Το ανακύψαν εκ νέου «μακεδονικό θέμα» αναδεικνύει για πολλοστή φορά τη σχιζοφρένεια που χαρακτηρίζει τη συλλογική πολιτική συμπεριφορά μίας κοινωνίας, που άγεται και φέρεται από ένα κατ’ εξοχήν δημαγωγικό (λόγω της μικροκομματικής του ιδιοτέλειας) στερεότυπο που τους υποβάλλουν οι εγχώριοι πολιτικοί σχηματισμοί.
Θυμηθείτε το ομόψυχον του Έλληνα, όταν επί έτη αναθεμάτιζε τον δαίμονα που ενσάρκωνε η Γερμανίδα καγκελάριος και η κυβέρνησή της, σε βάρος ενός πενόμενου λαού. Είναι, βέβαια, η ίδια γυναίκα, στην οποία επενδύουμε σήμερα, ευελπιστώντας ότι θα ευδοκιμήσει ο σχηματισμός νέας κυβέρνησής της με τη συμμαχία των σοσιαλδημοκρατών και είναι βέβαια η (καθ’ υπερβολή) εφαρμογή των μνημονίων της, που επιτρέπει στην κυβέρνηση της χώρας να επιχαίρει για την είσοδο ετών ανάπτυξη, κραδαίνοντας τους ενθαρρυντικούς δείκτες που καταγράφει η ελληνική οικονομία, όπως αυτοί καταγράφονται από τη δουλική συμμόρφωση στους όρους των… επαράτων μνημονίων, κατ’ ανάγκη, επομένως παραισθησιογόνος πολιτικός λόγος στην Ελλάδα, δε θα μπορούσε να μη μαστουρώσει την «ευλογημένη» πλειοψηφία ενός λαού , ου αποδεικνύει σταθερά από τη μεταπολίτευση ότι επιλέγει, με απολυτότητα που ξαφνικά ζει πάντα, τον κ. ΖΟΝΚ στο «ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΖΑΡΙ», όπου παρά την ποικιλία των δώρων που του υπόσχονται, φεύγει πάντα μπατίρης…
Το Σκοπιανό πρόβλημα αναδείχθηκε ως μείζον για την ελληνική εξωτερική πολιτική, μόλις στην αρχή της δεκαετίας του ’90, με την ανεξαρτητοποίηση της πρώην ομόσπονδης δημοκρατικής Μακεδονίας, της πάλαι ποτέ Ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Αν εξαιρέσουμε τη μοναχική περίπτωση του τότε έλληνα πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, σύμπας ο πολιτικός κόσμος της χώρας, δια των εκπροσώπων του και από τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, ήδη από το 1992, για λόγους καθαρά υπηρετούντες το θυμικό του Έλληνα, υιοθέτησε μία σκληρή γραμμή, του απαγόρευσε στο γειτονικό κρατίδιο να φέρει ως ονομασία το όνομα Μακεδονία. Η απολυτότητα αυτή της Ελλάδας, εξέθρεψε στη γείτονα χώρα, μία σειρά πολιτικών ηγετών που επένδυσαν με τη σειρά τους σε έναν ακραίο εθνικισμό, στην αναζήτηση μίας ταυτότητας για το «έθνος» που εκπροσωπούσαν. Με το δεδομένο της σχεδόν καθολικής αναγνώρισης του νέου κράτους από την ευρεία πλειοψηφία των χωρών, μελών του ΟΗΕ, η ελληνική πλευρά σύρεται βεβιασμένα στην υπογραφή μίας ενδιάμεσης συμφωνίας που επιτρέπεται στα γείτονα να προσδιορίζεται διεθνώς ως FYROM, δηλαδή με τη χρήση στην σύνθετη ονομασία της και πάλι του ονόματος της Μακεδονίας, καίτοι στην πράξη και στις διμερείς με τρίτες χώρες, το γειτονικό κρατίδιο επιμένει (επιτυχώς) να αυτοπροσδιορίζεται ως Μακεδονία.
Με τη συμφωνία του Βουκουρεστίου το 2008, που θεωρήθηκε τότε μεγάλη επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής διαμηνύθηκε στους γείτονες ότι η όποια επιθυμία ένταξης τους είτε στο ΝΑΤΟ, είτε στην Ε.Ε., προϋποθέτει την υπογραφή οριστικής συμφωνίας με την Ελλάδα.
