Η μεγάλη συμβολή της Χωροφυλακής στη Μάχη της Κρήτης είναι η σημερινή ενότητα του αφιερώματός μας.
Μετά τη χαλάρωση του Αλβανικού Μετώπου και ενόψει των απειλητικών διαθέσεων του Χίτλερ, δόθηκε εντολή στη Χωροφυλακή να συμβάλει στην Άμυνα της Κρήτης.
Η μόνη συγκροτημένη δύναμη ήταν η Σχολή Δοκίμων Χωροφυλάκων αλλά είχε δυο βασικά μειονεκτήματα. Οι δόκιμοι ήταν απαίδευτοι και το βασικότερο δεν είχαν βαρύ οπλισμό.
Βέβαια μετά την ανάληψη ενός τόσο σοβαρού καθήκοντος άρχισε εντατική εκπαίδευση αλλά τι να σου κάνει; Τα γεγονότα έτρεχαν. Στις 6 Απριλίου 1941 η Γερμανία κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, και εισβάλει στα βόρεια σύνορά μας με όλα τα σύγχρονα πολεμικά μέσα. Δυο μέρες αργότερα, στις 8 Απριλίου, ένας τρομερός βομβαρδισμός από τη Γερμανική Αεροπορία ταρακούνησε κυριολεκτικά την Αθήνα. Εσπευσμένα (8) λόχοι, δυνάμεως 800 περίπου ανδρών μεταφερθήκανε στο Λαύριο για επιβίβαση σε πλοίο, με προορισμό την Κρήτη.
Εννοείται ότι οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένες. Κι όμως αφού δεν γινόταν διαφορετικά επιβιβάστηκαν οι δόκιμοι σε αρματαγωγό και μετά από φρικτές ταλαιπωρίες αποβιβάστηκαν στη Σούδα.
Ίσα που τους επέτρεψαν μια ολιγόλεπτη ανάπαυση και μετά ξεκίνησαν πεζοί κι εξαντλημένοι για Ρέθυμνο.
Τις αναμνήσεις του από την συγκλονιστική αυτή εμπειρία μας είχε καταθέσει προ δεκαετίας, ο επίτιμος Αρχηγός της Ελληνικής Χωροφυλακής, Αντιστράτηγος Νικόλαος Φωτίου Κουτσιανάς, μαχητής στην Κρήτη, ως δόκιμος χωροφύλακας, από το χωριό Κρανιά του Νομού Καρδίτσας.
Είχε μιλήσει σχετικά στον εκλεκτό μας συνεργάτη κ. Βασίλη Αποστολάκη, Ανώτερο Αξιωματικό ε.α της ΕΛ.ΑΣ, που τον είχε επισκεφθεί, εκ μέρους μας, στο σπίτι του στο Νέο Ηράκλειο Αττικής, με το συνεργείο της τηλεόρασης «Creta».
Και είχε πει μεταξύ άλλων:
«Φθάσαμε στο Ρέθυμνο στις 10 Απριλίου 1941 μετά από δυο μέρες πορεία από τα Χανιά, αφάνταστα εξαντλημένοι.
Εγκατασταθήκαμε στο Οίκημα της Σχολής, σε διάφορα σημεία, και γύρω από την πόλη του Ρεθύμνου. Η Διοίκηση του Τάγματος ανατέθηκε στον Ταγματάρχη Ιάκωβο Χανιώτη. Άλλοι (3) Λόχοι Δοκίμων, προηγούμενης σειράς, που είχαν προπορευτεί, εγκαταστάθηκαν στους άλλους Νομούς της Κρήτης. Στο Ρέθυμνο η διάταξη είχε ως εξής: Ελληνικές Στρατιωτικές Δυνάμεις (όπως μπόρεσαν να σχηματιστούν), μαζί με Αυστραλιανά και Νεοζηλανδικά στρατεύματα είχαν καταλάβει θέσεις μεταξύ Ρεθύμνου και Πανόρμου. Στο Πάνορμο είχε προωθηθεί ένας Λόχος Δοκίμων Χωροφυλάκων.
