Μια ανοικτή αγκαλιά για κάθε ξεριζωμένο από τις αλησμόνητες πατρίδες είχε γίνει το Ρέθυμνο. Κι η ανταπόδοση ήταν αντάξια της θερμής αποδοχής. Οι πρόσφυγες έφεραν αντί για αποσκευές, γνώσεις και εμπειρίες σε νέες καλλιέργειες. Έδωσαν πνοή στο ακαλλιέργητο χώμα με τον τίμιο ιδρώτα τους. Οι εγγράμματοι πάλι και οι επιστήμονες αφιερώθηκαν με θέρμη, από την πρώτη στιγμή, στη θεραπεία των αναγκών της τοπικής κοινωνίας.
Είναι αρκετά τα ονόματα των προσφύγων που έμειναν στα χρονικά του τόπου με το μελάνι της καρδιάς. Ξεχωρίζει όμως ένα και αναφέρεται συχνά με συγκίνηση από λόγιους του Ρεθύμνου, όπως η Μαρία Τσιριμονάκη, ο Μανόλης Κούνουπας, ο Κώστας Μαμαλάκης και ο Γιώργος Εκκεκάκης. Ο Ευκλείδης: Ο φιλάνθρωπος γιατρός.
Η πίστη στο Θεό και η αγάπη για τους ανθρώπους, έτρεφε μάλλον αυτό τον υπέροχο άνθρωπο, που αν και η ανέχειά του φαινόταν από μακριά, εν τούτοις η αξιοπρέπειά του ήταν η απόλυτη αξία της ζωής του. Και ενέπνεε το βαθύ σεβασμό ως επιστήμονας και κυρίως ως άνθρωπος.
Ένας σπουδαίος επιστήμονας
Ο Μιχαήλ Νικολάου Ευκλείδης γεννήθηκε στην Λίγδα Αιδινίου της Μικράς Ασίας το 1879.
Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Σαββόπουλος αλλά το Ευκλείδης του έμεινε από τα μαθητικά του χρόνια λόγω της μεγάλης του έφεσης στα μαθηματικά. Είχε τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης αποκτώντας ζηλευτή μόρφωση και ξένες γλώσσες.
Σπούδασε ιατρική στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου αποφοίτησε το 1906. Αλλά σαν γνήσιος μικρασιάτης είχε από νεαρός πολλές πνευματικές ανησυχίες που διεύρυναν την περιουσία της γνώσης του.
Στο βιογραφικό του που διαβάζουμε στο βιβλίο του κ. Εκκεκάκη για τους σημαντικούς Ρεθεμνιώτες, ο Ευκλείδης υπηρέτησε στον τουρκικό στρατό, καθώς τον υποχρέωναν οι συνθήκες το 1914. Και πολλές από τις αναμνήσεις του περιέλαβε αργότερα στο ημερολόγιό του που τυπώθηκε στο τυπογραφείο «Γεωρβασάκη».
Καθολική καταξίωση
Βρέθηκε στο Ρέθυμνο με το πρώτο κύμα των προσφύγων. Ένας ώριμος άνθρωπος με έντονα τα σημάδια της ταλαιπωρίας από τη μοίρα του ξεριζωμού. Η τοπική κοινωνία τον συμπάθησε αμέσως και τον καταξίωσε στα επίλεκτα μέλη της. Κι εκείνος αφιερώθηκε στη θεραπεία κάθε ασθενή. Έδινε τον καλύτερο εαυτό του για θεραπεία και μόλις ερχόταν η ώρα της πληρωμής συμπεριφερόταν σαν να τον έπνιγε ένα θεριό. Όταν είχε να κάνει με πτωχό ασθενή, δεν είχε πρόβλημα. Πετούσε ένα βιαστικό, «περαστικά σας» κι έφευγε χωρίς να δώσει περιθώρια στην οικογένεια να σκεφτεί την πληρωμή. Ακόμα και με τους εύπορους ένοιωθε άβολα. Σαν να εξαργύρωνε το θείο δώρο της γνώσης του Ιπποκράτη.
Σίγουρα ο Ευκλείδης θα ήταν ευτυχισμένος σε μια κοινωνία χωρίς συναλλαγή σε χρήμα.
Ένας απλός άνθρωπος
Ο Κώστας Μαμαλάκης μας τον περιγράφει ψηλό, με παχύ καστανό μουστάκι και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
Ήταν ένας απλός άνθρωπος, με ύφος ταπεινό και βάδιζε πάντα συλλογισμένα. Σεμνός, απέριττος, με επιστημοσύνη θαυμαστή κι ευρυμάθεια που έθελγε τον ακροατή του. Ήταν πάντα ενήμερος για το κάθε τι που αφορούσε τις εξελίξεις στην επιστήμη του, είχε άποψη, χωρίς να φανατίζεται και να φανατίζει. Κι ο πατριωτισμός του είχε τη φλόγα μιας θρησκείας. Αυτό φαίνεται από τους επικηδείους ηρώων που εκφωνούσε και τα απομνημονεύματα που άφησε γεμάτα λυρισμό και απαλλαγμένα από υποκειμενικές σκέψεις και θεωρίες που αναμοχλεύουν πάθη. Ήταν ένας βαθιά φιλοσοφημένος άνθρωπος που τιμούσε την ανθρωπιά και την επιστήμη του. Τα δημοσιεύματά του επίσης στον τοπικό τύπο έθελγαν το αναγνωστικό του κοινό.
Και προκαλούσε το σεβασμό αν και η εμφάνισή του θα μπορούσε να καθρεπτίζει τον οίκτο στα βλέμματα των ανθρώπων.
Αναφέρει σχετικά ο εκλεκτός συγγραφέας Μανόλης Κούνουπας:
«Φορούσε ένα χιλιομπαλωμένο παντελόνι, ένα τριμμένο σακάκι και πουκάμισο με σκληρό κολάρο, που σήμαιναν ότι ο γιατρός είχε γνωρίσει αλλοτινές δόξες. Το καπέλο του, μόνο καπέλο που δεν ήταν, είχε χάσει τη φόρμα του, είχε πάρει ένα παράξενο σχήμα και με αρκετή προσπάθεια θα μπορούσες να το φανταστείς, πως ήταν και τι μεγαλοπρέπεια και σοβαρότητα θα του ‘δινε κάποτε εκεί στην Ανατολή.
Τις κάλτσες τις είχαν ξεχάσει τα πόδια του γιατρού. Απόμειναν κι αυτές μαζί με τόσα άλλα αγαθά στην Αιολική γη. Το μοναδικό ζευγάρι που φορούσε σαν έφευγε με την ψυχή στο στόμα, το είχε μαντάρει η γυναίκα του κάμποσες φορές, ίσαμε που έλιωσε.
Ο γιατρός Ευκλείδης λεφτά δε ζητούσε ποτέ, αλλά κι αν του ‘διναν δεν τα έπαιρνε. Πως ζούσε; Αυτό το γνώριζε μόνο ο Θεός και η κυρία Μαντώ η γυναίκα του.
Μια άξια σύντροφος
Προσφυγοπούλα κι αυτή -το γένος Νταλάκα- ήρθε από τα Βουρλά ένα χωριό κοντά στη Σμύρνη. Όπως αφηγήθηκε πριν από χρόνια στην κα Μαρία Τσιριμονάκη και αναφέρεται στο βιβλίο της εκλεκτής μας συμπολίτισσας, «Αυτοί που ήρθαν», όταν βρέθηκε κι αυτή με την μάνα της στο Ρέθυμνο, αφήνοντας πίσω μια αδελφή και μνήμες γεμάτες φρίκη, από τύχη βρήκε δουλειά στο νοσοκομείο, όπου και την είδε ο Ευκλείδης, που ήταν εσωτερικός γιατρός, την αγάπησε και τη ζήτησε από τη μάνα της.
Η γυναίκα δίστασε γιατί η Μαντώ της είχε σαν όλα τα κορίτσια ακολουθήσει σπουδές, πήγαινε στο Γυμνάσιο όταν τους βρήκε η καταστροφή και δεν είχε προλάβει να προετοιμαστεί για τα καθήκοντα της νοικοκυράς. Ήταν τόσο μικρή που δεν ήξερε ούτε νερό να βράσει.
Κι ο γιατρός είχε απαντήσει:
«Δεν πειράζει εγώ θα της πάρω Τελεμεντέ».
Παντρεύτηκαν μετά από δυο χρόνια ώστε να φαίνεται λιγότερο η διαφορά ηλικίας γιατί όλοι την περνούσαν για κόρη του.
Φαίνεται όμως πως εξελίχθηκε σε σπουδαία νοικοκυρά και ήξερε να κουμαντάρει το σπίτι παρά την ανέχεια που βίωνε με τον άνδρα της.
Το μόνο τους βιος μια υπέροχη γούνα αστρακάν, που κουβαλούσε η κυρία Μαντώ τους έσωσε από την πείνα της Κατοχής. Κάποια μέρα την πούλησαν σε ένα μαυραγορίτη κοψοχρονιά θα πεις αλλά εξασφάλισαν τροφή για ένα διάστημα.
Ένας ειλικρινής φίλος
Ο Ευκλείδης, είχε συνδεθεί στενά με την οικογένεια Κούνουπα. Με τον πατέρα ιδιαίτερα σε κρίσιμες εποχές μοιράζονταν ακόμα και το ψίχουλο.
Ο Μανόλης Κούνουπας, μας διασώζει το παρακάτω συγκινητικό περιστατικό στο βιβλίο του «Στενοποριές και στενορύμια» (σελ. 128-131) που δείχνει το δέσιμο των δύο ανδρών και το ψυχικό μεγαλείο του Ευκλείδη. Συνέβη στην πιο μαύρη περίοδο της κατοχής, όταν η πείνα θέριζε τους ανθρώπους και όσοι δεν είχαν κτηματική περιουσία λιμοκτονούσαν.
Ένα βράδυ κάλεσαν τον Ευκλείδη, σε ένα φτωχόσπιτο στον τουρκομαχαλά, ενός συμπατριώτη του από τα Βουρλά για να εξετάσει το παιδί της οικογενείας. Εκεί που εξέταζε έπεσε άθελα το μάτι του σε μια σανίδα όπου ήταν αραδιασμένα καμιά δεκαριά καρβέλια ζυμωτό ψωμί. Το θέαμα του έφερε ζάλη και ταραχή. Είχε τόσο καιρό να δει ολόκληρο καρβέλι. Και τόσα πολλά μαζί ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις αντοχές του.
Η περηφάνια του υπερίσχυσε για μια ακόμα φορά. Και πάνω που τέλειωνε την εξέταση η νοικοκυρά κατέβασε ένα καρβέλι κι ετοιμαζόταν να κόψει φέτες.
– Πόσο κάνει γιατρέ η επίσκεψη; ρώτησε ο ψαράς, ενώ ο γιατρός κοιτούσε σαν υπνωτισμένος τη γυναίκα που έκοβε το ψωμί.
«Τι να σας πω είπε στο τέλος ξεροκαταπίνοντας. Αν θέλετε κόψτε μου δυο φετούλες ψωμί. Δυο ψυχές είμαστε. Μας φτάνει…».
Ο ψαράς όμως ούτε που ν’ ακούσει τόσο ταπεινό αίτημα. Πήρε ένα ολόκληρο καρβέλι και το έδωσε στο γιατρό. Εκείνος ένιωσε βαθιά ταραχή. Για να σιγουρευτεί πως δεν ονειρεύεται πήρε το ψωμί, το σίμωσε στη μύτη του, το μύρισε, το χάιδεψε, το φίλησε.
Στη συνέχεια πέρασε από το φίλο του το Γιάννη Κούνουπα το φαρμακοποιό για να του κάνει τη χαρά. Αμέσως του ζήτησε μαχαίρι γρήγορα πριν μπει πελάτης στο φαρμακείο.
Μοίρασε το ψωμί στα δύο κι έδωσε στο Γιάννη το μισό.
«Πάρε αυτό για τα παιδιά σου» του είπε. Κι έφυγε τρέχοντας να προλάβει το μεγάλο νέο στη γυναίκα του.
Εκείνο το βράδυ στο σπίτι της οικογένειας Κούνουπα είχαν γιορτή με τα παιδιά να απολαμβάνουν ψίχουλο ψίχουλο τη φέτα τους για να παρατείνουν όσο γίνεται την απόλαυση.
«Να επιβιώνεις για τον εαυτό σου και μόνο δεν έχει αξία» έλεγε το άλλο βράδυ στον φίλο του ο γιατρός. Αξία έχει να επιβιώνεις για τους άλλους γιατί η ζωή είναι κάτι ιερό!».
Τιμές για έναν σημαντικό άνθρωπο
Το Ρέθυμνο τίμησε αυτό τον ακέραιο άνθρωπο, εκλέγοντάς τον δημοτικό σύμβουλο. Διετέλεσε και αντιπρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου.
Πέθανε σε απόλυτη φτώχεια το 1950, χωρίς να σταματήσει ούτε λεπτό την περίθαλψη ασθενών, κυρίως απόρων. Η ανιδιοτέλειά του, η ευγένεια και το ήθος του ανταμείφθηκαν από το δήμο, που ανέλαβε τιμής ένεκεν τα έξοδα της κηδείας. Σήμερα υπάρχει και οδός αφιερωμένη στη μνήμη του.
Και δεν γίνεται ακόμα και σήμερα αναφορά στο όνομά του, χωρίς να υποκλίνονται με σεβασμό οι συνειδήσεις σε έναν επιστήμονα που η χαρά του να υπηρετεί τον πάσχοντα συνάνθρωπο, εκμηδένιζε ακόμα και τις ανάγκες για επιβίωση.
Όσο για την κυρία Μαντώ, τη γυναίκα του, έζησε με απόλυτη αξιοπρέπεια κι αυτή μέχρι το 1991 και πέθανε σε ηλικία 87 ετών, εδώ στο Ρέθυμνο που την καλοδέχτηκε όταν κατέφυγε εδώ, προσφυγοπούλα, με μοναδικό βιος τις αξίες που της δίδαξαν οι αλησμόνητες πατρίδες.