Ιστορικές στιγμές, ξανά…
Η ζωή τα έφερε έτσι που, στην Ελλάδα τουλάχιστον, ξαναζούμε σε σύντομο χρονικό διάστημα, «ιστορικές στιγμές». Όπως «τα μνημόνια» τροποποίησαν τα οικονομικά του κράτους και τις σχέσεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αλλά και τον τρόπο με τον οποίο είναι δυνατό να σκεφτούμε τη ζωή μας, αναθεωρώντας έννοιες όπως «δημόσιο συμφέρον», «ιδιωτική πρωτοβουλία», «δίκαιη κατανομή βαρών» και άλλες πολλές, έτσι και η τρέχουσα υγειονομική κρίση, οφειλόμενη στην επιδημία του κορονοϊού covid-19, θα μας αναγκάσει κατά τα φαινόμενα να αναθεωρήσουμε αξίες και να αναδιοργανώσουμε πολύ σημαντικές διαστάσεις της ζωής μας. Σε αυτές τις ενδεχόμενες συνέπειες θα ήθελα να αναφερθώ. Για τους κοινωνικούς επιστήμονες είναι διπλά δύσκολο να τοποθετηθούν σε τέτοιας μορφής κρίσεις. Όχι γιατί δεν έχουν τίποτα να πουν, αλλά γιατί θα πρέπει να μιλήσουν δύο γλώσσες ταυτόχρονα, τη γλώσσα της πρακτικής αναγκαιότητας (τι συμβαίνει τώρα; τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό;) και τη γλώσσα του ψυχρού στοχασμού (π.χ. τι συνέπειες έφεραν οι επιδημίες στην ανθρώπινη ιστορία και τις ενδεχομένως να επιφέρει η τρέχουσα;). Η ισορροπία στο τι «πρέπει» να γίνει αύριο-μεθαύριο και τι γίνεται στη μακρά διάρκεια αιώνων ανθρώπινης συμβίωσης, δεν είναι πάντοτε εύκολο να διατυπωθεί με σαφήνεια στο εκάστοτε παρόν, ιδίως εάν αυτό φλογίζεται από την αναγκαιότητα της πράξης.
Οι κρίσεις, οικονομικές, υγειονομικές, κοινωνικές, πολιτικές κλπ. μας αναγκάζουν να διαβούμε μονοπάτια που δεν θα τα επιλέγαμε χωρίς τη βία των καιρών. Όχι μόνο ο καθένας και η καθεμία από μας, αλλά και οι κυβερνώντες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, εξαναγκάστηκε από τους κλειδοκράτορες των Βρυξελών και του ΔΝΤ να εξασκήσει, παρά τις διακηρύξεις του και τις μανιώδεις αντιστάσεις του, εν τέλει μια ήπια σοσιαλδημοκρατική, αν όχι νεοφιλελεύθερη σε πολλά σημεία, πολιτική. Η ΝΔ τώρα, η νεοφιλελεύθερη και υπερδεξιά εκδοχή της οποίας λοιδόρησε κάθε τι δημόσιο και διακήρυξε το 2020 ως χρονιά ΣΔΙΤ (συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) στον τομέα της υγείας, εύχεται τώρα το δημόσιο σύστημα υγείας να αντέξει, διασώζοντας όσους συνανθρώπους μας είναι δυνατό, εγκαταλείποντας σε πολύ σύντομο διάστημα τα έωλα επιχειρήματα υπέρ του κακού δημόσιου τομέα και του καλού ιδιωτικού. Ας σκεφτούμε όλοι και όλες αυτές τις κρίσιμες ώρες σε ποιο σύστημα υγείας βασιζόμαστε (στο δημόσιο ή στο ιδιωτικό;) για να επιβιώσουμε ως άτομα αλλά και ως κοινωνία αλλά και σε ποιους καθηγητές, λοιμοξιολόγους, παθολόγους, επιδημιολόγους και λοιπούς ειδικούς βασίζεται η ίδια η κυβέρνηση προκειμένου να αντιμετωπίσει την υγειονομική κρίση. Ποιος είδε έστω έναν/μία (!) καθηγητή/τρια από τα περίφημα «κολέγια», τα πτυχία των οποίων εξίσωσε πριν λίγες μόλις εβδομάδες η υπουργός παιδείας με αυτά των υποτίθεται «αναποτελεσματικών» και «διεφθαρμένων» δημοσίων πανεπιστημίων, να ενημερώνει υπεύθυνα για την κατάσταση ή να τροφοδοτεί με στέρεες ιδέες την νυν πολιτική ηγεσία του τόπου;
Πολιτική, πολιτικές, πολιτικοί…
Οι αντιφάσεις αυτές μας δείχνουν ότι αυτό που μέλει να συμβεί δεν είναι νομοτελειακό, θα είναι, και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, αποτέλεσμα πάλης επί διακυβευμάτων που είτε ήδη έχουν τεθεί είτε διαμορφώνονται αυτή την περίοδο και θα τεθούν το αμέσως προσεχές διάστημα. Αφορούν μορφές οργάνωσης της ζωής μας, του συστήματος υγείας (τι σύστημα υγείας θέλουμε; ποιους θα αφορά, όλους ή μόνο αυτούς που έχουν να πληρώσουν;), των αξιών της ίδιας της κοινωνίας (ισότητα και αλληλεγγύη ή άκρατος ανταγωνισμός, δάφνες για τους νικητές και καιάδας για τους χαμένους;). Η κρίση του 2008, με την κατάρρευση της διεθνούς εμβέλειας αμερικάνικης τράπεζας Lehman Brothers, ήταν αποτέλεσμα ενός άκρατου χρηματιστηριακού φιλελευθερισμού, η ασυδοσία του οποίου έθεσε σε κίνδυνο την ίδια την ομαλή λειτουργία του καπιταλισμού. Ωστόσο, ο τελευταίος, αναγεννημένος, μεταμόρφωσε την κρίση σε ευκαιρία, και, ας το θυμηθούμε, στη χώρα μας μεταφράστηκε, παραδόξως, σε κρίση και απαξίωση του «δημοσίου τομέα» γενικά, της κοινωνικής ασφάλισης, του δημόσιου συστήματος υγείας…
Το αποτέλεσμα της τρέχουσας και μελλοντικής διαμάχης δεν είναι δεδομένο αν και, υποψιασμένοι πια από την πρόσφατη εμπειρία ίσως θα είχαμε κάθε λόγο να φοβόμαστε τα χειρότερα, σε ένα περιβάλλον ηγεμονίας του εθνικισμού και του νεοφιλελευθερισμού. Ίσως να μην έχουμε πολλούς λόγους να αισιοδοξούμε για την επικράτηση εναλλακτικών αξιών, όπως η αλληλεγγύη, αλλά το μέλλον αδιαφορεί για την αισιοδοξία ή την απαισιοδοξία των παρελθόντων γενεών.
Κοινωνίες της διακινδύνευσης;
Η σχετική σιγουριά που είχαν πολυπληθή κοινωνικά στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών (η περίφημη «μεσαία τάξη»), οι οποίες αναδύθηκαν από τα συντρίμμια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου για μια σχετικά ομαλή, με καλό προσδόκιμο ζωής, σε συνθήκες ασφάλειας, με προοπτικές εξασφάλισης ελεύθερου χρόνου και διακοπών, βασίζονταν σε όχι και τόσο στέρεα θεμέλια. Αυτό το διαρκές ενδεχόμενο ρίσκο κατάρρευσης της ασφαλούς ζωής μας, όσους και όσες τέλος πάντων αφορούσε αυτή η συνθήκη (γιατί πάντοτε υπήρχαν μεγάλες μάζες αποτυχημένων, αποκλεισμένων, περιθωριοποιημένων, στιγματισμένων, εγκλεισμένων σε ειδικά ιδρύματα…) ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ούρλιχ Μπεκ το ονόμασε, προφητικά ως κατάσταση διακινδύνευσης. Ζούμε σε πολύπλοκες και αλληλεξαρτώμενες «κοινωνίες διακινδύνευσης», όπου η ευταξία της ζωής μας μπορεί να ανατραπεί από απροσδόκητες συγκυρίες. Η εμφάνιση του κορονοϊού που μας έχει κλείσει στα σπίτια μας αυτές τις ημέρες είναι μια τέτοια συγκυρία, η οποία δικαιώνει σε γενικές γραμμές το Γερμανό στοχαστή: ένας μη απείθαρχος μικροοργανισμός αποδιοργανώνει μορφές κοινωνικότητας, προγραμματισμένες διακοπές, καλοστημένες επιχειρήσεις, εφαρμοζόμενες πολιτικές, απειλεί την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Μπεκ μας θυμίζει ότι η πρόσκαιρα ασφαλής ζωή μας δεν είναι παρά μια νησίδα, υπό την οπτική της μακράς διάρκειας, στον ταραγμένο ωκεανό της ανθρώπινης ιστορίας.