Και ερχόμαστε στην παρούσα φάση, όταν, μετά την πρόσφατη πολιτική αλλαγή στη γείτονα χώρα, νεοπαγής κυβέρνησή της, φέρεται να επιθυμεί να επισπεύσει την υπογραφή συμφωνίας με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να προωθήσει τις στρατηγικές τη επιλογές για ένταξη σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε.. Εδώ ξεκινά, κατά τρόπο απόλυτα συμβατό με τον παραλογισμό που επικαλέστηκα πριν, η αλλοπρόσαλλη αντίδραση που επιφυλάσσουν οι Έλληνες, χειραγωγούμενοι από πολιτικά μορφώματα, προσηλωμένα μόνο στα κέρδη που θ’ αποκομίσουν από τη στάση τους, ακόμη και αν αυτή καλείται να εξυπηρετήσει αποκλειστικά το εθνικό συμφέρον. Ξεκινώ με μία παραδοχή να καταλήξω στη διαπίστωση της συλλογικής παράκρουσης. Κανένας, λοιπόν, πολιτικός σχηματισμός του λεγόμενου συνταγματικού τόξου από το 1995 και έπειτα, ιδίως από το 2008 και μετά δεν είχε άποψη αντίθετη από αυτήν της σύνθετης ονομασίας του γειτονικού κράτους. Επομένως, μία κοινή απόφαση των πολιτικών αρχηγών, που θα προέβλεπε τους όρους και τις προϋποθέσεις από τις οποίες το ελληνικό κράτος θα υπέγραφε μία συμφωνία με το γειτονικό κρατίδιο, αρκούσε για να λύσει την προβληματική εκκρεμότητα δεκαετιών
Αντ’ αυτού, η ελληνική κυβέρνηση, ενεργούσα από μόνη της, λες και την απασχολούσε η ψήφιση του νέου εκλογικού νόμου ή άλλο νομοσχέδιο εσωτερικού δικαίου, εμφανίσθηκε αψυχολόγητα ως επισπεύδουσα αυτή των εξελίξεων. Κατέθετε πρόωρα τις προτάσεις της, άνοιξε τα χαρτιά της, ευαγγελίστηκε ψήφιση της συμφωνίας μέχρι τον προσεχή Ιούνιο για να εισπράξει μετά τα δολώματα των χαμόγελων και των εκφράσεων καλής θέλησης της άλλης πλευράς, την σθεναρή περιχαράκωσή της σε θέσεις που εξ ορισμού τορπιλίζουν οποιαδήποτε αμοιβαία αποδεκτή λύση , εκτός και αν ο Έλληνας πρωθυπουργός, εκδύεται τώρα τη στολή του Τσολάκογλου, που μέχρι τώρα κατηγορούσε ότι βρίσκεται στο βεστιάριο των πολιτικών αντιπάλων.
Εξόχως αποκαλυπτική, αλλά και συνάμα κωμικοτραγική είναι η αντιμετώπιση από την κυβέρνηση , αλλά και των μέσων ενημέρωσης των δύο συλλαλητηρίων που πραγματοποιήθηκαν. Το πρώτο, της Θεσσαλονίκης, το οποίο πέρασε σχεδόν απαρατήρητο από τα media, καταδικάσθηκε, με βολές κατά ριπάς από την κυβέρνηση, και τους βουλευτές, του ΣΥΡΙΖΑ, ως συλλογικό παραλήρημα ακροδεξιών, παρακρατικών, εθνικιστών, χρυσαυγιτών και μέρους της εκκλησίας, (η οποία, ωστόσο, επίσημα απείχε μετά την συνάντηση Τσίπρα-Ιερώνυμου). Η καταγραφή του όγκου, όμως, όπως και το πάθος του συλλαλητηρίου έκαμψε σταδιακά την πολεμική της κυβέρνησης, ειδικά όταν αναγγέλθηκε η διοργάνωση δεύτερου συλλαλητηρίου στην Αθήνα. Με την προβολή που έτυχε η οργάνωση του από όλα τα τηλεοπτικά κανάλια, ο εικαζόμενος όγκος των συμμετεχόντων, που προεξοφλείτο σε πάνω από ένα εκατομμύριο πολιτών, έκανε ακόμη και την κρατική ΕΡΤ, να δίνει τηλεοπτικό χρόνο στους διοργανωτές του συλλαλητηρίου και να φιλοξενεί ομιλητές, που δήλωναν ότι θα συμμετάσχαν. Όταν, όμως, έγινε το συλλαλητήριο, και ο εφιάλτης του ενός και άνω εκατομμυρίου των συμμετασχόντων δεν επαληθεύτηκε, η καρδιά της κυβέρνησης πήγε στη θέση της, επαναλήφθηκαν τα σχόλια για την προσέλευση του πλήθους που πήρε μέρος και κυρίως επιτράπηκε στην «εφημερίδα των Συντακτών» να κυκλοφορήσει στο πρωτοσέλιδο με τρεις φωτογραφίες, μιας των παπάδων στο βήμα, μιας του Μίκη Θεοδωράκη , που ήταν ο κεντρικός ομιλητής και μιας του Μιχαλολιάκου, (για να μην ξεχάσει ο πολίτης ποια, κατά την κυβέρνηση, κρύβονται πίσω από αυτές τις συλλογικές ασχημονίες. «Ώδινεν όρος και έτεκεν «Μίκη» ήταν ο κεντρικός τίτλος της εφημερίδας, δηλωτικός της ανάσας ανακούφισης μιας κυβέρνησης που από εκεί που υποκινούσε τις λαϊκές διαδηλώσεις, δείχνει πλέον να τις φοβάται και να τις αμφισβητεί.
