Ένα ανέλπιστο δώρο λογίζεται πάντοτε ευπρόσδεκτο. Όταν όμως πρόκειται για έναν ευμεγέθη τόμο εκ 300 σελίδων, περικαλλή εις το έπακρον, θρησκευτικού περιεχομένου, αναμφίβολης μνημειακής και αισθητικής αξίας, και ακόμα τιμητικής αναφοράς, η χαρά και η συγκίνησης του παραλήπτη είναι εκ προοιμίου ανείπωτη.
Το βιβλίο – λεύκωμα με τον εύγλωττο τίτλο: «Ευγνωμοσύνης κανίσκιον» εκυκλοφόρησε από την Ιερά Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου σε φροντισμένη εκπόνηση και υποδειγματική έκδοση υπό του Σεβασμιότατου κ.κ. Ευγενίου με την αμοιβαία επικουρία του πανοσ. Αρχιμ. π. Ρωμανού Αναστασιάδη. Η αρίστη φιλολογική επιμέλεια με την εξ’ αντικειμένου δέουσαν ευθύνη, οφείλεται στο γνωστό λόγιο και λίαν παραγωγικό συγγραφέα κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, θεολόγο και φιλόλογο. Στο ενεργητικό του κ, Κωστή Ηλ. Παπαδάκη η εκπόνηση ενός πλουσίου και ποιοτικού συγγραφικού έργου, αναλόγου μεγέθους και ως δισεπιστήμων θεολόγος και φιλόλογος, υπήρξε ο επαΐων, για να αναλάβει την επιστημονικήν επιμέλεια μιας ιστορικής εκδόσεως υψηλού επιπέδου.
Εμφορούμενος ο Σεβασμιότατος κ.κ. Ευγένιος από εκλεπτυσμένη ευαισθησία, πνευματική αγωγή, προσήνεια και πλέον αυτών πολλά άλλα έμφυτα χαρίσματα, όπως να διακατέχεται και από ένα λεπτό αίσθημα ιστορικής ευθύνης, ώστε να παίρνει αποφάσεις, να τολμά, να ενεργεί, χωρίς να περιμένει υποδείξεις, ανέλαβε την πρωτοβουλία, να εκδώσει αυτό το μνημειώδες έργο «Ευγνωμοσύνης κανίσκιον» εν τη βουλήσει του, όπως τιμήσει προσηκόντως τον Παναγιότατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο. Όπως αναφέρει ο ίδιος εις το «Εισοδικόν σημείωμα» (Πρόλογος σελ. 11) «Χρέος ιερό και απόδοση οφειλομένης τιμής και ευχαριστίας για την ευεργεσία που δεχθήκαμε κατά την Πατριαρχική επίσκεψή, μας οδήγησε στην απόφαση για την έκδοση του αναμνηστικού αυτού Λευκώματος. Επιπλέον για να δίδεται διαρκώς σε όλους μας η δυνατότητα, να ψηλαφούμε το ιστορικό αυτό για την εκκλησία μας γεγονός, να μνημονεύουμε έργα και λόγους, στιγμές ιερές και μοναδικές, να αισθανόμαστε την ευλογία και να αποδίδομε το σέβας και την αγάπη στον Πατριάρχη του Γένους και στη Μητέρα μας Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.
Το λεύκωμα αυτό αποτελεί «λήθης αντίδοτον» για όσους εκ του σύνεγγυς ζήσαμε τις μεγάλες εκείνες ημέρες».
Το εξώφυλλο του λευκώματος κοσμείται από μιαν αστραφτερή φωτογραφία, η οποία απεικονίζει τον Παναγιότατο πασίχαρο, να ατενίζει το Ρέθυμνο από θαλάσσης με ένα ενθαρρυντικό, θεαματικό χαιρετισμό. Χαρακτηριστικό είναι το φόντο της πόλης, σ’ ένα γλυκοχάραμα της ανατολής του ηλίου, λουσμένης στο απαλό ρόδινο χρώμα, μ’ ένα αμυδρό γαλήνιο φως να διαχέεται στον ουρανό την ώρα εκείνη
Ο εκφραστικός, εύστοχος και εύγλωττος τίτλος του πονήματος «Ευγνωμοσύνης κανίσκιον» παραπέμπει εις το αναφερόμενο «εις ενδειξιν ευχαριστίας της πατριαρχικής επισκέψεως και της ιστορικής σημασίας αυτής ως «αντίδοτον λήθης».
Η λέξη «κανίσκιον» είναι υποκοριστικό την ομηρικής λέξεως «κάνεον» που σημαίνει το προσφερόμενον «αναθηματικόν δώρον». Πολύ γνωστή και προσφιλής η παράδοση στην Κρήτη εν σχέσει με το κανίσκι ως προσφερόμενον γαμήλιον δώρον, κοινώς «πεσκέσι» (Ανάθημα, αφιέρωμα, τάμα).
