Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΧΙΩΤΑΚΗ*
Επειδή οι συνθήκες παραγωγής, εργασίας και ζωής αλλάζουν με όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς, οι διαβουλεύσεις, για την εκλογή Προέδρου στο ΚΙΝΑΛ, καθώς και την αναμόρφωσή του, δεν μπορούν να εκκινούν από τις ίδιες αφετηρίες που ίσχυαν στις αρχές της μεταπολίτευσης (1974 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990). Οι αρχικοί στόχοι του ΠΑΣΟΚ αντανακλούσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες που άλλωστε το γέννησαν και το διαμόρφωσαν. Σήμερα, πολλά από τα δεδομένα αυτά έχουν ακυρωθεί ή μεταβληθεί, γεγονός που επιβάλλει την επανεξέταση των τωρινών στόχων και της φυσιογνωμίας του.
Για παράδειγμα, ενώ το 1981 υπήρχε η ευρύτερη προσδοκία για το τέλος του επάρατου καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς, σημειώθηκε εν τούτοις η θεαματική κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και του κεντρικού – γραφειοκρατικού σχεδιασμού της οικονομίας! Δεν θα μείνω όμως εδώ. Το ενδιαφέρον μου θα στραφεί σε ένα άλλο παράδειγμα: Ένα βασικό πρόβλημα, ήδη από τη δεκαετία του 1960 και εξής, ήταν η ανισότητα των εκπαιδευτικών ευκαιριών και η προσπάθεια να δοθούν κίνητρα και ευκαιρίες, ιδιαίτερα, σε παιδιά από φτωχές οικογένειες για να σπουδάζουν. Σήμερα ο στόχος «να σπουδάζουν περισσότερες και περισσότεροι – άρα και παιδιά από χαμηλά κοινωνικά στρώματα» – έχει φθάσει σε μια κρίσιμη καμπή, μάλλον επειδή, κατά μία έννοια, επέτυχε! Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η κοινωνία απαρτίζεται «όχι μόνο από γιατρούς, αλλά και γεωργούς»· παρόμοια, η δική μας κοινωνία χρειάζεται όχι μόνο επιστήμονες, αλλά και πολλά άλλα πρακτικά επαγγέλματα. Από τη σημερινή σκοπιά, ο ποσοτικός στόχος, να στρέφονται σε πανεπιστημιακές σπουδές όλο περισσότερα παιδιά, δεν είναι πλέον αρκετά λυσιτελής, εφόσον δεν συνοδεύεται και από ποιοτικές αλλαγές. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου ισχύει ανέκαθεν ο πανεπιστημιακός μονόδρομος στην εκπαίδευση, με την ίδρυση πολλών πανεπιστημίων στη Μεταπολίτευση (κάτι που έγινε μάλλον για πελατειακούς λόγους και ενάντια στον ορθολογικό σχεδιασμό και την οικονομία της εκπαίδευσης), με την κλιμακούμενη υπερπαραγωγή πτυχιούχων, το όνειρο για έναν τίτλο ανωτάτων σπουδών έγινε, σταδιακά, αρκετά θολό, αφού όλο και συχνότερα, δεν μπορεί να εξαργυρώνεται με ανάλογες επαγγελματικές ευκαιρίες. Ενώ ισχύει ακόμη ο ρόλος του πανεπιστημίου για την αναπαραγωγή της κοινωνικής ιεραρχίας και συγχρόνως για την κοινωνική κινητικότητα και την επαγγελματική άνοδο, ωστόσο με τη μαζικοποίηση των ανωτάτων σπουδών, όλο και περισσότεροι πτυχιούχοι οδηγούνται σε ετεροαπασχόληση και ανεργία ή ξενιτεύονται, – με αποτέλεσμα άλλες χώρες να αξιοποιούν τις σπουδές που χρηματοδοτεί η χώρα μας!
Στο πλαίσιο των αντιφάσεων αυτών, το 2020 κατέφυγαν σχεδόν πέντε φορές περισσότεροι πτυχιούχοι πανεπιστημίου ή ΤΕΙ στα περιφρονημένα ΙΕΚ, για να αποκτήσουν μια τεχνική ειδικότητα (!), σε σύγκριση με τον αντίστοιχο αριθμό που υπήρχε ήδη το 2012 (Έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ). Από μιαν άλλη σκοπιά, οι πρόσφατες ταραχές και οι ναζιστικοί χαιρετισμοί από μεμονωμένους μαθητές σε Επαγγελματικά Λύκεια της Θεσσαλονίκης είναι, μεταξύ άλλων και, μάρτυρες της εμφανούς πόλωσης ανάμεσα στην υποβαθμισμένη Επαγγελματική Εκπαίδευση και τα αναγνωρισμένα Λύκεια Γενικής Εκπαίδευσης, που ισχύουν ως προθάλαμοι του Πανεπιστημίου. Οι διαφορές αυτές αντανακλούν την αντίθεση ανάμεσα στις θεωρούμενες ως Κατώτερες Απασχολήσεις (που βαρύνονται με το κλισέ της υστέρησης σε μορφωτικά και πολιτισμικά αγαθά) και τα λεγόμενα Επιστημονικά Επαγγέλματα (που φαίνεται να μονοπωλούν και την παιδεία ή μόρφωση). Αυτό παραπέμπει στο χάσμα ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρονακτική εργασία διαπιστώνει και ο Γιάννης Βούλγαρης (Τρεις προειδοποιήσεις για το μέλλον: Το Βήμα, Νέες Εποχές, 10/10/2021). Βλέπουμε ότι οι επί μέρους αναθεωρήσεις ή τα «μπαλώματα» στο παλιό μοντέλο εκπαίδευσης οδηγούν σε κλιμακούμενα διαρκή προβλήματα. Σύμφωνα με ένα «εναλλακτικό» μοντέλο προτείνονται «κλειστές Σχολές» με σταθερές επαγγελματικές προοπτικές, στις οποίες εισάγεται περιορισμένος αριθμός φοιτητών -τριών, ανάλογα με την επίδοση, ενώ η μάζα θα κατευθύνεται, σχεδόν χωρίς εξετάσεις, στις «ανοιχτές Σχολές» κοινωνικών, ανθρωπιστικών, πολιτισμικών και άλλων σπουδών. Είναι ευνόητο ότι η «λύση» αυτή αποτελεί ό,τι χειρότερο, αφού εκτός άλλων δημιουργεί, αναπόφευκτα, ένα ακαδημαϊκό προλεταριάτο.
Οι αλληλένδετες μορφές προβλημάτων που είδαμε, σχετίζονται με το γεγονός ότι ενώ από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ άρχισε να λειτουργεί, σταδιακά, ήδη από το 1983-1984 το, σοσιαλδημοκρατικής αφετηρίας, Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο, τελικά το εγχείρημα αυτό ακυρώθηκε, όχι μόνο εξαιτίας υπαρκτών προβλημάτων (όπως π.χ. της ασυμβατότητάς του με περιοχές με λίγους κατοίκους) τα οποία, ωστόσο, θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν.
Το Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο, σύμφωνα και με τη θέση ενός από τους κύριους πρωτεργάτες της ίδρυσής του, ήταν η αρμονική σύζευξη της μεταϋποχρεωτικής Γενικής Εκπαίδευσης με την Τεχνική-Επαγγελματική, με σκοπό την αναβάθμιση της δεύτερης και την προσέλκυση μεγαλύτερου αριθμού μαθητών (Βλ. Μ. Κασσωτάκη, Προσπάθειες εφαρμογής καινοτομιών στην Ελληνική Εκπαίδευση., Εκδ. Γρηγόρης, 2021). Και ενώ ο κ. Κοντογιαννόπουλος από τη Ν.Δ., το Κ.Κ.Ε, η ΟΛΜΕ και άλλες παρατάξεις συμφωνούσαν στο να γίνει το Ε.Π.Λ. ο μοναδικός τύπος Λυκείου στη χώρα, το υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να αλλάξει ρότα. Ο Κασσωτάκης πληροφορήθηκε από τα ΜΜΕ πως ο τότε υπουργός Παιδείας, Γ. Παπανδρέου, έκανε δεκτή την παραίτησή του! Μόνο που ο ίδιος δεν την είχε υποβάλει ποτέ. (βλ. στο ίδιο βιβλίο, σ.150. Εφημερίδες, 30 Μαΐου 1995).
Στην πολιτική ζωή της χώρας μας, φαίνεται πως, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, επικρατεί ακόμη η αντίληψη ότι οι αξίες και οι ηγετικές θέσεις κληρονομούνται και τα βαρύτατα λάθη των φερόντων ιστορικά ονόματα, εύκολα λησμονούνται. Όμως οι καιροί είναι κρίσιμοι και δεν υπάρχουν περιθώρια για λανθασμένες επιλογές. Ο Πρόεδρος για την Κεντροαριστερά – για να δανειστώ τον όρο που χρησιμοποίησε η Φώφη Γεννηματά το 2017, πρέπει να εκλεγεί μακριά από τη σκιά παρόμοιων αντιλήψεων. Ο Γ. Παπανδρέου υπήρξε ο πρωθυπουργός του 44% και με αυτή του την ιδιότητα, κυρίως, με την προσφορά και τις όποιες αστοχίες του, θα τον κρίνει η Ιστορία.
Είναι καλό και χρήσιμο για τη χώρα μας να θυμόμαστε το ιστορικό συμπέρασμα του Μαξ Βέμπερ, πως όσοι βλέπουν τις ηγετικές πολιτικές θέσεις ως ιδιοκτησία τους επειδή είναι απόγονοι κάποιου χαρισματικού γενάρχη, στις πλείστες των περιπτώσεων δεν αποδεικνύονται αντάξιοι του προνομίου τους αυτού. Η πραγματικότητα αυτή θα έπρεπε να επηρεάσει την πολιτική μας συμπεριφορά και κατά συνέπεια την ψήφο μας.
* Ο Στέλιος Χιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης