Η περίπτωση της δασκάλας στη Γαύδο που άφησε ξεκρέμαστους τους τρεις μαθητές της και επέστρεψε στην οικογένειά της ανέσυρε από την αχλύ των αφηγήσεων που αποτελούν μια πλούσια παρακαταθήκη στην άκρη του μυαλού μου, τις περιπέτειες των εκπαιδευτικών μιας άλλης εποχής.
Ιδιαίτερα για τη γυναίκα εκπαιδευτικό η ζωή δεν ήταν ρόδινη κυρίως, όταν αποφάσιζε να κάνει οικογένεια.
Είναι γεγονός ότι με την απελευθέρωση της Κρήτης και την ένωση με την Ελλάδα, αρκετές κοπέλες μεγάλων οικογενειών του Ρεθύμνου ακολούθησαν παιδαγωγικές σπουδές. Με τον γάμο τους όμως αφοσιώθηκαν στην οικογένειά τους και στην κοινωνική και πολιτιστική προσφορά ως δραστήρια μέλη σωματείων.
Αυτές οι κυρίες ήταν οι τυχερές. Αλίμονο σ’ εκείνες που με τη «χαλάρωση» των δογματικών αντιλήψεων της πατριαρχίας, αποφάσισαν να συνεχίσουν την καριέρα τους με την σύμφωνη γνώμη του συζύγου που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν κι αυτός εκπαιδευτικός.
Επειδή το θέμα είναι εξαιρετικά λεπτό, αποφεύγουμε να προσδιορίσουμε ακριβώς τις εποχές. Άλλωστε για το συναξάρι αυτών των εκπαιδευτικών γράφουμε και δεν θα σταθούμε σε γεγονότα που θα «ξύσουν» πληγές.
«Από «κόσκινο» μετά το πρώτο «Χαίρω πολύ»
Γεγονός είναι ότι κάθε δασκάλα που είχε οργανική θέση στην ύπαιθρο, φθάνοντας εκεί είχε να αντιμετωπίσει την αξιολόγηση ενός εκάστου παράγοντα χωριστά. Για κάμποσες μέρες ήταν το αντικείμενο κάθε συζήτησης, πολύ φυσικό για μικρές κοινωνίες που δεν είχαν καν μέσα ενημέρωσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι κάτοικοι του χωριού δεν της έδειχναν την πατροπαράδοτη φιλοξενία που ήταν άγραφος νόμος σε κάθε περιοχή του νησιού μας.
Στο παρασκήνιο όμως γινόταν αρκετή συζήτηση με στόχο τη συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων πληροφοριών για το «ποιόν» της δασκάλας ιδιαίτερα αν επρόκειτο για «ξενομερίτισσα».
Και σε κρίσιμες εποχές που έπρεπε με κάθε θυσία να αποδεικνύεις την «εθνική» σου ταυτότητα τα πράγματα για τις δασκάλες, όπως και για τους άρρενες συναδέλφους τους, δεν ήταν τόσο ευχάριστα. Ιδιαίτερα αν οι δύσμοιροι εκπαιδευτικοί άφηναν έστω κι ένα μικρό περιθώριο να φανεί η ενεργός τους δράση και στο πολιτικό σκηνικό ή παρασκήνιο.
«Τα εύκολα θύματα»
Γυρίζοντας χωριό-χωριό εδώ και σαράντα χρόνια και ακούγοντας μύρια όσα μπορώ να καταλάβω ότι και κείνες τις εποχές που δοκιμαζόταν η εθνική ομοψυχία οι πάντες αναζητούσαν εύκολα θύματα για να εξυπηρετήσουν εαυτούς και οικογενειακές καταστάσεις ανάλογα από την εξάρτηση με την ισχύουσα κατάσταση. Μάλλον πως τότε ίσχυε όσο ποτέ το «ουδείς εκών κακός» οπότε ανάγκα και «οι φάκελοι αυξάνονταν και πληθύνονταν »
Αν οι σημερινοί 65άρηδες plus έπρεπε να διαθέτουν παρρησία για να εκφράσουν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις ευθαρσώς σκεφτείτε τι γινόταν τις πιο σκοτεινές περιόδους.
Μέγας εφιάλτης ο επιθεωρητής
Ο μεγάλος εφιάλτης κάθε δασκάλου ήταν ο επιθεωρητής. Θα χρειαζόμουν τόμους για να καταγράψω όσα άκουσα από τον εκλεκτό εκπαιδευτικό και συγγραφέα κ. Μαρίνο Γαλανάκη (τον περίφημο Αρκάδιο Πηγαίο) για τον επιθεωρητή που δυνάστευε τον κλάδο εξασφαλίζοντας και με το παραπάνω το ευ ζην.
Ο κύριος αυτός είχε δικούς του κανόνες για την αξιολόγηση κάθε δασκάλου. Ανάλογα με το ρεγάλο που μπορούσε να προσφέρει ένας έκαστος είχε και την ανάλογη μεταχείριση. Ο κρατικοδίαιτος λοιπόν επιτηρητής των λειτουργών της γνώσης απευθυνόταν σε μισθοσυντήρητους φαμελίτες εκπαιδευτικούς και ζητούσε ανάλογα με τις δικές του ανάγκες διάφορα αγαθά αδιαφορώντας αν ο καημένος ο δάσκαλος είχε να του τα προσφέρει.
Εύρισκε όμως και παίδευε τους ανθρώπους ο επιθεωρητής εκείνος. Φυσικά δεν είναι σωστό να γενικεύσουμε. Όλα τα δάκτυλα δεν ήταν ίδια στην κάθε Επιθεώρηση. Υπήρξαν και επιθεωρητές αδάμαντες όπως και να το κάνουμε.
Ήταν άσκημες εποχές κι αν δεν είχες και πλάτες βουλευτή ήσουν πραγματικά χαμένος.
« Μικρομάνες στα σύνορα»
Ο μεγάλος όμως Γολγοθάς ήταν για τις μικρομάνες.
Αμέτρητες κυρίες με βρέφη στην αγκαλιά αναγκάζονταν να πηγαίνουν σε οργανικές θέσεις ακόμα και στα σύνορα, όπου βόλευε τους κρατούντες για να υπηρετήσουν. Έμενε πίσω ο σύζυγος να αγωνιά αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά Και μιλάμε για εποχές που ακόμα και το τηλέφωνο ήταν πολυτέλεια και τα υπεραστικά γίνονταν με πρόσκληση από τον ΟΤΕ.
Ζητούσες δηλαδή το νούμερο από το τηλεφωνικό κέντρο και περίμενες να χτυπήσει το τηλέφωνο για να συνδεθείς και να μιλήσεις. Πότε βρισκόταν το ανδρόγυνο; Αυτό ήταν μια ακόμα πονεμένη ιστορία.
Η δασκάλα της ταλαιπωρίας λοιπόν αφηνόταν στην καλή της τύχη για να δρομολογήσει τη ζωή της στον τόπο της «εξορίας» της. Ο μισθός δεν έφτανε για επιβίωση. Για αμοιβή νταντάς ούτε λόγος. Αν βρισκόταν καμιά πονόψυχη γυναίκα να κρατά μερικές ώρες το παιδί πήγαινε καλά. Διαφορετικά η δύσμοιρη μάνα έπρεπε να βρει λύση για να βολέψει όλες τις καταστάσεις. Και να δεις που όταν έφευγαν αυτές οι βασανισμένες δασκάλες για επιστροφή στον τόπο τους έκλαιγε όλο το χωριό. Γιατί κατέθεταν ψυχή στο καθήκον κι ας περνούσαν τόση δοκιμασία μακριά και από τη συζυγική εστία.
Έχω καταγράψει πολλές κυρίες να αφηγούνται αυτές τις περιπέτειες στην κάμερα εκπαιδευτικούς που διακρίθηκαν και είχαν εφ όρου ζωής την εκτίμηση της τοπικής κοινωνίας. Ίσως κάποτε να τα εκδώσω στη μνήμη εκείνων των διδασκαλισσών του χρέους και της αφάνταστης ταλαιπωρίας.
Στα χρόνια της Κατοχής
Όσο για την περίοδο της Κατοχής μπορούμε να φανταστούμε ποια ήταν η θέση των εκπαιδευτικών.
Χρέος τους ανέκαθεν ήταν να επιτηρούν τους μαθητές τους και εκτός σχολείου. Και αυτό έκαναν. Πόσες φορές όμως δεν κινδύνευσαν να συλληφθούν οι ίδιοι όταν οι μαθητές τους προσπαθούσαν να κάνουν αντίσταση χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες;
Γιατί το θεωρούσαν υποχρέωση να βοηθήσουν αυτά τα παιδιά που τους έκαναν τόσο περήφανους πραγματικά με τους μικρούς ή μεγάλους αγώνες τους για τη λευτεριά.
Κι έτυχε -εδώ τα μάτια δεν μπορούν να μείνουν αδάκρυτα- να βρεθούν στην ίδια σειρά για εκτέλεση καθηγητής και μαθητής τον Αύγουστο του 1944 στο Γερακάρι.
Καθηγητής και μαθητής στο απόσπασμα
Αξίζει να μνημονεύσουμε ξανά το συναξάρι τους.
Ο Γεώργιος Τουρνάκης, γιος δασκάλου, γεννήθηκε στο Πετροχώρι το 1903, όπου και παρακολούθησε τα μαθήματα του δημοτικού. Το 1922 τελειώνει το Γυμνάσιο Ρεθύμνου και εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας ανακηρύσσεται πτυχιούχος το 1931, υπηρετώντας ενδιαμέσως την στρατιωτική του θητεία και εργαζόμενος στο τελωνείο του Πειραιά. Εργάζεται κατόπιν ως φροντιστής στο Ρέθυμνο και το 1934 διορίζεται στο Γυμνάσιο της Αλεξανδρούπολης, από όπου μετατίθεται και υπηρετεί στα Γυμνάσια Αρρένων και Θηλέων Ρεθύμνου. Ο πρόωρος θάνατός του μάλιστα τον βρίσκει να προσφέρει πρόσθετες εθελοντικές υπηρεσίες ως επιμελητής αρχαιοτήτων του νομού Ρεθύμνου. Οπλισμένος με γερή επιστημονική συγκρότηση και εξαιρετική διδακτική δεξιοτεχνία ήταν δάσκαλος λαμπρός και συναρπαστικός, όπως δηλώνουν οι καλύτεροι κριτές που είναι οι μαθητές. Έχει ακουστεί από πολλούς μαθητές της εποχής του, ότι «αν έλειπεν ο Τουρνάκης δεν θα είχα τελειώσει το Γυμνάσιο». Ως επιμελητής αρχαιοτήτων του νομού Ρεθύμνης, ευθύς ως εκηρύχθη ο πόλεμος, συσκεύασε τα εκθέματα του Μουσείου Ρεθύμνου, σχεδόν όλα και ιδίως όσα είχαν ιδιαίτερη αξία, και τα απόκρυψε μέσα ση γη, «τα ‘θαψε».
Με την εισβολή των Γερμανών στο Γερακάρι στις 22 Αυγούστου 1944 συνελήφθη με τον μαθητή του Γεώργιο Μαρνιέρο πρωτότοκο γιο του απότακτου κατά το κίνημα του 35 αξιωματικού της Χωροφυλακής Αποστόλου Μαρνιέρου και της Αθηνάς, κόρης του Παπά-Νικολή Γενεράλη, οπλαρχηγού στην Κρητική Επανάσταση του 1896 Μιλούσε λιτά και κοφτά, σχεδόν κατηγορηματικά, και όσα έλεγε εχρωματίζοντο από το χαρακτηριστικό μέταλλο της φωνής του, που τον έκανε ελκυστικότερο. Εκείνη την αποφράδα της 22 Αυγούστου του 44 η μάνα του έφερε τα πάνω κάτω για να τον ντύσει γυναίκα, μήπως και σωθεί, η απάντηση του ήταν: -Δε γκξεγιβεντίζομαι-. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά, και η μοιραία, που χάλασε χατίρι της μάνας του.
Γεώργιος Αποστόλου Μαρνιέρος*
Αν όμως για τον δάσκαλο καθηγητή είχαμε συγκεκριμένα γεγονότα για να διαγράψομε την άξια προσωπικότητά του, ποια λόγια και ποια συναισθήματα και ποιες κρίσεις είναι δυνατόν ν’ αποδώσουν την εικόνα αγαπημένου φίλου και αγαπημένου συμμαθητή, που ο αχόρταγος θάνατος ανάρπασε από την αγκαλιά της στοργικής του μάνας και από την αλησμόνητη μαθητική συντροφιά των τρομακτικών κατοχικών χρόνων και μάλιστα πριν ηλικίας και γονέων πρότερον; Ποιος λόγος και ποια ποίηση ή ποιος ζωγραφικός χρωστήρας μπορεί ν’ αποδώσει τους θείους ιμέρους, τα όνειρα και τα οράματα, όταν ροδίζει η εφηβική αφύπνιση, τότε που σώμα και ψυχή και πνεύμα αναταράσσονται από την υπερκόσμια Δύναμη της Δημιουργίας;
Ο Γιώργης Μαρνιέρος, γιος πρωτότοκος του απότακτου κατά το κίνημα του 35 αξιωματικού της Χωροφυλακής Αποστόλου Μαρνιέρου και της Αθηνάς, κόρης του Παπά-Νικολή Γενεράλη, οπλαρχηγού στην Κρητική Επανάσταση του 1896, γεννήθηκε στο Γερακάρι, όπου παρακολούθησε μέχρι και την τετάρτη τάξη το δημοτικό. Εισάγεται ύστερα και με καλή σειρά στο τότε οκτατάξιο γυμνάσιο Ρεθύμνου, όπου δεν αργεί να διακριθεί για το ήθος και την επίδοσή του στα μαθήματα και να βρεθεί κατά το νόμο της φυσικής επιλογής στην πρωτοπορία της τάξης μας. Συνέπιπταν μάλιστα τα σωματικά και ηθικά και πνευματικά προσόντα του κατά την σπάνια και χαρισματική συγκρότηση του καλού καγαθού. Από τους πιο ψηλούς συμμαθητές μας με συμμετρικό σύνολο, δηλαδή αθλητικό, μελαχρινός, με ελαφρώς επίμηκες τριγωνικό πρόσωπο, φαρδύ αλλά όχι υψηλό μέτωπο, με βηματισμό σταθερό και ανοικτό. Χωρίς να λέει λέξη, δεν ήταν ευχαριστημένος -και ποιος ήταν- γιατί τότε μας κούρευαν σύρριζα -ήταν δα και το σχολείο γεμάτο ψείρες και σαπούνι που να βρεις- και μόλις τα μαλλιά του μεγάλωναν -και όλων μας- τά κανε χωρίστρα απ’ αριστερά. Ευσταλής και ευειδής παρουσίαζε στις κινήσεις και ο βάδισμά του μια ανάλαφρη παρακολουθητική μυική σύσπαση ολοκλήρου του σώματός του, προσθέτοντας την εντύπωση της χάρης και της επιβολής στο ωραίο παράστημα. Αν και μεταξύ των πρώτων της τάξης ουδέποτε και εις ουδεμία περίπτωση κατελήφθη επαιρόμενος, πλην χωρίς μίσος δια τους επηρμένους.
Ολιγόλογος, όσον οι πραγματικά ώριμοι και οι πραγματικά σοβαροί, διατύπωσε τις σκέψεις και τις αντιρρήσεις του χωρίς πρόκληση ή εριστικότητα. Μιλούσε λιτά και κοφτά, σχεδόν κατηγορηματικά, και όσα έλεγε εχρωματίζοντο από το χαρακτηριστικό μέταλλο της φωνής του, που τον έκανε ελκυστικότερο. Όταν ένας Καθηγητής της Γυμναστικής, διαβάζοντας τον κατάλογο, στάθηκε στο όνομά του και του είπε ότι, αν αλλάξει ένα-δυο γράμματα, στο επίθετό του, θα είχαν το ίδιο επίθετο, τότε ο Γιώργης, το Μαρνιεράκι, απάντησε ήρεμα «Καλό είναι, Κύριε, και το δικό μου». Ο δωριέας έφηβος είχεν έμφυτο το λακωνίζειν. Και όταν ήλθεν η αποφράδα της 22 Αυγούστου του 44 και η μάνα του έφερε τα πάνω κάτω για να τον ντύσει γυναίκα, μήπως και σωθεί, η απάντηση του ήταν: -Δε γκξεγιβεντίζομαι-. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά, και η μοιραία, που χάλασε χατίρι της μάνας του.
