Μήπως ξέρουμε πόση δύναμη κρύβουμε μέσα μας: Κι έρχεται κάποια στιγμή και γινόμαστε ήρωες χωρίς καν να γνωρίζουμε την ακριβή έννοια της λέξης. Έτσι ακριβώς όπως έγινε με την Ευτυχία από την Κρύα Βρύση που «ρεζίλεψε» τους Γερμανούς.
Μια απλή κοπέλα
Όμορφη κοπέλα, καλοσυνάτη και προκομμένη η Ευτυχία ήταν το καμάρι των γονιών της Σπύρου και Ευθαλίας Φωτάκη.
Η ορφάνια χτύπησε νωρίς την πόρτα της. Έχασε τον πατέρα της Ιούλη του 44. Δυο μέρες μόλις μετά το εξάμηνο μνημόσυνό του, που έγινε με την τάξη στην εκκλησία του χωριού, ήρθε η μεγάλη συμφορά.
Τρίτη 22 Αυγούστου 1944, η Ευτυχία όπως το συνήθιζε ξύπνησε πολύ πρωί. Στο σπίτι κοιμόταν ήσυχα η μάνα της, ο αδελφός της Γιώργης με τη γυναίκα του Ελευθερία και την 5χρονη κόρη τους Θάλεια.
Ήσυχα για να μην τους ξυπνήσει η Ευτυχία, ανέβηκε στην πετρόσκαλα, προς το δώμα, και κάθισε να προγραμματίσει τις δουλειές της μέρας.
Μια στιγμή η καρδιά της σκίρτησε. Περνούσε από κει ο Κωστής που αργότερα θα γινόταν άντρας της. Μα δεν είχε την γλυκιά ηρεμία άλλων ημερών. Ανήσυχοι ήταν και τρεις-τέσσερις άνδρες από το χωριό που ακολουθούσαν. Τραβούσαν με βιάση το δρόμο προς το Σελί, επειδή είχαν ακούσει πυροβολισμούς. Αποφάσισαν για καλό και για κακό να φύγουν από το χωριό. Δύσκολοι καιροί. Δεν ήξερες τι θα φέρει η επόμενη ώρα.
Ανέβαιναν σαν τα μυρμήγκια
Με καρδιοχτύπι τους παρακολουθούσε και η Ευτυχία. Μια σιωπηλή προσευχή άνθισε μέσα της. Ας τους φύλαγε ο Θεός από την κακή ώρα.
Μόλις το βλέμμα της έπεσε τυχαία προς τη Βίγλα, πάγωσε το αίμα της Γερμανοί στη σειρά, σαν τα μυρμήγκια, ανηφόριζαν από το Κάτω Χώρι. Πλησίαζαν στο χωριό.
Άνθρωπος αισιόδοξος η Ευτυχία προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Γιατί να βάζει κακό ο νους της; Οι Γερμανοί θα έρχονταν να πάρουν πάλι κόσμο για τα έργα στο Τυμπάκι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχαν και οι Κρυοβρυσανοί, στις αγγαρείες που ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Όταν κατέβηκε να ειδοποιήσει τη μάνα της για την είσοδο των Γερμανών στο χωριό, χάρηκε που την είδε στον ίδιο εφησυχασμό. Ας τέλειωναν όμως το συντομότερο οι αδικοθάνατοι να φύγουν. Και μόνο η θέα τους σε γέμιζε ανατριχίλα.
Κανένας δεν υποψιαζόταν τη συμφορά
Κανένας χωριανός δεν έδειχνε ανησυχία. Έμειναν να δουν τι γύρευε πάλι ο εχθρός από το χωριό τους.
Ξάφνου φάνηκε στην αυλή ένας Γερμανός. Κοίταξε άγρια την Ευτυχία.
«Κομ» της είπε και την τράβηξε στο σχολειό. Εκεί είχαν ήδη μονομεριάσει άντρες και γυναίκες. Τι ήταν πάλι αυτό; Δεν είχε ξαναγίνει τέτοια μάζωξη.
Μια στιγμή φάνηκε ένας Έλληνας διερμηνέας.
«Να πάτε τους είπε στα σπίτια σας και να πάρετε ό,τι μπορείτε να σηκώσετε, γιατί το χωριό θα καεί».
Θρήνος και οδυρμός ακολούθησαν τα λόγια του.
Κλαίγοντας με λυγμούς η Ευτυχία γύρισε σπίτι. Η μάνα της ήταν αδιάθετη εκείνη την ημέρα και έμεινε περισσότερο στο κρεβάτι. Μόλις της είπε τα καθέκαστα η κόρη της έκανε να σηκωθεί. Ο νους μπέρδεψε από την αγωνία. Τι να πάρει κανείς τέτοιες ώρες; Τι να σκεφτεί όταν βλέπει να κινδυνεύει η ζωή του;
Τα πράγματα έγιναν χειρότερα στη θέα ενός Γερμανού και πάλι στην αυλή. Σαστισμένες οι γυναίκες βιάστηκαν να βγουν από το σπίτι, χωρίς να πάρουν σχεδόν τίποτα. Ούτε τρόφιμα ούτε και ρούχα.
Κατέβαιναν προς τη Βρύση σμίγοντας και με άλλες γυναίκες από το χωριό. Εκεί πηγαίνοντας προς το Συκονέρι, ήρθε και χώθηκε ανάμεσά τους ο Νικολής ο Βαβουράκης, κρατώντας αγκαλιά το Μανόλη του. Ακολούθησε μέχρι το Κάτω Χώρι και από εκεί έφυγε βρίσκοντας διέξοδο σε έναν οχετό.
Στο δρόμο της προσφυγιάς
Στο Συκονέρι περίμεναν φορτηγά αυτοκίνητα. Οι Γερμανοί ανέβασαν σπρώχνοντας τον κόσμο και ξεκίνησαν για το Σπήλι.
Στην καρότσα φρόντισαν να έχουν όρθιες γυναίκες για να αποτρέψουν τυχόν επίθεση από αντάρτες.
Όρθια και η Ευτυχία κοιτούσε αφηρημένη το τοπίο.
Ένας Γερμανός που ήταν πλάι της είπε κοιτάζοντας τα βουνά:
«Εδώ πολλοί παρτιζάνοι».
«Νιξ παρτιζάνοι» του αποκρίθηκε η κοπέλα φτύνοντας σχεδόν τις λέξεις. Τόσος θυμός είχε αρχίσει να συσσωρεύεται μέσα της.
«Είσαι σλαβίνα» (κατεργάρα) της λέει ο Γερμανός και δεν έδωσε συνέχεια στην κουβέντα.
Ούτε βέβαια και η Ευτυχία είχε καμιά πρεμούρα να τον ενθαρρύνει.
Κάποτε φθάσανε στο Σπήλι.
«Να πάτε όπου θέλετε, τους είπαν οι Γερμανοί. Μόνο στο χωριό σας να μην γυρίσετε».
Κι ενώ έλεγαν αυτά φαίνονταν σαν να ψάχνουν. Είδαν την Ευτυχία και ρώτησαν αν είναι παντρεμένη. Όταν πήραν αρνητική απάντηση της έγνεψαν να τους ακολουθήσει.
Μαρμάρωσε εκεί που καθόταν η κοπέλα. Σίγουρα δεν την φώναζαν για καλό.
«Βιάσου της είπε ο διερμηνέας. Αν δεν υπακούσεις θα σε σκοτώσουν…»
Τι να κάνει το κορίτσι; Τους ακολούθησε.
Πλιάτσικο στ’ αγαθά του χωριού
Στο μεταξύ είχε αρχίσει στην Κρύα Βρύση το πλιάτσικο. Ανεκτίμητης αξίας πράγματα άρχισαν να φτάνουν στο Σπήλι για διαλογή. Με πόνο ψυχής έβλεπαν οι Κρυοβρυσανοί που κατάντησε το βιος τους.
«Η κουβέρτα μου» είπε κάποια στιγμή η Ευτυχία.
Είχε αναγνωρίσει ένα χειροτέχνημα από την προίκα της.
Ένας Γερμανός την αγριοκοίταξε.
