Με σωστή κατανομή του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ. ανάλογα με τον αριθμό των κατοίκων και τους δείκτες εγκληματικότητας κάθε περιοχής, οι αστυνομικοί σε όλη τη χώρα που σήμερα αριθμούν τους 55.000 θα μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, δήλωσε χθες το μεσημέρι από το Ρέθυμνο όπου βρέθηκε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Βασίλης Κικίλιας.
Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης που είχε συνάντηση χθες με αξιωματικούς και συνδικαλιστές της ΕΛ.ΑΣ. το δήμαρχο, ζήτησε επίσπευση των διαδικασιών για τη ρύθμιση των αρμοδιοτήτων της Δημοτικής Αστυνομίας σύμφωνα με το σχετικό νομοσχέδιο που ψηφίστηκε στη Βουλή, για να μπορέσουν όπως είπε οι τουριστικές πόλεις όπως το Ρέθυμνο να λειτουργήσουν αποτελεσματικά.
Ειδικότερα, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης ανέφερε: «Θέλω να υπενθυμίσω ότι είμαστε 55.000 αστυνομικοί στο σώμα. Αυτό δείχνει ότι δεν τίθεται θέμα του να μην υπάρχει Ελληνική Αστυνομία στην Ελλάδα. Πρέπει να γίνει σωστός καταμερισμός, να δούμε δείκτες εγκληματικότητας, να δούμε ποσοστό αστυνομικών σε σχέση με κατοίκους των περιοχών, να δούμε τι δεν έχει γίνει σωστά και να διορθωθεί. Δεν κάνει λάθη αυτός ο οποίος δεν κάνει τίποτα. Εμείς δεν προσποιούμαστε ότι όλα έχουν γίνει τέλεια ούτε στην Ελληνική Αστυνομία, ούτε στο υπουργείο Δημοσίας Τάξης. Αντίθετα όμως έχουμε διάθεση και όρεξη να διορθώσουμε, να βελτιώσουμε και να αλλάξουμε πράγματα και εν τοιαύτη περιπτώσει τα βλέπουμε και από άλλη οπτική γωνία.
Ήρθα για να δω από κοντά τα θέματα και τα προβλήματα τα οποία υπάρχουνε, τα οποία όμως πάντα ειλικρινά πιστεύω πάνε μαζί με τις λύσεις. Θα δούμε τι προβλήματα υπάρχουν και πως θα αντιμετωπίσουμε. Όχι με την παλαιοκομματική λογική. Υπάρχουν ανάγκες που δεν χωρούν ούτε παρεμβάσεις, ούτε την εντύπωση ότι αγόμαστε και φερόμαστε από τον οποιοδήποτε. Η ελληνική αστυνομία είναι αυτόνομη, είναι αυτόφωτη, λειτουργεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους και αυτό θα καταστεί σαφές σε όλους. Συζητήσαμε για θέματα Δημοτικής Αστυνομίας που θα βρεθούν λύσεις. Στα πλαίσια της νομοθετικής ρύθμισης που περάσαμε από την Ελληνική Βουλή με το Προεδρικό Διάταγμα, θα ρυθμιστούν οι αρμοδιότητες της Δημοτικής Αστυνομίας. Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει η πόλη του Ρεθύμνου μόνο με 4 δημοτικούς αστυνομικούς που τώρα ανήκουν στην Ελληνική Αστυνομία και βέβαια εμείς θέλουμε να εξυπηρετήσουμε και τους τουρίστες αλλά και τους πολίτες».
Σε ό,τι αφορά το κτιριακό και τις παλαιές και ακατάλληλες εγκαταστάσεις του αστυνομικού μεγάρου Ρεθύμνου, ο υπουργός παραδέχτηκε το πρόβλημα, τόσο στη συνάντηση που είχε με τους αστυνομικούς όσο και με το δήμαρχο, ενώ ερωτώμενος σχετικά ανέφερε: «Πράγματι είναι ένα κτίριο το οποίο έχει την ιστορικότητά του προφανώς, και ξέρετε όποιος ξεχνά την ιστορία του δεν έχει μέλλον. Υπάρχουν και οι σχολές της Ελληνικής Αστυνομίας που αποτελούνε σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της Ελληνικής Αστυνομίας και τις Ελληνικής πολιτείας και θα ήθελα να δω ειλικρινά πως μπορούν αυτά τα δύο να συγκεραστούν σε κάτι πιο μοντέρνο, πιο σύγχρονο και πιο λειτουργικό.
Για να γίνουν αλλαγές πρέπει να συμφωνούν οι τοπικές κοινωνίες πρώτα απ’ όλα, και πρέπει να υπάρχει σύμπνοια. Είμαι πεπεισμένος όμως ότι όλα τα προβλήματα έχουν τη λύση τους. Με ουσιαστική συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων μπορούν να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα».
Συνάντηση με τους συνδικαλιστές της ΕΛ.ΑΣ.
Στη διάρκεια της συνάντησης που είχαν οι συνδικαλιστές της τοπικής ΕΛ.ΑΣ. με τον αρμόδιο υπουργό, του παρέδωσαν υπόμνημα με τα αιτήματά τους, τα οποία ο υπουργός δεσμεύτηκε να μελετήσει και σε νέα συνάντηση που θα έχουν τους επόμενους μήνες να έχουν εξεταστεί για να μπορέσουν να δοθούν λύσεις.
Στο υπόμνημά τους οι αστυνομικοί του Ρεθύμνου, μεταξύ άλλων αναφέρονται στην στέγαση των Αστυνομικών Υπηρεσιών Δ. Α. Ρεθύμνου, στην επικινδυνότητα και ακαταλληλότητα του κτιρίου, αλλά και στις προσπάθειες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα για να ενταχθεί το έργο ανέγερσης νέου αστυνομικού μεγάρου σε ΣΔΙΤ. Αναφέρονται επίσης στην αναδιάρθρωση της ΕΛ.ΑΣ., όπου όπως τονίζουν «Βάσει επίσημου οργανογράμματος, οι υπηρεσίες του Νομού, θα έπρεπε να στελεχώνονται με 325 άτομα Αστυνομικού Προσωπικού. Αντίθετα σήμερα υπάρχουν μόνο 220 άτομα.
Στο Νομό υπάρχουν και δραστηριοποιούνται επιπλέον δύο ειδικές υπηρεσίες, τα Τμήματα Αστυνομικών Επιχειρήσεων Ρεθύμνου και Μυλοποτάμου, με υπάρχουσα δύναμη 80 και 45 ατόμων αντίστοιχα (Αστυνομικών και Ειδικών Φρουρών). Ο εκάστοτε Αστυνομικός Διευθυντής του Νομού (Ταξίαρχος) δεν έχει τη δυνατότητα άμεσης χρησιμοποίησης των δυνάμεων αυτών, όταν παραστεί ανάγκη, καθόσον ανήκουν στην Περιφερειακή Αστική Διεύθυνση Τάξης Κρήτης».
Ενώ ταυτόχρονα στις προτάσεις τους που καταγράφονται στο υπόμνημα αναφέρονται: «στη δημιουργία μίας μόνο ειδικής υπηρεσίας με δύναμη το πολύ 40 Αστυνομικών – Ειδικών Φρουρών που θα δραστηριοποιούνται σε όλο το νομό και θα υπάγονται απευθείας στον Αστυνομικό Διευθυντή του Νομού. Τα υπόλοιπα άτομα που εξοικονομούνται να στελεχώσουν τις ήδη αποδυναμωμένες υπηρεσίες του Νομού».
Σε ό,τι αφορά το Τμήμα Δοκίμων Αστυφυλάκων Ρεθύμνου, οι συνδικαλιστές ζητούν την αξιοποίηση των εγκαταστάσεων της Σχολής και την παράλληλη λειτουργία της με ένα Τμήμα Μετεκπαίδευσης – Επιμόρφωσης για τους αστυνομικούς που υπηρετούν στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Κρήτης (άνω των 1.800 ατόμων) και Νοτίου Αιγαίου. Τέλος οι συνδικαλιστές αναφέρθηκαν και σε οικονομικά ζητήματα που τους απασχολούν όπως το ασφαλιστικό τους ταμείο, αλλά και τη φημολογία του ενιαίου μισθολογίου, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα σημάνει «τη διάλυση του υγιούς ταμείου ΤΕΑΠΑΣΑ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (μείωση ΕΦΑΠΑΞ κ.λπ.), το οποίο συντηρείται με χρήματα των συναδέλφων μας και χωρίς κρατική επιχορήγηση», όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά.
Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη επισκέφτηκε και την Πυροσβεστική Υπηρεσία Ρεθύμνου, όπου συναντήθηκε με το διοικητή της, πύραρχο Δημοσθένη Μπουντουράκη.
Μετά τη συνάντηση δήλωσε: «υπάρχει διαρκής επαγρύπνηση με όλο το μηχανισμό, ώστε να προασπίσουμε το φυσικό πλούτο της χώρας μας, τη ζωή και την περιουσία των πολιτών, καθώς και τους 20 εκατομμύρια τουρίστες που αναμένουμε να επισκεφθούν τη χώρα μας. Τα προβλήματα υπάρχουν με τα εναέρια και επίγεια μέσα και είναι γνωστά, ούτε θα τα υποβαθμίσουμε, ούτε θα αφήσουμε την επίλυσή τους στην τύχη τους».