Ήταν Σάββατο 27 Οκτωβρίου 1951 όταν μια είδηση προκάλεσε ρίγη συγκίνησης στην τοπική κοινωνία.
Είχε πάρει το δρόμο για το αιώνιο ταξίδι ένας ακόμα θρύλος του Μακεδονικού Αγώνα. Ο καπετάν Ευάγγελος Φραγκιαδάκης, ο φημισμένος «Γαλλιανός».
Γεννήθηκε στο Ατσιπόπουλο στις 10 Μαρτίου 1869, αλλά ανατράφηκε στου Γάλλου εξ ου και το προσωνύμιο «Καπετάν Γαλλιανός».
Στην επανάσταση του 1889, εικοσάχρονος τότε, εντάχθηκε στην ομάδα του χωριού του, υπό τας διαταγάς του Γ. Βόλακα. Ήταν μια πολύτιμη εμπειρία, αφού του επέτρεψε να αξιολογήσει τις δυνάμεις του και να καταλάβει ότι η συμμετοχή σε κάθε ξεσηκωμό δεν ήταν ηθική υποχρέωση αλλά ανάγκη ψυχής για κάθε Κρητικό.
Έγραψε γι’ αυτόν ο μεγάλος μας λογοτέχνης Γιάννης Δαλέντζας:
«…Τον είχαν εκθρέψει οι θρύλοι και οι παραδόσεις του λαού μας.
Βρέφος ακόμα ανάπνευσε τον αέρα τον ανταριασμένο από τους καπνούς και τα μπαρούθια. Ο θρύλος του Αρκαδιού ήταν το πρώτο του νανούρισμα, και των ξωμάχων τα περάσματα, οι μπροσκάδες και οι ντουφεκιές που ανάριες αντηχούσαν απάνω στα Τούρκικα Φυλάκια και τα αποσπάσματα, ήταν οι πρώτοι ηρωικοί αντίλαλοι, που σύνθεσαν το τραγούδι το επικό πλάι στην κούνια του. Σιγά σιγά μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα από των νιζάμηδων τις αναθυμιάσεις ανδρώθηκε το παλικάρι αυτό…».
Η τιμή του πάνω από όλα
Ο καπετάν Γαλλιανός ήταν από τους ανθρώπους που έβαζε την τιμή πάνω από όλα. Για την αξιοπρέπεια του ιδίου και της οικογενείας του δεν υπολόγιζε καμιά συνέπεια. Το 1890 σκότωσε σε οικογενειακή βεντέτα ένα Τούρκο συγχωριανό του τον Αλή Μουσαδάκη. Αμέσως φρόντισε να εξαφανιστεί καταφεύγοντας στην ελεύθερη Ελλάδα. Κι ήταν καιρός γιατί δικάστηκε ερήμην και καταδικάστηκε τρις εις θάνατον.
Εκεί στην ελεύθερη Ελλάδα που βρισκόταν μάθαινε για τις ωμότητες των Τούρκων κατά των χριστιανών στο νησί του. Έβραζε το αίμα του από την οργή. Κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο. Αποφάσισε να γυρίσει και να αγωνιστεί για να σταματήσει ο εφιάλτης των Χριστιανών.
Όπως το περίμενε δεν άργησε να πέσει στα χέρια των Τούρκων. Έμεινε στις φυλακές από το 1892 μέχρι το 1896. Κατάφερε όμως να δράσει κατά την τελευταία επαναστατική περίοδο μέχρι και το 1897.
Η δράση του στη Μακεδονία
Λίγο αργότερα ο καπετάν Γαλλιανός βρίσκεται σε άλλο αγωνιστικό μετερίζι.
Επαναστάτησε και αυτός στην ιδέα ότι η Μακεδονία θα γινόταν τμήμα της Βουλγαρίας, κάτι που επιδίωκαν οι Βούλγαροι προκαλώντας μεγάλα δεινά στον άμαχο πληθυσμό που προτιμούσε τον θάνατο, μαρτυρικό τις περισσότερες φορές, από το να προδώσει τη γη του.
Όταν ένεκα της αντίδρασης των ελληνικών πληθυσμών απέτυχαν του σκοπού τους, σκηνοθέτησαν τη επανάσταση, δήθεν, όλων των χριστιανικών πληθυσμών, την επανάσταση που οι Βούλγαροι αποκαλούσαν Ιλί Ντεν, επανάσταση την ημέρα του Προφήτου Ηλιού και δήθεν αμυνόμενοι άρχισαν να μεθοδεύουν τον αφανισμό κληρικών, διανοουμένων, εμπόρων και γενικά κάθε επιφανούς Έλληνα. Η διετία 1900-1902 σημαδεύτηκε με πολλά τραγικά γεγονότα.
Οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση αλλά με μεγάλο κόπο έπεισαν την Ελληνική Κυβέρνηση να βοηθήσει διαθέτοντας χρήματα και όπλα για την οργάνωση ένοπλων τμημάτων. Όλοι οι αριστούχοι της Σχολής Ευελπίδων τέθηκαν επικεφαλής των σωμάτων αυτών και κατά το 1904, πρώτος ο Παύλος Μελάς έμπαινε στη Μακεδονία επικεφαλής 80 εκλεκτών πολεμιστών από Μακεδονία, Λακωνία και Κρήτη.
Το Μελά ακολούθησαν και άλλοι γενναίοι όπως τα Σώματα των Βάρδα, Ρούβα, Ρήγα, Φαληρέα κ.α.
Από το Ρέθυμνο ήταν ο καπετάν Κλειδής, ο Παύλος Γύπαρης, ο Σκουντής, ο Βαγγέλης Αγγελάκης, ο Μανόλης Γύπαρης, ο Θεόδωρος Βόλακας, ο Σαριδάκης, οι αδελφοί Χατζηδάκηδες, ο Ευάγγελος Βαλασάκης, ο Μανόλης Σαράφης και φυσικά δεν θα μπορούσε να λείψει ο καπετάν Γαλλιανός.
Αυτός βρέθηκε το 1904 με δικό του σώμα στο Μοναστήρι αποτελούμενο από 84 άνδρες.
Η δράση του μνημονεύεται από πολλούς ιστορικούς αλλά έμεινε στην ιστορία για την παρακάτω γενναία πράξη του.
Μια ριψοκίνδυνη επιχείρηση
Ας παρακολουθήσουμε τα γεγονότα από την αρχή.
Με υπόδειξη του σπουδαίου Ιεράρχη Γερμανού Καραβαγγέλη, που ήταν η «ψυχή» του αγώνα, έπρεπε να εξοντωθεί ο επικίνδυνος αρχικομιτατζής Κωνστάντοφ από τον οποίο δεινοπαθούσαν οι Καστανοχωρίτες. Πράγματι, ο καπετάν Βάρδας και οι άνδρες του στις 2-12-1904 έφτασαν στο Βιντελούστι, όπου μετά από δυο μέρες έλαβε γράμμα από τον εφημέριο Λιμπισόβου παπα-Στέργιο Κυράδη, σταλμένο με τον συγχωριανό του Αθανάσιο Μπορόζη, με το οποίο τον πληροφορούσε ότι ο Κωστάντοφ βρίσκεται στο χωριό του και τον παρακαλούσε να σπεύσει με τα παλληκάρια του να τον εξοντώσει.
Αμέσως ο Βάρδας ανέθεσε τη σοβαρή όσο και επικίνδυνη αυτή επιχείρηση σε μια ομάδα επίλεκτων ανδρών του με επικεφαλής τους Γ. Δικώνυμο-Μακρή και τον Ευάγγελο Φραγκιαδάκη ή Γαλλιανό, οι οποίοι, αφού έλαβαν τις αναγκαίες οδηγίες έχοντας μαζί τους τον Αθανάσιο Μπορόζη, μετέβηκαν με κάθε μυστικότητα και προφύλαξη στο Λιμπίσοβο, περικυκλώνοντας το σπίτι στο οποίο βρισκόταν ο Κωστάντοφ και τον κάλεσαν να παραδοθεί.
Εκείνος όμως και οι συνοδοί του απάντησαν με πυκνά πυρά, από τα οποία τραυματίστηκε στην παλάμη του αριστερού χεριού του ο καπετάν Ευάγγελος Γαλλιανός. Έξαλλοι οι άνδρες του καπετάν Βάρδα για τον τραυματισμό του γενναίου συναγωνιστή τους, έβαλαν φωτιά στο σπίτι, το οποίο σε λίγα λεπτά έγινε παρανάλωμα του πυρός.
Ο Κωστάντοφ για να σωθεί κατέφυγε τελικά στην κρυψώνα που είχε κατασκευάσει κάτω από το τζάκι της κουζίνας.
Και εκεί όμως δεν κατόρθωσε να σωθεί.
Τον βρήκαν μετά από μερικές μέρες τυμπανιαίο.
Είχε πεθάνει από ασφυξία.
Κατά τα μεσάνυχτα (της 4η προς 5η Δεκεμβρίου) οι άνδρες του καπετάν Βάρδα περιχαρείς επέστρεψαν στο Βιντελούστι. Είχαν σημειώσει την πρώτη μεγάλη επιτυχία.
Οι Βούλγαροι, μένεα πνέοντες κατά των Λιμπισοβιτών, που είχαν διευκολύνει αφάνταστα τους άνδρες του καπετάν Βάρδα στην τολμηρή, όσο και επικίνδυνη, εκείνη νυχτερινή επιχείρηση, μετά από λίγο καιρό κατακρεούργησαν τον Αθανάσιο Μπορόζη και τον συγγενή του Γ. Φωτιάδη.
Και επειδή δεν κατόρθωσαν να ανακαλύψουν τον παπα-Στέργιο Κυράδη που είχε στείλει το γράμμα στον Βάρδα, πυρπόλησαν την πλησιόχωρη Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Ζηκοβίστης, που πολλές φορές χρησίμευσε ως καταφύγιο και ορμητήριο ανταρτικών σωμάτων.