«Τι είπες κουβέρτα σου;».
«Ναι» απάντησε θαρρετά η Ευτυχία.
Ο Γερμανός πήρε το βαρύτιμο κομμάτι και το εξαφάνισε στη στιγμή.
Γύρισε κρατώντας ένα μολύβι κι ένα χαρτί.
«Αν είναι κουβέρτα σου, της είπε ζωγράφισέ μου τα σχέδια και πες μου τα χρώματα».
Πρόθυμα η Ευτυχία έκανε ό,τι της είπε. Τα χέρια της είχαν κάνει την κουβέρτα. Και δεν θα θυμόταν σχέδια και χρώματα;
Όταν ο Γερμανός πήρε το χαρτί με το σχέδιο, κοίταξε επίμονα την Ευτυχία και πάλι έστρεψε το βλέμμα στο χαρτί.
Εξαφανίστηκε για λίγο και μετά επέστρεψε κρατώντας την κουβέρτα. Την πέταξε στη μεριά της και γύρισε στο πόστο του.
Οι καημένοι οι Σπηλιανοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να περιποιηθούν τους πρόσφυγες. Από το βρισκούμενο τους έδωσαν αλλά με τόση αγάπη.
Η μοναδική έγνοια που είχε η Ευτυχία ήταν η μάνα της. Δεν μπορούσε να περπατήσει. Που να πήγαιναν;
Ειδοποίησε στις Βρύσες και την επομένη περίμενε να της στείλουν το ζώο που θα βοηθούσε τη μάνα της για να μην περπατεί.
Αντίποινα για τον Καπαϊδόνη
Πάνω στην ώρα άρχισαν πάλι να ουρλιάζουν οι Γερμανοί. Ζητούσαν από όλους να συγκεντρωθούν στην πλατεία.
«Να δεις που θα πληρώσουμε τη νύφη ή μάλλον τον προδότη» είπε κάποιος.
«Τι θες να πεις;» λαχτάρησαν οι άλλοι.
«Να απ’ ότι άκουσα σκότωσαν οι αντάρτες τον Καπαϊδόνη το γερμανόφιλο. Γι’ αυτό μας μαζεύουν τώρα. Ποιος ξέρει τι σκέφτονται να μας κάνουν».
Ακολούθησε και η κοπέλα το πρόσταγμα, αφού δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.
Αυτοκίνητα άρχισαν να φτάνουν για να πάρουν κόσμο, ποιος ξέρει για πού.
Μια κοπέλα βρέθηκε πλάι στην Ευτυχία. Η Γεωργία Ασουμανάκη.
Η Ευτυχία ζούσε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Αλλά μια παράξενη δύναμη μέσα της δεν την άφηνε να συμβιβαστεί με τη μοίρα της.
Μια στιγμή ο φρουρός στρατιώτης έπαψε να τις επιτηρεί και πλησίασε τον οδηγό του αυτοκινήτου. Πιάσανε κουβέντα.
Η μεγάλη απόφαση
«Πάμε να φύγουμε» είπε τότε η Ευτυχία στη Γεωργία και την τράβηξε από το φουστάνι.
Πήραν να τρέχουν στα περιβόλια. Άγνωστα μέρη γι’ αυτές που δεν ήξεραν καθόλου την περιοχή πέρα από το χωριό τους. Άβγαλτες κοπέλες χωρίς να ξέρουν πως είναι ο κόσμος έξω από την Κρύα Βρύση. Μα εκείνη την ώρα είχε νικήσει κάθε δισταγμό η λαχτάρα τους να ξεφύγουν από τον κλοιό των Γερμανών.
Σύντομα κατάλαβαν πως είχε γίνει αντιληπτή η απόδρασή τους. Ένιωθαν πίσω τους ν’ ακολουθούν οι διώκτες τους. Η Γεωργία φοβήθηκε. Σταμάτησε και άφησε τους Γερμανούς να την φτάσουν και να τη συλλάβουν.