Αλληλεγγύη ή οι «άλλοι» ως κίνδυνος…
Μια οξυδερκής κοινωνική επιστήμονας, η ανθρωπολόγος Μαίρη Ντάγκλας (1921 – 2007), επεσήμανε κάτι πολύ επίκαιρο για την τρέχουσα συγκυρία, ότι οι κοινωνίες σκέφτονται το βιολογικό σώμα κοινωνικά, και την κοινωνική οργάνωση με όρους βιολογικών αναλογιών (βλ. παροιμίες όπως «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι» κλπ.). Επεσήμανε επίσης ότι ως «μιαρό» και συνάμα «επικίνδυνο» αντιμετωπίζουμε κάθε τι που βρίσκεται εκτός της θέσης που του αρμόζει: τα περιττώματα εκτός της αποχέτευσης, η σκόνη του δρόμου στο τραπέζι, ο εξωτικός αυτόχθονας του τουριστικού παραδείσου ως μετανάστης στη γειτονιά μας. Η έμφαση που δίνεται στην καθαριότητα, προκειμένου να ελεγχθεί ο απειλητικός κορονοϊός ενεργοποιεί σε τέτοιο βαθμό τους φόβους μας ώστε να αντιμετωπίζουμε οικεία αντικείμενα αλλά και οικεία πρόσωπα ως μείζονες κινδύνους: η πιστωτική κάρτα και τα χαρτονομίσματα, το πόμολο της πόρτας, η γειτόνισσα, απειλούν τη ζωή μας. Αυτός ο αναπόφευκτος όσο και καλλιεργημένος φόβος δεν είναι καλή μαγιά για τη μετά την υγειονομική κρίση προοπτική. Ο φόβος ήταν ανέκαθεν όπλο των ισχυρότερων εναντίων των ασθενέστερων, πρόκειται για ένα συναίσθημα κατεξοχήν πολιτικό. Σε αυτό το συναίσθημα ριζώνουν οι πλέον αποκρουστικοί κοινωνικοί αυτοματισμοί (ας αναλογιστούμε τι θα είχε συμβεί εάν το πρώτο κρούσμα από τη νέα ασθένεια ήταν εισαγόμενο από έναν φτωχό πρόσφυγα), κάτι που αποτυπώνεται και στις τρέχουσες θεωρίες συνωμοσίας που όσο ευτράπελες και αν είναι μας δείχνουν σε τι ιδεολογικά θεμέλια βασίζονται οι κοινωνίες μας. Και σήμερα όλοι σχεδόν κάτι φοβόμαστε… Γεγονός που πιθανότατα θα αξιοποιηθεί. Σε αυτή τη συγκυρία, οι Άλλοι είμαστε εμείς οι ίδιοι, η αναπνοή μας απειλεί τους συνανθρώπους μας, η δική τους εμάς. Σύντομα όμως, εάν δεν αναλογιστούμε επί της σημασίας της αξίας της αλληλεγγύης και αν δεν διατηρήσουμε ακμαία πολιτική ενσυναίσθηση, αυτό θα ξεχαστεί, και θα αναζητηθούν πιο σαφείς στόχοι (πάλι οι μετανάστες, οι τεμπέληδες, οι ανεύθυνοι, οι ξένοι εν γένει…).
Βιοπολιτικές, προστασία και έλεγχος…
Εάν ζούσε ο Μισέλ Φουκώ, ο Γάλλος θεωρητικός της βιοπολιτικής, θα γελούσε σαρκαστικά με αυτό που ζούμε στις μέρες μας. Αναφέρομαι και πάλι όχι στην ασθένεια την ίδια, η οποία φαίνεται ότι πράγματι μας απειλεί, αλλά στις πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί για το έλεγχό της. Τα περιοριστικά μέτρα που έχουμε υποστεί είναι ασύλληπτης έντασης και εύρους. Συνδυάζουν τη διακυβέρνηση της συμπεριφοράς (όχι απαγόρευση, αλλά εξατομικευμένος έλεγχος της κυκλοφορίας για ευλογοφανείς λόγους) όσο και τη σχέση με τον εαυτό (πρακτικές ατομικής υγιεινής, επίκληση της «ατομικής ευθύνης»). Και θα υπάρξουν συνέπειες. Όσο και αν οι πολιτικές αυτές είναι απαραίτητες για την επιβίωση πολλών από εμάς, ανεξάρτητα από το γιατί εφαρμόστηκαν αυτά τα μέτρα ή εάν υπήρχαν εναλλακτικές (π.χ. μαζικά διαγνωστικά τεστ, πιο δημοκρατικές διαδικασίες επιλογής της γενικής «καραντίνας») οι (βιο)πολιτικές περιορισμού της κυκλοφορίας και του συνακόλουθου επιτηρούμενου εγκλεισμού στις οικείες μας (που επίσης έχει ταξικό πρόσημο, άλλο ο εγκλεισμός την έπαυλη και άλλο σε ένα στενό διαμέρισμα σε πολυκατοικία του εβδομήντα) πιθανότατα θα αφήσουν ένα πολύ βαθύ αποτύπωμα δυνατοτήτων ελέγχου της συμπεριφοράς και νομιμοποίησης των μηχανισμών που τον επιβάλλουν. Και γνωρίζουμε πολύ καλά ότι στον κόσμο που ζούμε, όπου το 1% του πληθυσμού κατέχει το 50% του παγκόσμιου πλούτου, ο έλεγχος του πληθυσμού δεν είναι πολύ πιθανό ότι θα γίνει για σκοπούς που θα αφορούν τους πολλούς.
Προοπτικές…
Μπορούμε όντως να ανιχνεύσουμε ορισμένες από τις συνέπειες και τις προοπτικές αυτής της κρίσης. Δεν αναφέρομαι στην αναζήτηση αποτελεσματικών θεραπειών ή ενός λυτρωτικού εμβολίου. Αυτό το ευχόμαστε και ευελπιστούμε. Αναφέρομαι στο γεγονός ότι ενδεχομένως μπορούμε να ιχνηλατήσουμε τα διακυβεύματα που εκ των πραγμάτων τίθενται. Τουλάχιστον ορισμένων εξ αυτών, δεδομένου ότι οι μείζονες κρίσεις στην ιστορία επιταχύνουν κοινωνικές διεργασίες, αναπροσανατολίζουν ήδη υπάρχουσες συλλογικές πορείες και επαναθέτουν κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τη φύση του κοινωνικού δεσμού, του τρόπου δηλαδή του να είμαστε μαζί, τους όρους της συμβίωσης. Θα ζήσουμε μια ακόμα πιο σκληρή λιτότητα; Θα κυριαρχήσει ο ζόφος μιας συμβίωσης θεμελιωμένης στο φόβο της επιβίωσης; Θα αναδυθεί ένας νέος ηδονισμός ως αντίβαρο στην οσμή του θανάτου; Για ποιους/ές είναι ευκαιρία η κρίση; Μαζί με τη φροντίδα να μείνουμε σωματικά, πνευματικά και ψυχικά υγιείς, ότι και αν σημαίνει αυτό, για το οποίο θα είχαμε πολλά να πούμε αλλά δεν είναι του παρόντος, οφείλουμε να είμαστε σε εγρήγορση, με ενεργές τις διανοητικές μας κεραίες, για τα διακυβεύματα που καλλιεργούνται αναφορικά με τις μορφές κοινωνικής οργάνωσης του μέλλοντος. Γιατί όσο και αν το αναζητήσουμε, δεν θα ανακαλύψουμε εμβόλιο ενάντια στους κάθε λογής ρατσισμούς, πανάκεια κοινωνικής δικαιοσύνης. Η «θεραπεία» για τις επισφαλείς και ευέλικτες μορφές εργασίας, για τη φτώχεια, για τη μοναξιά, δεν είναι δουλειά των γιατρών, ούτε και των ειδικών.
* Ο Μανόλης Τζανάκης είναι επίκουρος καθηγητής – Κοινωνιολογία της ασθένειας και των ιατρικών θεσμών
Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα Κοινωνιολογίας