρατσιστική βία στη χώρα), ούτε είναι ζήτημα αφηρημένου εκσυγχρονισμού του Δικαίου και συμμόρφωσης με το ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο. Είναι επείγουσα ανάγκη και νομικής θωράκισης της κοινωνίας μας απέναντι στη βαρβαρότητα και τον αγριανθρωπισμό του ρατσιστικού εγκλήματος. Γιατί προφανώς το μείζον ζήτημα είναι η πολιτική αντιμετώπιση της ρατσιστικής και φασιστικής ιδεολογίας, η κοινωνική απονομιμοποίηση του ξενοφοβικού-μισαλλόδοξου λόγου και του απροκάλυπτα νεοναζιστικού προσώπου της Χρυσής Αυγής.
Και ποια είναι τα κοινωνικά ερείσματα του «φαινομένου» της Χρυσής Αυγής, ενός κόμματος με εκλεκτικές συγγένειες με την μετεμφυλιακή ακροδεξιά, το παρακράτος και τη Χούντα, αλλά που για πρώτη φορά αποκτά χαρακτηριστικά μαζικού κόμματος και έχει σημαντική επιρροή σε νέα εκλογικά ακροατήρια;
Οι βασικοί λόγοι ανόδου της Χρυσής Αυγής είναι δύο:
1. Η κοινωνική εξαθλίωση και ανασφάλεια λόγω της εντεινόμενης ανεργίας, της ακραίας φτώχειας και της έξαρσης της εγκληματικότητας στα μεγάλα αστικά κέντρα.
2. Η διευρυνόμενη ανυποληψία απέναντι στο διαπλεκόμενο, πελατειακό και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα και η απαξίωση στη συνείδηση των πολιτών της ίδιας της Δημοκρατίας στη χώρα.
Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, αν δεν σταματήσει η σημερινή παραγωγική και κοινωνική καταστροφή, αν δεν ανατραπεί η μνημονιακή αθλιότητα και η λογική του «μονόδρομου» της λιτότητας και της κατεδάφισης των εργασιακών-κοινωνικών δικαιωμάτων και, τέλος, αν δεν κρατήσουμε ζωντανή την ελπίδα μιας δημοκρατικής πολιτικής διεξόδου με προτεραιότητα τις ανάγκες της κοινωνίας, την προστασία των αδύναμων και το δημόσιο συμφέρον, τότε όσες νομικές ρυθμίσεις και να υπάρξουν, το αποκρουστικό πρόσωπο του φασισμού και του νεοναζισμού θα συνεχίσει να μας «δείχνει τα δόντια» του.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ το αναγκαίο αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό μέτωπο πρέπει να είναι συστατικό στοιχείο του αγώνα για την άρση όλων των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων (ο ρατσισμός είναι κατά βάση η ιδεολογία της ανισότητας των ανθρώπων), για την κοινωνική χειραφέτηση και την ανατροπή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Όμως αυτό που προέχει σήμερα είναι να ενισχύσουμε τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της κοινωνίας απέναντι στον πολιτικό υποκινητή του άγριου ρατσιστικού εγκλήματος που είναι η Χρυσή Αυγή. Να αποκαλύψουμε το ρόλο της όχι απλώς ως εγκληματικής αλλά και ως ανοικτά νεοναζιστικής οργάνωσης που προσβλέπει σε ένα σύγχρονο «ολοκαύτωμα» των μεταναστών, των αριστερών, των ψυχικά ασθενών, των ατόμων με αναπηρία, των ανθρώπων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Αυτών δηλαδή που επίσημα οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής αποκαλούν «υπάνθρωπους», «μιάσματα» και «κοπρίτες».
Η Ν.Δ., «κλείνοντας το μάτι» στους ψηφοφόρους της Χ.Α., υπαναχώρησε στο θέμα της ψήφισης ενός νέου και αυστηρότερου αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, «άδειασε» τον Υπουργό Δικαιοσύνης και άφησε το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ έκθετους στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να επιδείξουν «δημοκρατική ευαισθησία» και να απενοχοποιηθούν για την αμέριστη στήριξη μιας κυβέρνησης που με την πολιτική της «παράγει» καθημερινά μισαλλοδοξία, ρατσισμό και κοινωνικό εκφασισμό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ κατέθεσε μια συγκροτημένη νομοθετική πρωτοβουλία που εστιάζει στην καταδίκη αξιόποινων πράξεων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, χωρίς να διακινδυνεύει τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης γνώμης. Επιπλέον προβλέπει ένα αποτελεσματικό πλαίσιο προστασίας των θυμάτων και των μαρτύρων ρατσιστικών εγκλημάτων, που αποτελεί προϋπόθεση για την παραδειγματική καταδίκη των αυτουργών τους.
Σημ. Το παραπάνω κείμενο είναι η εισήγηση του κ. Ξανθού στο 9ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Ρεθύμνου το περασμένο Σάββατο.