Η Ευτυχία ούτε γύρισε να κοιτάξει. Έβαλε φτερά στα πόδια κι έτρεχε χωρίς κι αυτή να ξέρει που πηγαίνει… Ο νους της μόνο δούλευε ακατάπαυστα. Σκέφτηκε ότι δεν θα αργούσαν να τη φτάσουν, αφού το πένθος της έδινε στόχο.
Μια μαυροφορεμένη κοπελιά κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Αν άλλαζε κάτι στην εμφάνισή της; Και πήρε τη μεγάλη απόφαση, που για την εποχή ήταν ηθική αποκοτιά.
Για να χάσουν οι Γερμανοί τα ίχνη της σήκωσε τη φούστα της και την έφερε στους ώμους σαν ζακέτα. Το κίτρινο μεσοφόρι που φορούσε ίσως και να τους παραπλανούσε. Έφτασε παρακάτω σ’ ένα χωράφι. Κατάκοπη και γεμάτη αγωνία σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Ένας γέρος την πήρε χαμπάρι και τη ρώτησε ποια είναι και τι γυρεύει στο χωράφι του η Ευτυχία με λαχανιασμένη φωνή του συστήθηκε και τον παρακάλεσε να την βοηθήσει.
«Με κυνηγούν οι Γερμανοί», είπε με απόγνωση και τον κοίταξε ικετευτικά.
«Τράβα στην Ορνέ» τη συμβούλεψε ο γέρος.
«Δεν ξέρω να πάω» αποκρίθηκε η κοπέλα.
Πορεία στο άγνωστο
Είδε πως δεν είχε διάφορο και πήρε πάλι να τρέχει στο άγνωστο. Σε λίγο έφτασε σε ένα μύλο. Ζήτησε από τους ανθρώπους που συνάντησε βοήθεια. Συνάντησε πάλι την ίδια δυσπιστία. Ίδια απροθυμία που της έφερε δάκρυα στα μάτια. Όμως όχι. Δεν θα λύγιζε. Τώρα που είχε φτάσει ως εκεί θα λιγοψυχούσε;
Στο μεταξύ οι Γερμανοί δεν το άφησαν να πέσει κάτω. Αφού την έψαχναν για κανένα τρίωρο γύρισαν στο σπίτι που είχε φιλοξενήσει την Ευτυχία και τους δικούς της, ρώτησαν τους νοικοκυραίους, μετά άρχισαν να ρωτούν τους πάντες ασκώντας και βία. Είχαν τρελαθεί. Μια κοπελιά να τους ρεζιλέψει έτσι ξεφεύγοντας μέσα από τα χέρια τους; Δεν μπορούσαν να το δεχτούν. Θα την εύρισκαν ο κόσμος να χαλάσει.
Είχε πάρει να βραδιάζει. Εκεί που βάδιζε η Ευτυχία θυμήθηκε κάποιους συγγενείς της μάνας της στα Αχτούντα. Έφτασε κάποια στιγμή κι ευτυχώς βρήκε θαλπωρή. Δεν θέλησε όμως να βάλει σε μπελάδες τους ανθρώπους. Ξεκουράστηκε και μετά πάλι πήρε τους δρόμους. Βρέθηκε στο Βάτο, που είχε κι εκεί συγγενείς. Φιλόξενο το σπίτι του Γιώργη του Πελεκανάκη, που ήταν εισπράχτορας του Δημοσίου, άνοιξε να τη δεχθεί. Κάθισε λίγο και πάλι άλλαξε τόπο, μήπως και φτάσουν στα ίχνη της οι Γερμανοί. Κάτω από το Βάτο ήταν το σπίτι του θείου της Γιώργη Αναλαμπιδάκη, χαμένο στην εξοχή. Εκεί μπορούσε να νιώθει περισσότερο ασφαλής. Οι θείοι της γίνονταν θυσία για να την φροντίσουν. Εκείνη σκεπτόταν τη μάνα της. Κι αυτός ο καημός την έτρωγε. Σκέφτηκε να στείλει ένα μήνυμα. Ο θείος της αντέδρασε. Κι αν το έπιαναν οι εχθροί; Θα τους έστηναν όλους στον τοίχο. Κάποια στιγμή τον έπεισε. Έγραψε δυο λέξεις σ’ ένα χαρτί πως είναι καλά. Κι ένα ξαδελφάκι της ανέλαβε να το δώσει στα χέρια της μάνας της. Τουλάχιστον να μη θρηνεί για πεθαμένη την κόρη της. Πέρασαν σαράντα μέρες εκεί στο Βάτο.
