To Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ) άρχισε να παίζει σταδιακά σημαίνοντα ρόλο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων από το 1987, με την «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη». Η θέση του στο θέμα αυτό, ενδυναμώθηκε στη «Συνθήκη του Μάαστριχτ» του 1993 και με όλες τις μεταγενέστερες Συνθήκες, που οδήγησαν τελικά στη «Συνθήκη της Λισσαβόνας» (2008).(1)
Παλαιότερα το ΕΚ κοινοποιούσε απλά στο Συμβούλιο των Υπουργών τις απόψεις του στο πλαίσιο μιας διαδικασίας γνωμοδότησης, κι εκείνο τις έγραφε είτε στα… παλιά του υποδήματα είτε τις συζητούσε στους διαδρόμους πίνοντας καφέ!
Η διαδικασία όμως της συναπόφασης ΕΚ – Συμβουλίου, που έχει υιοθετηθεί εδώ και είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια για ένα μεγάλο σύνολο πολιτικών, αφορώντας κατά κύριο λόγο στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ε.Ε., άλλαξε τον ρόλο του.
Αν δε συμφωνήσει λοιπόν το Συμβούλιο των Υπουργών με το ΕΚ εκεί όπου προβλέπεται, τότε δεν υπάρχει αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου το ΕΚ, έχει πάψει να παίζει το ρόλο της «παιδικής χαράς», κάτι όμως που δεν έγινε μάλλον αντιληπτό ακόμη και από πολλούς Ευρωβουλευτές όλων των αποχρώσεων.
Δε μηδενίζουμε βέβαια το έως σήμερα έργο του ΕΚ, αλλά διαπιστώνεται ότι σε κάποια θέματα αιχμής είναι κατώτερο των περιστάσεων! Το ακόλουθο επίμαχο θέμα αποδεικνύει τα ανωτέρω.
Ειδικότερα, όλοι θεωρούσαμε την προστασία των καταθέσεων έως τις 100 χιλιάδες ευρώ ως δεδομένη, (Βλ. Οδηγία 1994/19 και οι προεκτάσεις της).
Η κρίση όμως στην Κύπρο οδήγησε στην αμφισβήτηση αυτής της αρχής, γεγονός που οδήγησε το 2013 στην έναρξη των διαδικασιών για μια νέα νομοθετική ρύθμιση, στο πλαίσιο της Ε.Ε. Η τελευταία προβλέπει, εκτός των άλλων, το εξής: «Κούρεμα» των καταθέσεων άνω των 100 χιλιάδων ευρώ των πολιτών, στο κράτος εκείνο της Ε.Ε., όπου οι τράπεζές του αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Σε αυτό συμφώνησε και το ΕΚ (βλ. σχετική πολιτική απόφαση της 17/12/2013, όπως και απόφαση Συμβουλίου Ecofin της 18/2/2014, στο: http://www.capital.gr/NewsTheme.asp?id=1960839).
Υπήρχαν όμως και άλλες λύσεις με μια πιο ευρωπαϊκή διάσταση, που βασίζονται στη συλλογική ευθύνη που έχει επιβληθεί στην Ε.Ε., λόγω της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής που προωθείται από τη «Συνθήκη του Μάαστριχτ», τα Σύμφωνα Σταθερότητας του 1996 και 2005, τα έξι νομοθετήματα της Ε.Ε. του 2011 περί «υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών και ελλειμμάτων», την εκκολαπτόμενη Τραπεζική Ένωση κ.ά.
Έχοντας υπόψη τους περιορισμούς στις εθνικές πολιτικές που εισήγαγαν όλα τα ανωτέρω, η ερώτηση που εύλογα προκύπτει στο πλαίσιο της προαναφερθείσας συλλογικής ευθύνης είναι η εξής: Γιατί να μη διαχέονται οι επιπτώσεις της κρίσης, που αντιμετωπίζει μια περιοχή της Ένωσης, σε όλα τα μέλη της και γιατί να περιορίζονται μόνο στο όποιο «κακό» κράτος-μέλος της;
Στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής προσέγγισης λοιπόν, η νέα ρύθμιση, θα μπορούσε να υιοθετήσει μια σειρά μέτρων όπως π.χ. έναν από κοινού φόρο σε όλες τις καταθέσεις των κρατών-μελών.
Το σκεπτικό αυτό, σε μια πρώτη του ανάγνωση, εύλογα μπορεί να προκαλέσει κάποιες αντιδράσεις. Κινείται όμως στην ίδια λογική του φόρου Tobin, ενός φόρου που θα αφορούσε -αν εφαρμοζόταν- στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές συναλλαγές. Τα έσοδα από τις εν λόγω συναλλαγές, θα κάλυπταν βασικές ανάγκες των φτωχών χωρών. Κατά την εξεταζόμενη πρόταση, οι επιπτώσεις της φτώχειας (τοπικό φαινόμενο) θα διαχέονταν λοιπόν σε όλο την πλανήτη.
Θα μπορούσε λοιπόν να δημιουργηθεί ένα Ταμείο, που θα συγκέντρωνε τους Ευρωπαϊκούς φόρους Tobin (φόρους επί όλων των καταθέσεων στην Ε.Ε. ή στην Ευρωζώνη μόνο), οι οποίοι ακολούθως θα κατευθύνονταν στις προβληματικές τράπεζες των κράτων-μελών σε κρίση.
Έτσι, κατά την πρότασή μας, οι επιπτώσεις της έλλειψης ρευστότητας σε μια περιοχή της Ένωσης (τοπικό φαινόμενο), θα έπρεπε να διαχέονται στο σύνολο της Ε.Ε. ή της Ευρωζώνης, κάτι που το επιτρέπει -αν όχι το επιβάλλει- αυτή η ίδια η Συνθήκη της Λισσαβόνας, μέσω της αλληλεγγύης που προτάσσει.
Στην ανατροπή της λογικής, που τελικά υιοθετήθηκε, καίριο ρόλο μπορούσε να παίξει το ΕΚ, προτείνοντας μια πιο Ευρωπαϊκή λύση.
Δυστυχώς όμως, το ΕΚ, δεν έπαιξε το ρόλο που του δόθηκε. Έτσι, αρκέστηκε σε κάποιες χλιαρές αλλαγές στα όσα προτάθηκαν από την Επιτροπή προς ψήφιση, μη αλλάζοντας λοιπόν τη φιλοσοφία του νομοθετήματος.
Συνέπεια των όσων αποφασίσθηκαν είναι το ακόλουθο: Με την εφαρμογή των όσων προβλέπονται από τη συμφωνία ΕΚ-Συμβουλίου περί «κουρέματος» των καταθέσεων μόνο των προβληματικών τραπεζών μιας περιοχής (κράτους) της Ε.Ε., η απογύμνωση των τραπεζών των κρατών-μελών σε κρίση από τις καταθέσεις πλουσίων πολιτών είναι δεδομένη. Όλα λοιπόν λειτουργούν υπέρ των πλουσίων κρατών – μελών με τη συγκατάθεση του ΕΚ!!!
(1) Βλ. αναλυτικότερα, Δ. Μάρδας, «Από την ΕΟΚ στην ΕΕ», (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζυγός, 2013, Γ’ έκδοση).
* Ο Δημήτρης Μάρδας είναι καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ.