Εδώ και σχεδόν τρεις μήνες, η κυβέρνηση προσπαθεί να ξεκλειδώσει την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για να αποτρέψει τη χρεοκοπία της χώρας και την έξοδο από το ευρώ. Η συμφωνία όμως αργεί καθώς οι εταίροι ζητούν συγκεκριμένες προτάσεις, ενώ η κυβέρνηση παραθέτει λίστες μεταρρυθμίσεων, τις προβλέψεις των οποίων δεν τις πιστεύουν ούτε καν αυτοί που τις συνέταξαν. Από πού προέρχεται, όμως, αυτή η επιμονή της κυβέρνησης στη «δημιουργική ασάφεια» και στην άποψη ότι πρόκειται περί πολιτικής διαπραγμάτευσης σε πείσμα των μέχρι σήμερα αρνητικών αποτελεσμάτων;
Η κυβέρνηση διατείνεται ότι μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, που θα γίνει αναπόφευκτη αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, θα είναι καταστροφική για όλη την Ευρώπη: οι υπόλοιπες περιφερειακές χώρες (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Ιρλανδία…) μπορεί να ακολουθήσουν και η Ευρωζώνη θα καταρρεύσει σαν «πύργος με τραπουλόχαρτα», κατά την έκφραση του υπουργού οικονομικών. Συνεπώς, στο τέλος οι ευρωπαίοι εταίροι θα ενδώσουν στο ελληνικό αίτημα χρηματοδότησης άνευ (σοβαρών) όρων για να αποφύγουν το Grexit.
Αυτή η εκτίμηση, όμως, είναι σωστή μόνο αν ισχύουν τρεις προϋποθέσεις: (1) οι αγορές κρίνουν ότι οι υπόλοιπες περιφερειακές χώρες έχουν παρόμοια προβλήματα με την Ελλάδα και συνεπώς το Grexit φέρνει πιο κοντά και τη δική τους έξοδο, (2) η Ευρωζώνη δεν μπορεί να προστατεύσει τις χώρες που θα βρεθούν υπό πίεση και (3) λόγω αυτής της πίεσης, οι εταίροι μας θα υποκύψουν και θα παραχωρήσουν στην απαραίτητη χρηματοδότηση με πολύ χαλαρότερους όρους.
Αυτές οι προϋποθέσεις, όμως, δεν ισχύουν. Πρώτον, όσο πιο ασόβαρη μοιάζει η ελληνική διαπραγμάτευση (με προτάσεις για τουρίστες-πράκτορες και τα σχετικά), τόσο ευκολότερο γίνεται να πειστούν οι αγορές ότι η Ελλάδα είναι μια ειδική περίπτωση και ότι, απλώς, καμία άλλη χώρα δεν πρόκειται να αντιδράσει με τόσο καταστροφικό τρόπο σε μια κρίση. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ήταν από τις πιο σκληρές έναντι της Ελλάδας στην πρόσφατη διαπραγμάτευση, ενώ θα έπρεπε να συνέβαινε το αντίστροφο αν όντως φοβόντουσαν ότι το Grexit θα τους επαναφέρει στο προσκήνιο της κρίσης.
Δεύτερον, η Ευρωζώνη σήμερα έχει πολύ περισσότερα εργαλεία από ό,τι το 2010 για να αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη κρίση. Έχει τεθεί σε λειτουργία ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης για να δίνονται κρατικά δάνεια σε χώρες υπό πίεση ενώ τον Ιούλιο του 2012 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε ότι θα στηρίξει χωρίς όριο τις χώρες που δέχονται κερδοσκοπική επίθεση. Καθώς η ΕΚΤ έχει τη δυνατότητα να τυπώσει απεριόριστα ποσά, η νέα πολιτική της είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση σε χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων Ιταλίας και Ισπανίας.
Τρίτον, αν οι Ευρωπαίοι εταίροι υποκύψουν σε έναν, στην ουσία, εκβιασμό, τότε θα σηματοδοτήσουν ότι τα οικονομικά προβλήματα κάθε χώρας μπορούν να μετατεθούν στις υπόλοιπες χώρες μέσω της απειλής για έξοδο από το ευρώ. Αυτό θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στη μελλοντική λειτουργία της Ευρωζώνης και είναι απίθανο να γίνει αποδεκτό όχι μόνο από την Γερμανία και τη Φιλανδία αλλά και από την Γαλλία και την Ιταλία.
Αυτές οι διαπιστώσεις δεν είναι απλώς θεωρητικές: οι αγορές δείχνουν ότι συμμερίζονται την έλλειψη ανησυχίας για το Grexit. Ενώ στα πρώτα χρόνια της κρίσης κάθε ανατάραξη στην Ελλάδα αύξανε τα σπρέντ των άλλων περιφερειακών χωρών, οι τελευταίες εξελίξεις δεν έχουν ανεβάσει τα επιτόκιά τους ούτε καν στο 2% (τα ελληνικά 5ετή ομόλογα είναι στο 18%). Άρα, παρόλο που το Grexit παραμένει μια κακή εξέλιξη για την Ευρωζώνη, έχει πια καταστεί διαχειρίσιμο, σε αντίθεση με τις δηλώσεις του υπουργού οικονομικών.
Στις 20 Φεβρουαρίου, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε την υπέρβαση, αποδεχόμενη ότι η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση προϋποθέτει μεταρρυθμίσεις και εκπληρώσεις όρων. Έφτασε η ώρα να την ολοκληρώσει, αφήνοντας πίσω τις φαντασιώσεις της «σκληρής διαπραγμάτευσης» και διαπραγματευόμενη με σοβαρότητα μια λεπτομερή λίστα μεταρρυθμίσεων που να βασίζεται σε ρεαλιστικές εκτιμήσεις. Δεν απομένει πια πολύς χρόνος.
*Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Royal Holloway του Λονδίνου