Τη βέβηλη και αποτρόπαια αυτή πράξη κατήγγειλε αμέσως με αναφορά του ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’.
Η εξόντωση του αδίστακτου βοεβόδα Κωστάντοφ ήταν η πρώτη επιτυχία του καπετάν Βάρδα.
Σημάδεψε τη ζωή του και σηματοδότησε την απαρχή μιας νέας περιόδου του Μακεδονικού Αγώνα, πολυαίμακτης αλλά ιδιαίτερα ηρωικής (1904-1908), και για αυτόν ασφαλώς τον λόγο, όταν σε μεγάλη ηλικία ένας ξένος δημοσιογράφος τον ρώτησε μεταξύ των άλλων ποιο γεγονός του Μακεδονικού Αγώνα σημάδεψε τη ζωή του και το θυμάται ακόμα, ο καπετάν Βάρδας χωρίς καθόλου να πιέσει την μνήμη του, αφηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια πώς το σώμα του, εξορμώντας από το Βιντελούστι τη νύχτα της 4ης προς 5η Δεκεμβρίου 1904, κατόρθωσε να εξοντώσει τον διαβόητο αρχικομιτατζή Κωστάντοφ, που είχε καταστεί φόβος και τρόμος όλων των Καστανοχωριτών.
Οι περιπέτειες όμως του καπετάν Γαλλιανού συνεχίστηκαν, καθώς και οι ταλαιπωρίες. Συνελήφθη από Τούρκους αιχμάλωτος και κλείστηκε στις φυλακές Μοναστηρίου από όπου απολύθηκε μετά από τρία χρόνια το 1908, με τη νεοτουρκική επανάσταση.
Γενικά η δράση του δεν μπορεί να συνοψιστεί γιατί μέχρι και το 1912 ξεπέρασε τον εαυτό του σε ανδρεία έχοντας γίνει πρότυπο φιλοπατρίας.
Κι ήρθε ο καιρός να ξεκουραστεί ο καπετάν Γαλλιανός, καθώς δεν χρειάζονταν πια οι υπηρεσίες του. Είχε κάνει και με το παραπάνω το χρέος του στην πατρίδα του.
Στα χρόνια της ειρήνης υπήρξε ένας άριστος οικογενειάρχης, ένας άξιος άνθρωπος για την κοινωνία που ζούσε.
Από τότε που κρέμασε τα όπλα του δεν επέτρεψε στον εαυτό του ούτε μια προσωπική αναφορά στα χρόνια που μεγαλούργησε πολεμώντας τον εχθρό.
Χωρίς να το επιδιώξει μάλιστα το 1936 αναγνωρίστηκε και ως οπλαρχηγός Α’ τάξης για την όλη προσφορά του.
Στα τελευταία του πέρασε μια μεγάλη δοκιμασία με την υγεία του που αντιμετώπιζε με μεγάλη αξιοπρέπεια.
Ήταν κοντά του για να του απαλύνουν τη δοκιμασία στο κρεβάτι του πόνου οι καλύτεροι γιατροί της πόλης (Ηλίας Μοσχάκης, Εμμ. Λίτινας, Ανδρέας Σφηνιάς και Γεώργιος Τσουδερός).
Πέθανε στις 27 Οκτωβρίου 1951 και κηδεύτηκε την επομένη.
Στην κηδεία του, που έγινε με τη επισημότητα που του άξιζε παρέστη ο νομάρχης Χατζηγάκις, οι διοικητές των μονάδων Μοιρών Πυροβολικού, Σχολείου Χωροφυλακής και Διοίκησης Χωροφυλακής.
Στεφάνια στη σορό του κατέθεσαν ο δήμος Ρεθύμνου, η κοινότητα Γάλλου και ο σύλλογος αποστράτων αξιωματικών.
Κα τον αποχαιρέτησε με το γνωστό του δωρικό τρόπο ο συνταγματάρχης ε.α. Χριστόφορος Σταυρουλάκης.
Αυτός ήταν ο καπετάν Ευάγγελος Φραγκιαδάκης ή Γαλλιανός που με τη γενναιότητά του κατέλαβε επάξια μια θέση στο πάνθεον των ηρώων που έκαναν περήφανο το Ρέθυμνο
Πηγές:
Γιώργη Εκκεκάκη: Ρεθεμνιώτες (τόμος Β)
Κρήτη Αφιέρωμα
Κρητική Επιθεώρηση: Πένθη Ευάγγελος Φραγκιαδάκης Καπετάν Γαλλιανός
Γιάννη Δαλέντζα: Καπετάν Βαγγέλης Γαλλιανός (Οι αληθινοί που φεύγουν)
Αλέξανδρου Μπαϊκάμη, επίτιμου καθηγητή Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης: Φυλλάδιο γιορτής προς τιμήν των Μακεδονομάχων