Αναστάτωση επικρατεί στη Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Ρεθύμνου, καθώς επανέρχεται στο προσκήνιο η πιθανότητα ένταξης των εργαζομένων σε καθεστώς διαθεσιμότητας. Η ανασφάλεια των εργαζομένων και η αβεβαιότητα για το εργασιακό μέλλον τους ενισχύθηκε τις τελευταίες μέρες, εξαιτίας της εγκυκλίου, που απέστειλε στη ΔΕΥΑΡ, όπως και στις υπόλοιπες ΔΕΥΑ της χώρας, το υπουργείο Εσωτερικών, σύμφωνα με την οποία η τοπική δημοτική επιχείρηση καλείται να προχωρήσει σε αναλυτική απογραφή του προσωπικού που απασχολεί και να αποστείλει τα σχετικά στοιχεία. Ενώ μέσα στο καλοκαίρι η ΔΕΥΑΡ, μετά από εντολή του υπουργείου, προχώρησε σε γενική καταγραφή του προσωπικού και άλλων στοιχείων της λειτουργίας της, χωρίς ωστόσο να αναφερθούν συγκεκριμένα στοιχεία υπαλλήλων, τώρα το υπουργείο ζητά ονόματα εργαζομένων, θέση εργασίας, προϋπηρεσία, εκπαίδευση κ.α. γεγονός που έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό.
Παρά την υπουργική εγκύκλιο, ωστόσο, η διοίκηση της ΔΕΥΑΡ δεν προτίθεται να αποστείλει στοιχεία απογραφής του προσωπικού της, ακολουθώντας την κοινή γραμμή που θα χαράξουν όλες οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης-αποχέτευσης, επισημαίνοντας στο υπουργείο τρεις βασικούς λόγους, για τους οποίους οι ΔΕΥΑ θεωρούν ότι δεν θα πρέπει να ακολουθηθεί η συγκεκριμένη διαδικασία για τους εργαζόμενούς τους: το προσωπικό των Δ.Ε.Υ.Α. δεν μισθοδοτείται από το δημόσιο, αλλά από ίδια έσοδα, οι Δ.Ε.Υ.Α. δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό και επίσης είναι ανταποδοτικές, διότι για τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους επιβαρύνονται οι δημότες.
Ο πρόεδρος της ΔΕΥΑΡ, Άγγελος Μαλάς, ανέφερε στα «Ρ.Ν.»: «Θα συνταχθούμε με την άποψη των υπολοίπων ΔΕΥΑ της χώρας και δεν θα στείλουμε στο υπουργείο τα στοιχεία που ζητάει. Όλες οι ΔΕΥΑ μαζί θα κινηθούμε οργανωμένα και θα δώσουμε στο υπουργείο τις απαντήσεις που πρέπει.
Η ΔΕΥΑΡ είναι δημοτική επιχείρηση ιδιωτικού δικαίου, με ανταποδοτικούς σκοπούς. Επομένως, δεν καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο ζητείται να γίνει απογραφή προσωπικού όπως στον δημόσιο τομέα. Εμείς ούτε τον κρατικό προϋπολογισμό επιβαρύνουμε, ούτε επιχορηγούμαστε από το υπουργείο.
Αυτό που πάει να γίνει είναι παράλογο. Δυστυχώς το υπουργείο μετράει αριθμούς, όχι ανθρώπους. Η συγκεκριμένη λογική όχι μόνο δεν λύνει προβλήματα αλλά δημιουργεί μεγαλύτερα».
Για το θέμα που έχει προκύψει με την απογραφή προσωπικού ενημερώθηκε και το Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΕΥΑΡ, το οποίο σε έκτακτη συνεδρίασή του αποφάσισε να μην στείλει στοιχεία στο υπουργείο.
Εν τω μεταξύ, η Ένωση Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης-Αποχέτευσης (ΕΔΕΥΑ), πρόεδρος της οποία είναι ο δήμαρχος Ρεθύμνου Γιώργος Μαρινάκης, σε ανακοίνωσή της ζητά την εξαίρεση του προσωπικού από τη διαδικασία απογραφής, τονίζοντας ότι οι Δ.Ε.Υ.Α. δεν ανήκουν στο δημόσιο τομέα, ούτε επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.
Μεταξύ άλλων, η ΕΔΕΥΑ στην ανακοίνωσή της αναφέρει: «Δεν κατανοούμε την εμμονή του υπουργείου Εσωτερικών να ζητά από τις Δ.Ε.Υ.Α. από τον Αύγουστο του 2013 να συμμετάσχουν στη διαδικασία απογραφής του προσωπικού τους στο Μητρώο των Μισθοδοτούμενων του Ελληνικού Δημοσίου. Κι αυτό, ενώ οι Δ.Ε.Υ.Α. έκαναν καταγραφή του προσωπικού τους και άλλων στοιχείων της λειτουργίας τους, η οποία συμφωνήθηκε σε συνάντηση του Δ.Σ. της Ε.Δ.Ε.Υ.Α. με τον υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Κυριάκο Μητσοτάκη που πραγματοποιήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2013 με την παρουσία των βουλευτών της Ν.Δ. κ.κ. Κ. Βιρβιδάκη και Μ. Ταμήλου. Από την καταγραφή προέκυψε ότι οι Δ.Ε.Υ.Α. είναι υποστελεχωμένες και αναδείχθηκαν οι ανάγκες τους σε προσωπικό αναγκαίο για την παροχή των υπηρεσιών τους και τη διαχείριση κι εκτέλεση των έργων τους.
Επίσης, πρέπει για μία ακόμα φορά να τονισθεί ότι η Ε.Δ.Ε.Υ.Α. δεν ζητά εξαίρεση των Δ.Ε.Υ.Α. από την εφαρμογή της νομοθεσίας για την απογραφή, αλλά ζητά να ληφθεί υπόψη από τα συναρμόδια Υπουργεία ότι οι Δ.Ε.Υ.Α. δεν περιλαμβάνονται στο δημόσιο τομέα, αλλά είναι δημοτικές επιχειρήσεις ειδικού σκοπού, αυτοτελείς ως προς τους Δήμους.
Το προσωπικό των Δ.Ε.Υ.Α. δεν μισθοδοτείται από το ελληνικό δημόσιο, αλλά από ίδια έσοδα, οι Δ.Ε.Υ.Α. δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό και είναι ανταποδοτικές, αφού για τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους (ύδρευση, αποχέτευση, επεξεργασία λυμάτων, άρδευση, τηλεθέρμανση) επιβαρύνονται οι χρήστες των υπηρεσιών τους».