Έκκληση για βοήθεια στη Μονή Πρέβελη
Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τη ζωή και τις δυσκολίες των καθηγητών στη διάρκεια της κατοχής έχουμε από τον εκλεκτό λόγιο και συγγραφέα του τόπου μας κ.Μανόλη Κούνουπα, από τις εγκυρότερες πηγές ιστορικών στοιχείων. Μας είχε πει σχετικά:
«Σε κατάσταση έσχατης ένδειας είχαν φθάσει και οι εκπαιδευτικοί μας την περίοδο της Κατοχής .Τα σχολεία την περίοδο 1941 -1942 δεν λειτούργησαν Μετά που άρχισαν πάλι να μισθοδοτούνται ο πληθωρισμός δεν επέτρεπε με την νομισματική υποτίμηση ούτε την αγορά μιας οκάς λαδιού Είδε κι απόειδε ο σύλλογος των καθηγητών και πήρε τη μεγάλη απόφαση Έστειλε ένα υπόμνημα στη Μονή Πρέβελη με το οποίο ζητούσε μια συνδρομή από το βρισκούμενο Δεν μπορούσαν άλλο ν’ αντέξουν την πείνα που τους βασάνιζε. Και ο Ηγούμενος ανταποκρίθηκε αμέσως.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και μια μέρα στο διάλειμμα άρχισαν να μπαίνουν από την κεντρική είσοδο του Γυμνασίου στην Κουντουριώτου, επτά γαϊδουράκια κατάφορτα με τρόφιμα και κανίστρες με λάδι.
Τα συνόδευαν αγωγιάτες και δυο καλογεροπάιδια Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται πανηγύρι σωστό. Τα παιδιά που αφορμή ζητούσαν του; επεφύλαξαν αποθεωτική υποδοχή Τα χάιδευαν, τους μιλούσαν, τραβούσαν τ’ αυτιά τους, τα φιλούσαν, χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους.
Τα ζώα οδηγήθηκαν στη συνέχεια από δυο παιδιά στο σπίτι του καθηγητή Τυράκη. Στην αποθήκη του σπιτιού του άδειασε το πολύτιμο εμπόρευμα που έκανε τους καθηγητές να δακρύσουν από ευγνωμοσύνη.
Όπως αναφέρει στη συνέχεια ο κ. Κούνουπας, άλλη μια πηγή εφοδιασμού τροφίμων για τους καθηγητές ήταν οι οικογένειες των μαθητών. Όποτε ζητούσαν κάτι έσπευδαν οι γονείς να ανταποκριθούν με το κατά δύναμη.
Η συνηθισμένη τώρα αμοιβή των καθηγητών για τους μαθητές που προήρχοντο από χωριά ήταν μια δυο μπουκάλες λάδι και καρπός (στάρι, κριθάρι) όσπρια, πατάτες, κρεμμύδια αλλά και κοτόπουλα, κουνέλια, αυγά Κάθε προσφορά ήταν ευπρόσδεκτη και σε ξηρούς καρπούς και σταφίδες ενώ ο γιος του «αλατσά» (προϊσταμένου του μονοπωλείου άλατος) έκανε το καθήκον του φέρνοντας … αλάτι.
Όσο για τον κ. Μανόλη Κούνουπα τους έφερνε συνήθως κάτι πολύτιμο για την εποχή όπως ήταν το …κινίνο
Αυτά ζούσαν κάποτε οι εκπαιδευτικοί μας. Κι όμως σ’ αυτούς οφείλουμε τις μετέπειτα φωτεινές μορφές που δόξασαν τη χώρα μας στις επιστήμες και τα γράμματα. Και τους είμαστε ευγνώμονες για τη μεγάλη εθνική προσφορά τους.
ΠΗΓΕΣ:
* Μαρτυρίες από εκπαιδευτικούς σε έρευνα που έγινε την δεκαετία του 1980
* Μαρτυρία Μανόλη Κούνουπα στη διάρκεια συνέντευξης με θέμα «Όσα πέρασα, ό,τι έζησα, κι ό,τι πόνεσα»
* Ομιλία Χρίστου Μακρή στη διάρκεια τιμητικής εκδήλωσης για Τουρνάκη Μαρνιέρο (αίθουσα Περιηγητικής Λέσχης στις 20-5-19940
* Περιοδικό ΚΟΥΡΗΤΗΣ (Αθήνα 1995).