Την εφαρμογή των μέτρων τα οποία νομοθετήθηκαν αναφορικά με τις ρυθμίσεις στη διάθεση ελαιολάδου στα καταστήματα εστίασης, ζητά ο Σύνδεσμος Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης, αναφερόμενος στην υποχρεωτική αναγραφή του είδους των λαδιών που χρησιμοποιούνται στις επιχειρήσεις καθώς και για την αύξηση συσκευασιών ελαιολάδου. Εστιατόρια και επιχειρήσεις εστίασης εδώ και 8 μήνες περίπου οφείλουν να αναγράφουν στους τιμοκαταλόγους τους τον τύπο του λαδιού που χρησιμοποιούν για την παρασκευή των φαγητών τους. Κάποιοι όμως δεν συμμορφώθηκαν με τη διάταξη, ενώ αρκετοί καταναλωτές δεν ασχολούνται με το είδος τους ελαιόλαδου που καταναλώνουν στις ταβέρνες. Τα μέλη του δικτύου «Ελαιογευσίες» από την πλευρά τους ζητούν την εντατικοποίηση των ελέγχων για να διαπιστωθεί ποιοι έχουν συμμορφωθεί με το νόμο και σε ό,τι αφορά στον κατάλογο, αλλά και αν όντως στην κουζίνα υπάρχει το είδος του λαδιού που λένε ότι χρησιμοποιούν.
Ειδικότερα, στη διάρκεια συνέντευξης τύπου που δόθηκε χθες στα Χανιά ο κ. Νίκος Μπομπολάκης, πρόεδρος Δικτύου «ΕλαιοΓευσίες, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Πολλές από τις σημαντικές ρυθμίσεις για την διάθεση του ελαιολάδου στην εστίαση και στη λιανική αγορά, οι οποίες ζητούνται τα τελευταία χρόνια από τον ΣΕΔΗΚ και που πριν από δυο μήνες ζητηθήκαν και πάλι με τεκμηριωμένο κοινό Υπόμνημα του ΣΕΔΗΚ και του Δικτύου Αποκλειστικής Χρήσης Ελαιόλαδου «ΕλαιοΓευσιες», ικανοποιήθηκαν με νομοθέτηση ειδικών μέτρων. Δεν φτάνει όμως αυτό. Απομένει να ληφθούν και τα κατάλληλα μετρά, ώστε οι ρυθμίσεις αυτές να εφαρμοστούν στην πράξη.
Η άρση της απαγόρευσης των μιγμάτων ελαιολάδου με σπορέλαια που επί έτη ίσχυε στην Ελλάδα εξακολουθεί να ισχύει, αφού στο Πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε πρόσφατα δεν περιλήφθηκε η σχετική πρόταση του ΟΟΣΑ.
Ωστόσο η χρήση των σπορέλαιων στη χωρά μας συνεχώς διευρύνεται και μάλιστα έχει σχεδόν γενικευτεί ιδίως στα τηγανητά που προσφέρονται από τις επιχειρήσεις Εστίασης, χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό από τους καταναλωτές.
Γι’ αυτό το Δίκτυο ΕλαιοΓευσίες που σαν μελή του έχει ταβέρνες και επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν αποκλειστικά σε όλα ανεξαιρέτως τα φαγητά ελαιόλαδο, ζητά από τις αρμόδιες υπηρεσίες έλεγχου των Αντιπεριφερειών να εφαρμόσουν το Νόμο σχετικά με το θέμα αυτό, ζητώντας από τις ταβέρνες, τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία να αναγραφούν υποχρεωτικώς το είδος των λαδιών που χρησιμοποιούν σε κάθε φαγητό.
Αυτό προβλέπεται από τη Νομοθεσία. Ωστόσο όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι στην πράξη αυτό δεν εφαρμόζεται. Και εμείς ευλόγα διερωτόμαστε και περιμένουμε απάντηση. Γιατί οι αρμόδιες υπηρεσίες έλεγχου των αντιπεριφερειών της Κρήτης δεν προβαίνουν στις ενέργειες που πρέπει, ώστε να εφαρμοστεί το Μέτρο; Οι συνάδελφοί μας που έχουν ταβέρνες ή εστιατόρια προφανώς είναι ελεύθεροι να χρησιμοποιούν σπορέλαια, αφού ο νομός το επιτρέπει. Είναι όμως υποχρεωμένοι να το αναγραφούν στους Καταλόγους. Άλλοις υπάρχει θέμα παραπλάνησης των καταναλωτών, οι όποιοι όντας συνηθισμένοι στα σπίτια τους να καταναλώνουν στα τηγανητά ελαιόλαδο, νομίζουν ότι το ίδιο γίνεται και όταν τρώνε έξω. Και αυτοί πρέπει επομένως να το προσέξουν. Αλλά και οι ξένοι τουρίστες που κάθε χρόνο μας επισκέπτονται, από ερευνά με ερωτηματολόγια που έκανε ο ΣΕΔΗΚ, διαπιστώθηκε ότι προτιμούν φαγητά με ελαιόλαδο και είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν και παραπάνω. Γι’ αυτό αρκεί να είναι βέβαιοι ότι είναι πράγματι με ελαιόλαδο».
Στην ανάγκη μείωσης της ψαλίδας τιμών παραγωγού καταναλωτή αναφέρθηκε ο επιστημονικός σύμβουλος του ΣΕΔΗΚ, ζητώντας την αύξηση των συσκευασιών ελαιολάδου, όχι μονό στην Εστίαση, αλλά και στην Οικογενειακή κατανάλωση. Ειδικότερα, ο κ. Ν. Μιχελάκης υποστήριξε: «Η αύξηση της μέγιστης επιτρεπτής συσκευασίας ελαιολάδου για τις επιχειρήσεις εστίασης που είχε ζητηθεί από τον ΣΕΔΗΚ (αρ. πρ. 13/26-8-2011) τελικά έγινε αποδεκτή και ήδη με το Νομοσχέδιο η χρήση συσκευασιών ελαιολάδου σε Ταβέρνες, Εστιατόρια, Ξενοδοχεία και Καντίνες αντί για 5 λίτρα που ίσχυε μέχρι σήμερα, αυξάνεται σε 10, 20, 25 και 50 λίτρα.
Έτσι, το κόστος προμηθείας ελαιολάδου από επιχειρήσεις εστίασης σε μικρές συσκευασίες, που πράγματι αποτελούσε ένα εμπόδιο, με τη ρύθμιση αυτή μειώνεται κατά πολύ. Γιατί πράγματι ήταν σημαντικό πρόβλημα οι επιχειρήσεις Εστίασης που καταναλώνουν 1 έως 3 τόνους λαδί το χρόνο, να το προμηθεύονται με τις τιμές που ισχύουν σε συσκευασίες μικρότερες των 5 λίτρων στη λιανική με τιμές 5-8 ευρώ/λίτρο.
Όμως η ρύθμιση της αύξησης θα πρέπει να εφαρμοστεί και σε άλλους φορείς μαζικής εστίασης, όπως Νοσοκομεία, Στρατό, Φιλανθρωπικά ιδρύματα κ.ά, αλλά ακόμα και για την οικογενειακή κατανάλωση.
Στη χώρα μας, οι ανάγκες της οικογενειακής κατανάλωσης, η οποία κυμαίνεται στα 20 κιλά/άτομο ετησίως σε επίπεδο χώρας και ακόμη υψηλότερα στην Κρήτη, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν ούτε πρακτικά, ούτε οικονομικά από τα συνήθη καταστήματα λιανικής (Σουπερ Μάρκετ) όπου οι τιμές είναι 100 έως και 300% υψηλότερες από τις τιμές παραγωγού.
Η κατάσταση αυτή εξωθεί, όπως είναι φυσικό, σε μια άτυπη διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ελαιολάδου κατευθείαν από παραγωγούς σε καταναλωτές, σε τιμές 40-50% υψηλότερες από τις τιμές παραγωγού, οι οποίες όμως είναι συμφερότερες για τις δυο πλευρές και φαίνεται να καλύπτει ένα ποσοστό άνω από το 30% της Ελληνικής κατανάλωσης.
Η μορφή αυτή της οικογενειακής κατανάλωσης, ενώ έχει σειρά πλεονεκτημάτων γιατί μειώνει δραστικά την ψαλίδα παραγωγού καταναλωτή, οπωσδήποτε επιτρέπει, όπως και η τυπική λιανική αγορά, περιπτώσεις νοθειών και φοροδιαφυγής. Επομένως με κατάλληλες ρυθμίσεις, πρέπει να τεθεί υπό νομιμοποίηση και ώστε και η ψαλίδα παραγωγής -κατανάλωσης να μειωθεί και η απώλεια φορολογικών εσόδων να περιοριστεί».
Παράλληλα, ο κ. Μιχελάκης αναφέρθηκε στην υποχρεωτική χρήση συσκευασιών μιας χρήσης συσκευασιών ελαιολάδου στην εστίαση, τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Αρκετές ταβέρνες τελευταία, με δική τους πρωτοβουλία άρχισαν να προσφέρουν ελαιόλαδο για νωπή χρήση σε σαλάτες, βραστά, ψητά, στα τραπέζια τους, όχι με τα γνωστά μπουκάλια του χύμα «λαδόξυδου», αλλά με επώνυμες φιάλες.
Η πρωτοβουλία αυτή που προφανώς οφείλεται στην πρόθεση των επιχειρήσεων να καινοτομήσουν και να «ανταποκριθούν» στη ρύθμιση που προτάθηκε από τα Ελαιοπαραγωγικά Κράτη στην ΕΕ τελευταία, θεωρείται καταρχήν θετική. Δυστυχώς όμως οι φιάλες αυτές σε αρκετές περιπτώσεις, ενώ φέρουν επώνυμες ετικέτες, δεν προσφέρονται σφραγισμένες όπως γίνεται με το κρασιά ακόμα και με το νερό! Παρουσιάζουν έτσι προϊόν με αμφισβητούμενη ταυτότητα και μειωμένη αξιοπιστία που απωθεί αντί να έλκει τους ενημερωμένους πελάτες, ενώ παράλληλα δυσφημεί και τις ετικέτες που το φέρουν. Από την άλλη πλευρά ο ΣΕΔΗΚ και το Δίκτυο ΕλαιοΓευσίες θα επιμείνουν στην αρχική τους πρόταση, ώστε τελικά να ισχύσει και στην Ελλάδα όπως ισχύει ήδη και στην Πορτογαλία, Ιταλία, Ισπανία η υποχρεωτική χρήση».