Στο μεταξύ η μάνα της και η οικογένεια του αδελφού της είχε βρει καταφύγιο στο σπίτι Χρυσαδόντη, στις Βρύσες, που ήταν παππούς του Στέφανου και του Αντώνη Παυλάκη. Από τους πιο ενεργούς πολίτες που ξέρουμε σήμερα.
Έκανε κι η Ευτυχία τη σκέψη να πάει κοντά τους αλλά φοβόταν μήπως την αντιληφθούν οι Γερμανοί που είχαν το φυλάκιό τους στ’ Ακούμια.
Για να νιώθει πιο σίγουρη και για να μην βάλει σε περιπέτειες τους θείους που τη φιλοξενούσαν πήγε και στη Δρύμισκο μερικές μέρες σε ένα σύντεκνο του πατέρα της και στα Κεραμέ σε μια πρώτη ξαδέλφη της μάνας της.
Που να το φανταζόταν η άλλοτε διστακτική Ευτυχία να πάει μέχρι το διπλανό χωριό ότι θα γυρνούσε σαν φυγόδικη από τόπο σε τόπο.
Ευτυχώς για την κοπέλα κοντοχάραζε η λευτεριά. Μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί έμεινε στο Βάτο. Και μετά έτρεξε ν’ ανταμώσει με την οικογένειά της.
Τόσο καιρό φορούσε το ίδιο φόρεμα. Κι είπαν οι συγγενείς της να της βρουν ένα φόρεμα να βάλει γιατί πήγαινε άσχημα να κυκλοφορεί σχεδόν με κουρέλια. Διάλεξαν ένα ανοιχτόχρωμο. Κοπελιά ήταν. Τι να φορέσει;
Μόλις την είδε η μάνα της δεν άντεχε από τη λαχτάρα που την ξανάβλεπε να τη μαλώσει. Της είπε όμως με πίκρα.
– Τόσο γρήγορα κόρη μου ξέχασες τον πατέρα σου;
Μαχαιριά να της έδινε δεν θα πονούσε λιγότερο. Μπήκαν στη μέση οι άλλοι συγγενείς.
Χρέος να τηρηθεί το πένθος. Αλλά η καημένη η κοπέλα πέρασε τόσες περιπέτειες. Το χρώμα θα κοιτούσαν τώρα; Κατάλαβε και η μάνα το λάθος της. Πήρε πίσω το λόγο της. Γλύκανε η ψυχή της Ευτυχίας.
Μια σεβάσμια δέσποινα
Θα ήταν περίπου 80 χρόνων όταν μου διηγήθηκε την περιπέτειά της, στη δροσόλουστη αυλή του σπιτιού της με προτροπή του Θοδωρή του Πελαντάκη. Και πρόσφατα στα 97 χρόνια της επανέλαβε την ιστορία στο Γιώργο Μαυροτσουπάκη, που την καταχώρισε πλάι σε άλλες μαρτυρίες στο ημερολόγιο του Πολιτιστικού Συλλόγου Κρύας Βρύσης «Οι 35 Εθνομάρτυρες» έτους 2015.
Σήμερα η κυρία Ευτυχία Βαβουράκη, κοντά στον αιώνα της ζωής της, θυμάται την τόλμη της να ξεφύγει των Γερμανών και χαμογελά. Όχι πως έκανε και τίποτα σπουδαίο, θα σου πει. Αλλά εκείνη την ώρα που έπρεπε να επιλέξει, πήρε τη μοίρα της στα χέρια της κι ας μην ήξερε τίποτα για τη ζωή κι ας μην είχε δρασκελίσει το κατώφλι του σπιτιού της ούτε για να πάει στο γειτονικό χωριό. Κινδύνεψε αλλά καθώς λέει και η ίδια άξιζε τον κόπο.