Το διαβάσαμε κι αυτό. Ο αείμνηστος Νομπέλ Αρμάν δεν ήταν, λέει ο τότε δήμαρχος κύριος Δημήτρης Αρχοντάκης, εργαζόμενος στον Δήμο αλλά «ευχάριστος συνομιλητής», «επικοινωνιακός τύπος», «φίλος», «άτυπος συνεργάτης», που «προσφέρθηκε να συμβάλει στις πολιτιστικές δραστηριότητες του Δήμου», γι’ αυτό κι εκείνος, ως ελεήμων που ήταν πάντα, του παραχώρησε στο Δημαρχείο «ένα γραφείο κι ένα τηλέφωνο για τις επικοινωνίες του». Ο Νομπέλ δεν εργαζόταν, λέει, για τον Δήμο Ρεθύμνης αλλά για τον εαυτό του, αφού «τα μόνα προγράμματα που πρότεινε και στήριξε ο Δήμος καθ’ υπόδειξη του Νομπέλ και τα χειρίστηκε ο ίδιος ήταν η Ευρωπαϊκή Πόλη της Μουσικής και η δημιουργία Μουσείου Καμπανών». Και παρότι τα προγράμματα αυτά δεν χρηματοδοτήθηκαν ποτέ, ο φιλάνθρωπος δήμαρχός μας τον εγκατέστησε «κοντά στο σπίτι του» (πληρώνοντας προφανώς από την τσέπη του το νοίκι…), απ’ όπου πήγαινε και έπαιρναν, γράφει, «καθημερινά πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό». Αφήστε που κουβαλούσε σε μια τσάντα άπλυτα τα ρούχα του και τα έπαιρνε «σε μια άλλη πλυμένα και σιδερωμένα».
Σ’ ευχαριστώ, λοιπόν, κύριε τέως δήμαρχε, που ήσουν τόσο καλόκαρδος, που μάζεψες κοντά σου έναν άνθρωπο αποτυχημένο, με πτυχία ψυχολογίας στη Γαλλία, κοινωνιολογίας στο Βέλγιο, φιλοσοφίας στην Ελβετία και μουσικής στη Βοστώνη και μεταπτυχιακές σπουδές στο Μπαϊρόιτ και στη Σιένα, που είχε δημιουργήσει πανεπιστημιακές συμφωνικές ορχήστρες στη Γαλλία, στη Γερμανία και στις ΗΠΑ, που ήταν πολύγλωσσος και που πριν από το Ρέθυμνο δούλευε στα πολιτιστικά του Δήμου Αθηναίων. Σ’ ευχαριστώ που του προσέφερες στην πόλη μας εκείνο που αναζητούσε, όχι δουλειά για να μπορέσει να ζήσει σε μια χώρα με την οποία ήταν ερωτευμένος αλλά «μια ζεστή φιλική οικογένεια». Εκτιμώ που δεν απάντησες στις κακοήθειές μου τότε που τις δημοσίευσα για πρώτη φορά, πριν από δέκα και κάτι χρόνια, στις 15 Ιανουαρίου 2004, σε όλες τις ρεθεμνιώτικες εφημερίδες, τότε που ζούσε ο Νομπέλ, αλλά τώρα που είναι νεκρός και δεν μπορεί να μιλήσει. Δεν πειράζει που δεν του πρόσφερες υπαλληλική σχέση, όπως το είχες κάνει με τόσους και τόσους άλλους (εντελώς κατά τύχη ψηφοφόρους εκείνους). Που τους την πρόσφερες αφειδώλευτα, αν και για πολλούς από αυτούς, ίσως, το θεσμικό πλαίσιο επίσης δεν θα επέτρεπε να «καλυφθούν υπηρεσιακά». Άλλωστε γι’ αυτό δεν είχαν φτιαχτεί οι κάθε μορφής «αναπτυξιακές επιχειρήσεις»; Δεν πειράζει που είχε καταφύγει εδώ και καιρό στον Συνήγορο του Πολίτη, ζητώντας να του αναγνωρισθούν τα χρόνια εργασίας του, ώστε μαζί μ’ εκείνα της Γαλλίας να του εξασφαλίσουν μια ελάχιστη σύνταξη, ώστε να κλείσει τα μάτια του με αξιοπρέπεια.
Ζηλεύω μόνο, κύριε δήμαρχε, που δεν μπορώ κι εγώ να έχω έναν «πολύτιμο συνεργάτη», που να μου κάνει «μετάφραση των γαλλικών» μου, που να αναλαμβάνει «την οργάνωση των ταξιδιών μας στην Ευρώπη» και που να μου διαθέτει τον «ευρύ κύκλο γνωριμιών» του, έναντι μιας «γκαρσονιέρας», τροφής, πλυσίματος ρούχων και συστέγασης σ’ ένα γραφείο ενός δημοτικού καταστήματος. Ενός δημαρχείου μιας πόλης που ονομάζεται ιστορικά «Ντάρα Μανέλα», κι όλα αυτά στα χρόνια όχι πριν από την κατάργηση της δουλείας τον 18ο αιώνα αλλά τον 21ο.
Υ.Γ.1 Τώρα που γράφω αναρωτιέμαι, αν «στεγάσω» κι εγώ χρησιμοποιήσω για μια δεκαετία στο γραφείο μου έναν τέτοιο άνθρωπο και μου κάνει έφοδο η Επιθεώρηση Εργασίας, θα μπορέσω να επικαλεστώ τα παραπάνω επιχειρήματα ή θα περάσω την ίδια μέρα από αυτόφωρο δικαστήριο; Και αν τολμήσω να επικαλεστώ κι εγώ ότι ο δικός μου «συνεργάτης» δεν είναι εργαζόμενος αλλά ένας «φίλος», θα έρθει να καταθέσει να με αθωώσει με την κατάθεσή του ο κύριος Αρχοντάκης; Κι αν καταφέρω να ξεμπλέξω από εκεί, από το ΙΚΑ, που δεν δέχεται ούτε το γιο μας να μας βοηθά, ποιος θα με ξεμπλέξει, από τις μηνύσεις του για «ανασφάλιστη εργασία»; Κι αν με τις γνωριμίες του ο τέως δήμαρχος κατορθώσει να τους εξευμενίσει κι αυτούς, τι θα γίνει αν τύχει και το δικό μου «διαβατάρικο πουλί» αρρωστήσει βαριά και χρειαστεί να νοσηλευτεί στο Νοσοκομείο για πολλούς μήνες; Ποιος θα πληρώσει ένα λογαριασμό μερικών δεκάδων χιλιάδων ευρώ, εκείνος; Αν το κάνει και επειδή, όπως γράφει, «εκτιμά πολύ τις αρχαιογνωστικές πραγματείες» μου, του υπόσχομαι δημοσίως ότι θα ψάξω τα αρχεία των πραγματειών αυτών, ότι θα ανακαλύψω το «Υπόδειγμα Δελτίου Απελευθερώσεως αιθιόπων» σε νταραμανελίτικη εφημερίδα της δεκαετίας του 1890 και θα αφήσω ελεύθερο τον δικό μου δούλο, έστω με καθυστέρηση ενός αιώνα. Ποτέ και για τίποτα δεν είναι αργά στην «Πολιτεία της Ανοχής»…
Υ.Γ.2 Σε όλες τις περιόδους και σε όλους τους ανθρώπινους πολιτισμούς οι άνθρωποι υποκλίνονταν μπροστά στον θάνατο και ξεχνούσαν για λίγο υποκρισίες και μικρότητες, αναλογιζόμενοι ότι το μόνο σίγουρο είναι ότι όλοι θα δώσουμε κάποια στιγμή το κοινό χρέος. Ο κύριος δήμαρχος γνωρίζει καλύτερα από εμένα ότι ο ίδιος μου είχε ζητήσει το τηλέφωνο του αείμνηστου, όχι για να τον «φιλοξενήσει» αλλά για να μπορέσει να αδειάσει την αποθήκη του και ότι οι τρεις κουτίτσες, τα μοναδικά υπάρχοντά του, φιλοξενούνται από τότε και μέχρι σήμερα σε δική μου αποθήκη. Γνωρίζει επίσης καλά ότι ήταν εκείνος που με πληροφόρησε ότι του είχε δοθεί καταφύγιο σε ένα μοναστήρι καλογραιών στον Κορυδαλλό, εφόσον ο ίδιος δεν μου του είχε αποκαλύψει ποτέ, και εγώ ήμουν δύσπιστος σ’ αυτό. Δεν αγνοεί ότι διατηρούσα στενή σχέση μαζί του και ότι μου είχε εκμυστηρευτεί πολλά, που οι αρχές και η οικογενειακή μου παράδοση δεν θα μου επέτρεπαν ούτε να σκεφτώ να αποκαλύψω. Θα τον παρακαλούσα λοιπόν έστω και τώρα, έστω κι αν δεν είχε σκοπό να γράψει κάτι αν δεν ανασκάλευα δυσάρεστα το παρελθόν, να υπερβεί τον εαυτό του και να οργανώσει με την ιδιότητα του τέως δημάρχου, σαράντα ημέρες μετά την ταφή του ένα φιλολογικό μνημόσυνο. Κι εκεί, την Κυριακή 21 Ιουνίου να βάλουμε στην άκρη τις δυσάρεστες αναμνήσεις, αναγνωρίζοντας απλά το χρέος μας στον μεταστάντα και αναφέροντας μερικούς από τους λόγους για τους οποίους η πόλη μας θα πρέπει να τον θυμάται με ευγνωμοσύνη.
* Ο Χάρης Στρατιδάκης είναι Σχολικός Σύμβουλος-Συγγραφέας