Με αυτήν την ακατανόητη πολιτικά συμπεριφορά της, η κυβέρνηση του κυρίου Τσίπρα πέτυχε δυστυχώς δυο πράγματα, μέχρι πρότινος ακατόρθωτα: το Πρώτο είναι να ταχθούν αναφανδόν υπέρ των συλλαλητηρίων, πολίτες, με διαμετρικά αντίθετη άποψη από αυτήν των συναθροισμένων, αφού υπέρτατο χρέος οποιασδήποτε κυβέρνησης, είναι όταν πρόκειται περί εθνικών θεμάτων, να παρατηρεί ψύχραιμα και ασχολίαστα συλλογικές αντιδράσεις πολιτών, όταν εκδηλώνονται ειρηνικά. Τα ο δεύτερο είναι ότι πλέον θα πρέπει να εύχεται την έκφραση αδιάλλακτης, άρα ανεπίδεκτης εκτίμησης, στην προοπτική κοινής συμφωνίας, εκ μέρους των γειτόνων, ώστε «να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια» για να ξεφύγει από το πλανώμενο φάσμα της πολιτικής της απομόνωσης. Και μην λυπηθείτε για τον κύριο Τσίπρα. Και αυτήν ακόμη την αποτυχία, θα την αποδώσει στη σιδερένια πυγμή που εξέφρασε η κυβέρνησή του, ικανή να σκορπίσει τις παρατάξεις του «εχθρού», όπως θα αποδίδεται πλέον το μέχρι σήμερα ζεστό χαμόγελο του ομόλογού του Ζάεφ.
Η ΝΔ με τη σειρά της, κάνει ό,τι μπορεί για να μη θυμάται τις θέσεις της, όπως έχουν καταγραφεί κατά την πενταετία 2004-2009 επί δικής της διακυβέρνησης. Στην προσπάθειά της να ελαχιστοποιήσει τις διαρροές από τα δεξιά της προς τους αδιάλλακτους ΑΝΕΛ, προτιμά το φαινόμενο της πολιτικής αμνηστίας, από την έκφραση ενός καθαρού λόγου. Ο αρχηγός της, σε κατάσταση ομηρίας από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματός του, έχει υποστεί σε επίπεδο πολιτικό την πρώτη ήττα του από άποψη αξιοπιστίας και καθαρού λόγου. Χωρίς ο ίδιος αν πάει, είδε ωστόσο τον προκάτοχό του αλλά και πλήθος βουλευτών του κόμματός του να αγκαλιάζουν τα συλλαλητήρια … ως πολίτες και όχι ως βουλευτές (…). Επομένως, σε αυτή τη φάση προεξοφλείται ότι αδυνατεί να συνεισφέρει θετικά στην εξεύρεση μιας ενιαίας εθνικής πολιτικής.
Την ίδια ώρα στο στρατόπεδο των γειτόνων μας, συνεδρίασαν υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, άπαντες οι πολιτικοί αρχηγοί, χωρίς καμία διαρροή των όσων διαμείφθηκαν κατά τη συνάντησή τους, χωρίς δηλώσεις που θα προκατέβαλαν τις επιμέρους πολιτικές θέσεις και κυρίως με μία σοβαρότητα που εκπλήσσει, αν αναλογισθεί κανείς την ηλικία αυτής της Δημοκρατίας τους και κυρίως τις εθνολογικές ετερότητες που τη συγκροτούν.
Μετά ταύτα, μπορεί να πιστέψει κανείς ότι υπολείπεται χώρος ώστε να εκφραστεί μία δικαιολογημένη αισιοδοξία; Έχοντας ήδη διαμορφώσει σε βάρος μας οι γείτονες πολιτικά τετελεσμένα, έχουν λόγο να μην εμπιστεύονται τους πάτρωνες τους, ώστε αργά, έστω, να υπερβούν τελικά τα προσκόμματα που τους προβάλλει η ελληνική πλευρά στην ενσωμάτωσή τους σε όλους τους ευρωπαϊκούς, αμυντικούς, ή οικονομικούς οργανισμούς.
Να είστε σίγουροι ότι το τότε ελληνικό πολιτικό σύστημα θα ερίζει για τη σύσταση ή μη εξεταστικής επιτροπής της βουλής, προκειμένου να διερευνηθούν τυχούσες πολιτικές ευθύνες.
* Ο Θωμάς Λεχωβίτης είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω