Η επικαιροποίηση του σχεδιασμού για την πολιτική προστασία στο νησί είναι απαραίτητη, τόνισε στα «Ρ.Ν.» ο γνωστός σεισμολόγος καθηγητής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευθύμης Λέκκας.
Όπως είπε μιλώντας στα «Ρ.Ν.» στο περιθώριο των εργασιών του οικολογικού συμποσίου που διεξάγεται στο Ρέθυμνο η μεγάλη άσκηση «Μίνωα 2024», που διεξήχθη στις περιφερειακές ενότητες Κρήτης τον περασμένο Απρίλιο, ήταν μια προσοδοφόρα εμπειρία για τις υπηρεσίες του νησιού που διαχειρίζονται φυσικές καταστροφές. Στην άσκηση συμμετείχαν άνδρες του Πυροσβεστικού σώματος, διασώστες του ΕΚΑΒ, αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις, μέλη της Πολιτικής προστασίας και του Ερυθρού Σταυρού, καθώς και εθελοντές.
Σε γενικές γραμμές το επίπεδο στο νησί είναι καλό, είπε, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι: «Θεωρώ ότι είμαστε σε πολύ καλό επίπεδο όσον αφορά το επίπεδο του μηχανισμού πολιτικής προστασίας στην Κρήτη. Στο σεισμολογικό κομμάτι είμαστε μπροστά, με τη μεγάλη άσκηση που κάναμε με το Μίνωα, θεωρώ ότι αποκτήσαμε όλοι ιδιαίτερη εμπειρία. Από εκεί και πέρα, τα πάμε αρκετά καλά και στα πλημμυρικά φαινόμενα και στο θέμα των δασικών πυρκαγιών. Συνολικά πρέπει να υπάρχει μία επικαιροποίηση του σχεδιασμού, γενικότερα σε όλη την Κρήτη».
Ο καθηγητής σημείωσε ότι η αντιμετώπιση έκτακτων κρίσεων δεν μπορεί να είναι ποτέ καθολικά επιτυχημένη, αλλά προσφέρεται η δυνατότητα αποτελεσματικών διαχειρίσεων, η οποία θα είναι προϊόν σχεδιασμού και προετοιμασίας.
Σε μία ευρύτερη ανάλυση των κινδύνων που ελοχεύουν οι φυσικές καταστροφές, ο καθηγητής σεισμολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, κρίνει απαραίτητη την αξιολόγηση των συστημάτων προστασίας της Κρήτης, από φυσικά φαινόμενα. «Η Κρήτη προκειμένου να αναβαθμίσει τη σεισμολογική της θωράκιση, πρέπει να προχωρήσει σε μία ανάλυση και εκτίμηση κινδύνων σε όλη την περιφέρεια της Κρήτης. Πρέπει σε ενιαίο επίπεδο να εξεταστούν γεωδυναμικοί και υδρομετεωρολογικοί κίνδυνοι», δήλωσε, επεξηγώντας ότι δίχως μελέτες εργασίας σχετικά με την αξιοπιστία των επιχειρησιακών σχεδίων, δεν μπορεί να υπολογιστεί επαρκώς το μέγεθος του κινδύνου.
«Στη συνέχεια πρέπει να κάνουμε μία ανάλυση τρωτότητας των συστημάτων, έτσι ώστε να μπορέσουμε να υπολογίσουμε τη διακινδύνευση και να καταστρώσουμε τα επιχειρησιακά μας σχέδια», συμπλήρωσε.