Οι παραστάσεις με τις οποίες αντιλαμβανόμαστε τον επιχειρούμενο συμβιβασμό στο όνομα της ΠΓΔΜ είναι πολύ βεβαρυμμένες: καταρχάς συνδέονται – πολύ πριν από τους βαλκανικούς πολέμους- με επιδρομές για προσάρτηση στη Βουλγαρία του κύριου όγκου της ελληνικής Μακεδονίας, στην οποία υπήρχαν ανάμεικτοι πληθυσμοί. Το ευτύχημα για τη σημερινή ελληνική Μακεδονία του 51% της ομώνυμης γεωγραφικής περιοχής είναι ότι με τα κεκτημένα των Βαλκανικών πολέμων, ο Ελ. Βενιζέλος «ενσφήνωσε» μετά το 1923 έλληνες πρόσφυγες στις περιοχές όπου υπήρχαν «συμπαγείς αλλογενείς πληθυσμοί» (Μαυρογορδά-τος, 2017: Μετά το 1922… σελ. 292-298). Είναι ευνόητο να προϋπάρχουν βαριές μνήμες από αλυτρωτικές τάσεις. Οι τελευταίες αναβίωσαν με την ιδεολογική προπαγάνδα της ΠΓΔΜ μετά το 1992, μαζί με τάσεις παραχάραξης της ιστορικής πραγματικότητας στη Μακεδονία.
Αντί να επαναλάβω τους γνωστούς ισχυρισμούς για την λεγόμενη (σλαβική) «μακεδονική γλώσσα», θα επιχειρήσω μια ιστορική σύγκριση: Ο μεγάλος γερμανός φιλόσοφος Καντ γεννήθηκε και έδρασε στο Κένιγκσμπεργκ της Ανατολικής Πρωσίας, που το 1945 περιήλθε στην ρωσική επικράτεια και μετονομάστηκε Καλίνινγκραντ. Πώς θα ένοιωθαν άραγε οι Γερμανοί – και όχι μόνο – αν η γεωγραφική περιοχή περί το αρχικό Κένιγκσμπεργκ αποσχιζόταν από τη ρωσική επικράτεια και ανακηρυσσόταν «Δημοκρατία της Πρωσίας» με επίσημη γλώσσα τα «πρωσικά» (!) και τον ισχυρισμό ότι ο Καντ ήταν ρωσοπρώσος; Το υποθετικό αυτό σενάριο δείχνει, συγκριτικά, πως η παραχάραξη της ιστορίας με τη λεγόμενη «μακεδονική γλώσσα» κ.λπ. δεν μπορεί να συνεχιστεί. Εκτός κι αν η γλώσσα αυτή ορίζεται ως «σλαβομακεδονική», που μπορεί να συνυπάρχει με την «αλβανική» των αλβανόφωνων.
Βέβαια, οι Σλάβοι που άρχισαν να εξαπλώνονται στη Μακεδονία τον 7. αιώνα δεν είναι οι πρώτοι, ούτε οι τελευταίοι που άρχισαν να ονομάζονται με το όνομα της γεωγραφικής περιοχής στην οποία εγκαταστάθηκαν. Ούτε είναι επίσης οι πρώτοι που φιλοδοξούσαν να ταυτίζονται με κάποιους ονομαστούς προγόνους, ακόμη κι αν δεν ήσαν δικοί τους. Για παράδειγμα, οι Ρωμαίοι υποστήριζαν ότι κατάγονται από τους Τρώες. Οι ιστορικά βεβαρυμμένες μνήμες στην ελληνική Μακεδονία του 51% της ομώνυμης περιοχής μάς εμποδίζουν να δούμε, ψύχραιμα, τα εξής: Οι κάτοικοι της ΠΓΔΜ έχουν, επίσης, γενεές γενεών γαλουχηθεί, στο να ταυτίζονται με το όνομα της γεωγραφικής περιοχής στην οποία κατοικούν. Αν δεν υπάρχουν λοιπόν αλυτρωτισμοί και παραχαράξεις της ιστορίας σίγουρα μπορούμε να συνυπάρχουμε με ένα φιλικό κράτος «Gorna Macedonian ή Novamacedonian, πολύ δυσκολότερα όμως με ένα κράτος με το σκέτο «Μακεδονία». Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί συμπατριώτες μας βλέπουν μόνο συναισθηματικά το ζήτημα, έχοντας παραπλανηθεί από ορισμένους ταγούς, κομματικούς δημαγωγούς και επιχειρηματίες των ΜΜΕ: Πού έγκειται η παραπλάνηση; Ενώ σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες κάθε κράτος μπορεί να επιλέξει το όνομά του και γύρω στα 140 κράτη – μεταξύ αυτών, η Ρωσία, η Αμερική και η Κίνα – έχουν ήδη αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ ως Δημοκρατία της Μακεδονίας, πολλοί από εμάς ζουν με την πλάνη ότι …μόνο η Ελλάδα μπορεί να δώσει ή να αρνηθεί το όνομα!! Αυτό αποτελεί αυταπάτη, την οποία τροφοδοτούν όλοι όσοι καλλιεργούν ψεύτικες ελπίδες – από άγνοια ή για ιδιοτελείς και κομματικούς λόγους: μήπως θέλουν να βλέπουμε το Μακεδονικό και γενικά την πολιτική, όχι με τη λογική, αλλά μόνο με το συναίσθημα και το θυμικό ώστε να μας έχουν υποχείριους;
Όσο κι αν ο πρωθυπουργός θέλησε να εκμεταλλευτεί μικροπολιτικά τον συμβιβασμό στο όνομα, είναι γεγονός ότι σήμερα έχουμε μάλλον την τελευταία ευκαιρία για να απεγκλωβιστούμε από την επιζήμια πλάνη πως μόνο εμείς μπορούμε να αποφασίσουμε για το όνομα της ΠΓΔΜ – ενάντια σ’ όλο τον άλλο κόσμο! Αν συνεχίσουμε και εδώ τη γνωστή «εθελοτυφλία» μας, τότε η ΠΓΔΓ θα κρατήσει για πάντα το σκέτο όνομα «Μακεδονία» – κι ας λέμε εμείς ό,τι θέλουμε. Δυστυχώς εθελοτυφλούμε για το Μακεδονικό, όταν δεν έχουμε ακόμη ξεπεράσει τη βαθύτερη οικονομικοπολιτική κρίση και, κυρίως: όταν ο Ερντογάν απειλεί και εκβιάζει επιθετικά την Ελλάδα και την Κύπρο. Φαίνεται πως ο ίδιος έχει λόγους να μη θέλει λύση στο όνομα της ΠΓΔΜ, ούτε και την είσοδό της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Θέλουμε λοιπόν να σπρώξουμε την ΠΓΔΜ στην αγκαλιά του;
Ο Στέλιος Χιωτάκης, είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης