Στο ετήσιο συνέδριο «EXPOSEC-DEFENCE WORLD» που διοργανώνει το Έλληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο με τίτλο «Η Ελλάδα στο Επίκεντρο Γεωπολιτικών και Μεταναστευτικών Εξελίξεων- Η Ασφάλεια στη Ν.Α. Ευρώπη» μίλησε ο Γιάννης Κεφαλογιάννης.
Συμμετέχοντας στην Ενότητα «Η διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος ως θέμα ευρωπαϊκής ασφάλειας» ο Ρεθεμνιώτης βουλευτής και τομεάρχης Εξωτερικών της Νέας Δημοκρατίας αναφέρθηκε στην ανάγκη κατανόησης των κινήτρων της ισλαμικής τρομοκρατίας, τους τρόπους καλύτερης επιτήρησης των συνόρων, τον ρόλο του ΝΑΤΟ και της FRONTEX. Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης ο πρέσβης των Η.Π.Α. στην Ελλάδα κ. David Pearce, o κ. Θάνος Ντόκος, γεν. διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ και ο κ. Γρηγόρης Αποστόλου, επικεφαλής του γραφείου της FRONTEX στην Ελλάδα.
Μεταξύ άλλων στην τοποθέτηση του ο κ. Κεφαλογιάννης ανέφερε: «Αν το καλοσκεφτούμε στο μεταναστευτικό η ασφάλεια είναι προαπαιτούμενο για όλα τα άλλα: Την αποδοχή του Άλλου. Την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστών. Τη ενσυναίσθηση ότι πολλοί από αυτούς είναι πρόσφυγες που έφυγαν για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει η Ελλάδα είναι να επιβάλλει κάποιες αρχές υποχρεωτικής συνύπαρξης των Ελλήνων με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Μια κοινωνία τρομαγμένη από το χάος των τελευταίων ημερών σύντομα θα μετατρέψει τη συμπάθεια της σε εχθρότητα. Και όταν μια κοινωνία φοβάται θα βρίσκονται πάντα δίπλα της «πρόθυμοι» να εκμεταλλευθούν την ανασφάλεια και τις φοβίες και να ζητήσουν από τους πολίτες να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους. κρίσιμο για την εσωτερική ασφάλεια είναι η κατανόηση της νοοτροπίας, της δομής και της λειτουργίας της ισλαμιστής τρομοκρατίας. Στην Ελλάδα παρατηρείται ένας εφησυχασμός ο οποίος απορρέει από μια στρεβλή ερμηνεία των κινήτρων της τρομοκρατίας. Η ερμηνεία αυτή απορρέει από ένα μανιχαϊστικό σχήμα το οποίο θέλει τη Δύση «δήμιο» «άρπαγα» και «κλέφτη» όπου απέναντί της ορθώνεται η εξέγερση των φτωχών, ληστευμένων και καταπιεσμένων, που μετατρέπονται σε εκδικητές. Στο διανοητικό αυτό σχήμα, το οποίο δυστυχώς ενυπάρχει στο μυαλό πολλών στελεχών της Κυβέρνησης η Ελλάδα δεν έχει θέση. Δεν είναι έτσι όμως. Ο εφησυχασμός, δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση. Απαιτείται αντίθετα κατανόηση από τις υπηρεσίες Ασφαλείας των κινήτρων της ισλαμικής τρομοκρατίας και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά με διείσδυση και όσμωση με το μουσουλμανικό στοιχείο που θα της επιτρέπει προληπτικά να εντοπίσει και να απομονώσει τα ακραία στοιχεία της.
Η χώρα μας θα μπορούσε να αξιοποιήσει τις υφιστάμενες δομές χερσαίας επιτήρησης στα νησιά και να τις ενισχύσει με τη δημιουργία ενός δικτύου θαλασσιών και εναέριων μέσων που θα ανατροφοδοτούσε το ΝΑΤΟ και τη FRONTEX με τη παροχή πληροφοριών σχετικά με τη παράνομη διακίνηση μεταναστών από τις ακτές της Τουρκίας.
Μια ευρωπαϊκή ζώνη που καταργεί τα εσωτερικά σύνορα των κρατών μελών της και δεν προβλέπει κοινές δομές και μηχανισμούς φύλαξης των εξωτερικών συνόρων της αποτελεί μια αντίφαση εξ ‘ορισμού. Η λήψη απόφασης για την ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής και Συνοριοφυλακής θα πρέπει να ολοκληρωθεί και να καταστεί λειτουργική εντός του 2016. Για όσο αυτό δεν συμβαίνει η Ευρώπη θα καθίσταται έρμαιη των εκβιασμών ή για να το πω πολιτικώς ορθά των «διαθέσεων» τρίτων μερών όπως η Τουρκία.
Παραδόξως, όσοι πρόσφυγες περνούν από την Τουρκία στα νησιά, το καταφέρνουν εκεί όπου περιπολούν τα πλοία της δύναμης του ΝΑΤΟ και όχι εκεί που απουσιάζουν. Νοτίως της Σάμου, εκεί δηλαδή που ξεκινούν τα Δωδεκάνησα, σημειώνονται σχεδόν μηδενικές ροές προσφύγων. Προφανώς κάτι σημαίνουν όλα αυτά για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών που κάνει η Τουρκία σε σχέση με τις γεωπολιτικές της επιδιώξεις στο Αιγαίο και δη τα Δωδεκάνησα.
Με περίπου 5.000 Ευρωπαίους υπηκόους να έχουν ενταχθεί στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους και περίπου 40.000 υπόπτους για συμμετοχή σε δίκτυα διακινητών μεταναστών που τζιράρουν 3 με 5 δισ. ευρώ τον χρόνο κανείς δεν μπορεί να ελπίζει ότι μια χώρα θα τα βγάλει πέρα μόνη της. Η συνεργασία επομένως μεταξύ των ευρωπαϊκών υπηρεσιών ασφαλείας είναι επιβεβλημένη: στην καταγραφή και την ταυτοποίηση όσων εισέρχονται, στη διασταύρωση των στοιχείων ανάμεσα στις εθνικές και τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες, στην άμεση ενημέρωση με όσο το δυνατόν λιγότερη γραφειοκρατία, στον εντοπισμό των οικονομικών συναλλαγών και των κερδών από την παράνομη διακίνηση».