Ένα πάνθεον φωτογραφιών απεικονίζει στο λεύκωμα εμφατικά όλες τις επισκέψεις του Προκαθημένου σε μιαν αρίστη αλληλουχία. Αυτή η πλούσια, έγχρωμη παραστατική εικονογράφηση του λευκώματος και η αρμονική διάταξη των φωτογραφιών, δίνει την εντύπωση στον αναγνώστη, ότι μετέχει στην αθόρυβη συνοδεία. Από την εγκάρδια υποδοχή και προϋπάντηση στην πλατεία «Αγνώστου Στρατιώτου» και από εκεί με την τιμητική πομπή, την προπορευόμενη μπάντα του Δήμου και τις κανηφόρες να ραίνουν με ροδοπέταλα, μέχρι τη δοξολογία στον Ι. Ναό των Εισοδίων. Αυτή η ίδια βαθιά εντύπωση του αναγνώστη και σε όλες του τις υπόλοιπες επισκέψεις. Τόσο τις σύντομες, όσο και τις εκτενείς και παρατεταμένες. Από τα ταπεινά, ευλαβικά προσκυνήματα και τους χώρους Θείας Λατρείας, μέχρι τις Ιερές Μονές που περιβάλλουν την πόλη σαν ένα βαρύτιμο περιδέραιο και της προσδίδουν μιαν άφατη μνημειακή ιεροπρέπεια.
Ειρήσθω εν παρόδω μια εύφημος μνεία για τους μοναχούς και μοναχές με την ασκητική ζωή, την ευλάβεια και την ολόθερμη αφοσίωση τους, την πλήρη και αποκλειστική στον Εσταυρωμένο. Σ’ εκείνον που όλοι έχομε εναποθέσει τις ελπίδες μας μέσα σ’ αυτόν το ζοφερό, χαώδη, μισάνθρωπο και ανάλγητο κόσμο. Είθε η κατανυκτική, η νηπτική προσευχή τους να εισακούεται και οι παρακλήσεις τους να ανταποκρίνονται, ώστε να έχομε την ευλογία Του για απαλλαγή από τις εφιαλτικές δοκιμασίες όλων των ανθρώπων επάνω στη γη. Η αυταπάρνησή τους αξίζει το σεβασμό μας.
Θα ‘ταν ακούσια παράλειψη αλλά και βασικό λάθος, αν δεν αναφέραμε ακόμα τον ολοκληρωμένο, τον πλήρη σχεδιασμό, την άριστη και άψογη σειρά ενεργειών για την αποτελεσματική κατανομή του διαθέσιμου χρόνου, ούτως ώστε να είναι εφικτή η πραγματοποίηση ανέτως όλων ανεξαιρέτως των επισκέψεων του Προκαθήμενου, επί τω τέλει να τηρηθεί απαρεγκλίτως το πρόγραμμα.
Επιβάλλεται εξ αντικειμένου μια σύντομη ενημέρωση σχετικά με το αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη και τον θρησκευτικό, ηγετικό, αλλά και τον εμψυχωτικό του ρόλο στη νευραλγική του θέση, στους κόλπους της Εκκλησίας του Χριστού. Για τον αναγνώστη με την πνευματική εγρήγορση θα είχε το ανάλογο ιστοριοδιφικό ενδιαφέρον.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, υπήρξε ανέκαθεν ο τηλαυγής Φάρος της Ορθοδοξίας με την πνευματική ακτινοβολία του σε όλη την Οικουμένη. Επομένως ο Πατριάρχης, ως ο θεματοφύλακας των ιερών και των οσίων, χαίρει ακατάλυτου κύρους.
Στις 29 Μαΐου 1453 το Ανώτατο Συμβούλιο του Βυζαντίου αποφάσιζε την «μέχρις εσχάτων» συνέχειαν του Αγώνος «απεγνωσμένου μεν, αλλ’ ενδόξου και τιμίου». Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αγγέλει στον Μωάμεθ Β’ ότι δεν παραδίδει την Πόλη: «κοινή γαρ γνώμη, πάντες αυτοπροαιρέτως, αποθανούμεθα μη φειδώμενοι της ζωής ημών». Ο ύστατος Βυζαντινός Αυτοκράτωρ «εζήτησε εν τη ιστορική εκείνη στιγμή και εύρε τον θάνατον του ήρωος».
Ήταν 29 Μαΐου 1543. Γι’ αυτό το εφιαλτικό ιστορικό γεγονός υπάρχει, από τότε μέχρι σήμερα εκτεταμένη βιβλιογραφία ελληνική και ξενόγλωσση.
Το κέντρο, η ζωή και η καθόλου εξέλιξη του Ελληνικού στοιχείου της Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση συγκεντρώθηκαν στο Φανάρι, προς τη δυτική άκρη του Κεράτιου κόλπου και εκεί εγκαταστάθηκε το Πατριαρχείο. Εκεί εκδηλώθηκε η ακμή και το πνεύμα της υποδουλωθείσας φυλής στο πρόσωπο των Φαναριωτών, μιας αληθινής αριστοκρατίας του πνεύματος, μορφώσεως και πολιτισμού, η οποία παρέμεινε ιστορική.
Το Πατριαρχείο, κατόρθωσε να εξελιχθή, κατά τους ιστορικούς και να πάρει μια μορφή εκκλησιαστικής αυτοδιοικήσεως και μια θέση προνομιούχο για το ελληνικό έθνος. Οι Έλληνες προήχθησαν γενόμενοι σημαιοφόροι εις τις τέχνες, εις τα γράμματα και στον καθόλου πολιτισμό.
Το πρώτο τυπογραφείο ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ελληνικό και μάλιστα με πρωτοβουλία του κρητικού φωτισμένου Πατριάρχου Κυρίλλου του Λουκάρεως (1627). Ανεγέρθησαν επίσης πλείστα σχολεία, εκπαιδευτικά, πολιτιστικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Σε εξέχουσα θέση η Μεγάλη του Γένους Σχολή με την πνευματική ακτινοβολία, η λεγόμενη και Πατριαρχική Ακαδημία. Επίσης η ανάλογη, Πανεπιστημιακής μορφώσεως, Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1844). Άλλα αξιόλογα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι το Ζάππειον Παρθεναγωγείο, το Ιωακείμειον Παρθεναγωγίων, το Ζωγράφειον Γυμνάσιον, η Εμπορική Σχολή της Χάλκης, τα δύο Ορφανοτροφεία της Πρώτης και της Πριγκήπου και πλείστα άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως το Αμερικανικό και Αγγλικό Παρθεναγωγείο κ.λπ. Επίσης ανεγέρθησαν πλείστοι Ιεροί Ναοί.
Εξ’ αυτής της ελληνικής αρίστης παιδείας και υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου ανεφάνη και ανεδείχθη η φαναριώτικη κοινωνία, η οποία λόγω της μορφώσεως και της επιμελημένης αγωγής των μελών της απετέλεσε τον άξονα της πολιτικής ζωής της χώρας. Το κύρος και το γόητρο της ήταν μεγάλο. Την κοινότητα αποτελούσαν ιατροί, φιλόσοφοι, λόγιοι. Τα αρχοντικά υπήρξαν κέντρα ωραίων συναναστροφών, στις οποίες ξεχώριζε η μόρφωση, η ευγένεια, η ευρυμάθεια, η εκλεπτυσμένη συμπεριφορά και οι ελκυστικοί τρόποι. Στα ήθη και στα έθιμα των Φαναριωτών θα αναγνώριζε ο οποιοσδήποτε, την επίλεκτο, αστικοποιημένη και πολιτισμένη κοινωνία, την elit (αφρόκρεμα, εκλεκτή) της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι μεταγενέστεροι απανταχού Έλληνες από τους Φαναριώτες είχαν κληρονομήσει την αγάπη προς τα γράμματα και τη σχολαστική φιλολογία, τη στενά συνδεδεμένη και συνυφασμένη με τα ελληνικά γράμματα, εφ’ όσον όλα ετελούντο κάτω από τις πτέρυγες του Πατριαρχείου. Συνακολούθως και την ελλείπουσα σήμερα ευλάβεια και πίστη στις παραδόσεις της Εκκλησίας.
Επιφανέστεροι, εξέχοντες Φαναριώτες υπήρξαν οι Παλαιολόγοι, οι Κομνηνοί, οι Υψηλάντες, οι Καρατζάδες, οι Μαυρογένηδες, οι Λασκάρεις, οι Μουρούζοι, οι Αργυρόπουλοι, οι Σούτσοι μεταξύ των οποίων ο Δημήτριος ο ιδρυτής του Ιερού Λόχου, ο οποίος έπεσε ηρωικά μαζί με τους άλλους στο Δραγατσάνι. Ο Αλέξανδρος υπήρξε μεγάλος ευεργέτης και δωρητής (Αμαλιείον Ορφανοτροφείον) ενώ ο υιός τους Δημήτριος άφησε την τεράστια περιουσία του στο Δημόσιο.
Μια ιστορική συγκυρία όπως της καταξιώσεως και αναρρήσεως Κρητών στον πατριαρχικό θρόνο παρουσιάζει εξ’ αντικειμένου ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Έχει ιδιαίτερη σημασία να προστεθεί ότι τρεις επιφανείς προσωπικότητες Κρητών ιεραρχών εκόσμησαν τον Οικουμενικό Θρόνο, διετήρησαν δε και συνέχισαν την αίγλη και την ακτινοβολία του παρελθόντος.
Μελέτιος Α’ ο Πηγάς (1535-1602). Πατριάρχης Αλεξανδρείας και Κωνσταντινουπόλεως άλλα και πολυγραφότατος συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Κρήτη και σπούδασε μαθήματα στην Πάδοβα. Το 1590 διεδέχθη τον Πατριάρχη Σιλβέστρο στο θρόνο της Αλεξανδρείας. Το 1596 εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Απεχώρησε το 1597 και επανήλθε στην Αίγυπτο όπου και απέθανε το 1602.
Έργα του: «Περί των αχράντων μοναστηρίων» (Παρίσι 1709), «Περί Πάπα», «Κατήχησις», «Ορθόδοξος Χριστιανός» (Βίλνα Πολωνίας 1596), επιστολές κ.λπ.
Κύριλλος ο Α’ ο επονομαζόμενος Λούκαρης (1572-1638). Πατριάρχης κατ’ αρχήν Αλεξανδρείας και αργότερα στον οικουμενικό θρόνο Κωνσταντινουπόλεως.
Γεννήθηκε στην Κρήτη και σπούδασε στη Βενετία και αργότερα σπούδασε και απεφοίτησεν από το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια επί πατριαρχείας του συμπατριώτη του Μελετίου Πηγά, από τον οποίο χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Υπήρξε Πατριαρχικός Έξαρχος σε Αποστολή στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας (1595-1602). Το 1602 αποθανόντος του Μελετίου Πηγά εξελέγη ο Κύριλλος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Το 1621 μετά το θάνατο του Τιμόθεου εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τα χρόνια της πατριαρχίας του φρόντισε την εκπαίδευση του κλήρου και του λαού. Αναδείχθηκε διάπυρος κήρυκας του Χριστού και της Εκκλησίας. Ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη πατριαρχικό τυπογραφείο, το οποίο λίγο αργότερα κατέστρεψαν οι Γενίτσαροι (1629).
Μετά από ραδιουργίες των Ιησουϊτών, με τους οποίους ήρθε σε αντιπαράθεση για τις προσηλυτιστικές τους ενέργειες, συνελήφθη από τους γενίτσαρους (27 Ιουνίου 1638) στραγγαλίστηκε ο μάρτυρας σε πλοιάριο και το πτώμα ρίφθηκε στη θάλασσα του Βοσπόρου, Το σκήνωμα του βρέθηκε από Χριστιανούς ψαράδες και ενταφιάστηκε σε νησίδα μέσα στον κόλπο της Νικομηδείας.
Αθανάσιος ο Γ’ ο αποκαλούμενους Πατελάριος ή Πατελάρος. Γεννήθηκε στην Κρήτη (κοινότης ευάνδρου Αξού). Μετά από αρίστην εκκλησιαστική μόρφωση και ευδόκιμη αντίστοιχην υπηρεσίαν ως ένθερμος κήρυκας του θείου λόγου, εκλέγεται Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και αργότερα Πατριάρχης του Οικουμενικού θρόνου (Μάρτης 1633). Αποσύρθηκε του πατριαρχικού θρόνου για να μονάσει στο Άγιον Όρος. Το 1662 ανέλαβεν και εκόσμησεν και πάλιν τον Πατριαρχικό θρόνο. Αργότερα μετέβη στη Ρωσία όπου απεβίωσε (1679) και αγιοποιήθηκε. Η μνήμη του τιμάται στον ομώνυμο Ι. Ναό κοινότητος Αξού (θυρανοιξία από τον Μακαριότατο Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο).
Η αισθητική του λευκώματος με την εκλεπτυσμένη τεχνική της Γραφοτεχνικής υπό την εποπτεία του Προϊσταμένου αυτής Ευάγγελου Σφακιανάκη και με τη μέθοδο εκτυπώσεως offset, καθώς και την εν γένει καλαισθησία και φροντίδα προϊδεάζει και εντυπωσιάζει τον αναγνώστη.
Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι ο περινούστατος συγγραφέας και Προκαθήμενος της Ι. Μητροπόλεως κ. Ευγένιος τηρεί στο λεύκωμα με ευλάβεια το ωραίο, ιστορικό και λειτουργικό πολυτονικό σύστημα ορθογραφίας. Σεβασμιότατε πάντα άξιος!