Με την άφιξή μας στο Ρέθυμνο άρχισε η εντατική και εξαντλητική εκπαίδευση στη χρήση του όπλου και στην τακτική της μάχης. Όλοι αναμέναμε ως βεβαία την επιθετική εκδήλωση των Γερμανών. Ένας λόχος, εκ περιτροπής, κάθε νύχτα, φρουρούσε το αχρησιμοποίητο αεροδρόμιο της Πηγής, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του Ρεθύμνου, για να εξουδετερώσουμε τυχόν ρίψη αλεξιπτωτιστών. Για να προληφθούν ανθρώπινες απώλειες από τους βομβαρδισμούς και για να επιτηρείται καλύτερα όλη η γύρω περιοχή έγινε διασπορά των Λόχων. Εμείς, (7ος Λόχος) πήγαμε στο Ατσιπόπουλο, ο 8ος λόχος στο Πάνορμο. Το πρωί της Τρίτης, 20 Μαΐου 1941, άρχισαν οι Γερμανοί να βομβαρδίζουν ανελέητα όλη την Κρήτη. Κατά τις δύο το μεσημέρι, σμήνη Γερμανικών αεροπλάνων άρχισαν να ρίπτουν αλεξιπτωτιστές ανατολικά του Ρεθύμνου. Ο Λόχος μας πήρε εντολή να σπεύσει επιτόπου, όπου (3) Λόχοι της Σχολής είχαν ήδη εμπλακεί στο θέατρο των επιχειρήσεων. Πριν βασιλέψει ο ήλιος φτάσαμε στο Ρέθυμνο. Ήρθε η νύχτα. Συνταχτήκαμε και πήραμε σχετικές οδηγίες. Κατατοπισθήκαμε, ως προς τις θέσεις των Γερμανών, πήραμε οδηγίες από το Λοχαγό μας, μας ευχήθηκε «καλή τύχη» και προχωρήσαμε προσεκτικά, ακροβολιστά, να λάβουμε τις θέσεις στην πρώτη γραμμή, για να αρχίσει την επόμενη μέρα (21/5/1941) το πρωί η αντεπίθεση. Τρία ήταν τα σημεία, που έπρεπε να εξασφαλίσουμε την επόμενη μέρα: το εργοστάσιο – ελαιουργείο «ΒΙΟ», τα «περιβόλια», όπου και ο ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου και τα «Καστελλάκια». Σπουδαία στρατηγικά σημεία και τα τρία, αλλά δυστυχώς καταλήφθηκαν τη νύχτα, πλην της τοποθεσίας «Καστελλάκια», την οποία καταλάβαμε εμείς, κατασκευάζοντας πρόχειρα χαρακώματα για την άμυνα. Την επόμενη μέρα, παρά τους συνεχείς βομβαρδισμούς, επαναλήφθηκαν οι επιθέσεις μας για την ανακατάληψη των στρατηγικών αυτών θέσεων και εξουδετέρωση των εισβολέων. Η μάχη ήταν σφοδρή και διαρκής. Έρχονται αεροπλάνα. Πρώτα τα βομβαρδιστικά και ακολουθούν τα μεταγωγικά. Ίχνος αντιαεροπορικών δεν υπάρχει. Η ανακατάληψη του εργοστασίου «ΒΙΟ» επιτυγχάνεται από ένα Λόχο μας, με πολύ κόπο και κάμποσους τραυματίες. Γερμανικές απώλειες πολλές και από την προηγούμενη μέρα. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου καθίσταται πλέον φρούριο των Γερμανών. Μεταφέρουν εκεί βαρύ οπλισμό, πολεμοφόδια και τρόφιμα, και με το δικό μας ελαφρύ οπλισμό δε μπορέσαμε, παρά τις επιθέσεις μας, να καταλάβουμε. Τα «Καστελλάκια» τα κρατούσαμε καλά. Αν τα καταλάμβαναν οι Γερμανοί θα μας πλευροκοπούσαν επικίνδυνα. Εν τω μεταξύ, ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν. Οι συνθήκες επιβίωσής μας άσχημες. Τρώγαμε κρεμμύδια από περιβόλια, αλλά το μαρτύριο ήταν μετά, πώς θα σβήσουμε τη φωτιά, που μας προξενούσαν τα κρεμμύδια. Την τρίτη μέρα (Πέμπτη 22 Μαΐου) εκδηλώνονται νέες επιθέσεις των Γερμανών για να ανακαταλάβουν το εργοστάσιο «ΒΙΟ» και τα «Καστελλάκια», αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι μάχες συνεχίζονται με την ίδια σφοδρότητα σε πολλά σημεία. Το απόγευμα διατάχθηκε ο Λόχος μας, να μετακινηθεί προς τον παραλιακό τομέα κοντά στη «ΒΙΟ», για να υποστηρίξουμε άλλο Λόχο, ο οποίος πολεμούσε επί αρκετές ώρες και υπήρχε κίνδυνος υποχώρησής του. Ξεκινήσαμε για τον προορισμό μας και τότε καταφθάνουν 4 βομβαρδιστικά αεροπλάνα και αρχίζουν να βομβαρδίζουν την περιοχή μας. Μια βόμβα πέφτει στο Λόχο μας και σκοτώνονται 17 ∆όκιμοι Χωροφύλακες. Καπνός και σκόνη καλύπτει όλο το Λόχο…».
Μαρτυρία Μιχάλη Επ. Πριναράκη
Στο σημείο αυτό έρχεται στο νου μια ακόμα σημαντική μαρτυρία που μας έχει αναφέρει σε παλαιότερες συνεντεύξεις ο πρώην πρόεδρος της Παγκρητίου Ενώσεως και εκλεκτός συγγραφέας κ. Μιχάλης Πριναράκης.
Ήταν τότε που έφηβος έκανα πεζός τη διαδρομή από το Ρέθυμνο στο χωριό μου το Χρωμοναστήρι.
…Λίγο πριν τη «ΒΙΟ», πλάι στο ρεματάκι που οδηγούσε προς τη θάλασσα, είδα το διπλανό χωράφι, που ήταν ο ομαδικός τάφος των 17 μαθητών της Σχολής Χωροφυλακής, που είχαν σκοτωθεί κατά τη μάχη της Κρήτης. Μου ήρθαν στο νου τα 17 τούτα νεαρά και χαρούμενα χωροφυλακάκια, σε μια γιορτινή πολεμική παρέλαση, που ρίχτηκαν στη μάχη αγύμναστα και απειροπόλεμα, για να οδηγηθούν, τελικά, τόσο νέα στο θάνατο.
Τρομερές οι απώλειες
«Ήταν τρομερές οι απώλειες αυτές, συνεχίζει στην αφήγησή του ο Νικόλαος Κουτσιανάς. Και η ψυχική ταραχή, προσθέτει, επέδρασε δυσμενώς στην ανασύνταξη του Λόχου. Άλλο τμήμα ανέλαβε την αποστολή μας, στο σημείο αυτό, μέχρι να συνέλθει και να ανασυνταχθεί ο Λόχος μας. Την άλλη μέρα, ο Λόχος μας οχυρώθηκε σε άλλη αμυντική θέση, νότια του Ρεθύμνου. Εκεί, παρά τη φυσική κάλυψη, μας αντιλήφθηκαν Γερμανικά αεροπλάνα και άρχισαν να βάλλουν με καταιγισμό πυρών εναντίον μας. Γάζωναν κυριολεκτικά όλη την παρυφή της πόλεως. Μια σφαίρα βρίσκει τον άτυχο συμμαθητή μου ονόματι Νικολάου, που πολεμούσε δίπλα μου. Πολύ τον έκλαψα. Οι μάχες συνεχίζονταν με τον ίδιο ρυθμό. Οι Γερμανοί έκαψαν με φλογοβόλα, το εργοστάσιο «ΒΙΟ», που ήταν χρήσιμο για μας. Η λάμψη από το καιόμενο λάδι, φώτιζε όλη την περιοχή επί πολλές νύχτες. Οι Λόχοι μας, μέχρι την 28η Μαΐου 1941 εναλλάσσονταν στα μέτωπα των μαχών, κυρίως στην περιοχή Περιβολίων και Αγίου Γεωργίου. Το απόγευμα της Πέμπτης 29 Μαΐου 1941, ενώ ο Λόχος μας ήταν ακροβολισμένος απέναντι από τις Γερμανικές θέσεις, ακούσαμε πίσω μας με ένα τηλεβόα, να μας καλεί ένας Γερμανός στην ελληνική γλώσσα, να παραδοθούμε, λέγοντας ότι τέλειωσε για μας ο πόλεμος και πρέπει να παραδοθούμε σε μια ώρα, διαφορετικά, θα μας εξόντωναν. Μας είπαν δε, ότι θα είμαστε ελεύθεροι, για να πάμε στα σπίτια μας. Ήταν μια μηχανοκίνητη Γερμανική φάλαγγα, έτοιμη να βάλλει εναντίον μας, εάν δεν παραδοθούμε. Εκπλαγήκαμε όλοι και προβληματιστήκαμε έντονα. Μπροστά μας οι οχυρωμένοι Γερμανοί Αλεξιπτωτιστές και πίσω μας τα τεθωρακισμένα των Γερμανών που είχαν έρθει από τα Χανιά. Δεν είχαμε πληροφορηθεί ότι είχε καταληφθεί όλη η Κρήτη και φάλαγγες Γερμανών έφτασαν, από τα Χανιά στο Ρέθυμνο, το κατέλαβαν και εμείς πολεμούσαμε ακόμη ανατολικά της πόλεως. Συγκεντρωθήκαμε και ο Λοχαγός μας έθεσε το δίλημμα: αν θέλουμε να παραδοθούμε ή να σκορπίσουμε στα βουνά. Τρόπος διαφυγής υπήρχε βέβαια, χωρίς να μας αντιληφθούν οι Γερμανοί, αλλά δεν ξέραμε τη μορφολογία του ορεινού όγκου, που ήταν πιο πάνω από μας, ούτε την κατεύθυνση, που έπρεπε να πάρουμε, ούτε πού θα καταλήξουμε. Εγώ, με δύο άλλους συναδέλφους, δεν παραδοθήκαμε. Ανεβήκαμε στο βουνό, περιπλανώμενοι, και ύστερα από περιπέτεια δύο ημερών, πέσαμε σε Γερμανική περίπολο, η οποία μας συνέλαβε και μας έκλεισε στο Στρατόπεδο, που ήταν το Γυμνάσιο θηλέων της πόλεως, όπου είχαν εγκλειστεί και οι άλλοι Δόκιμοι Χωροφύλακες. Δέκα μέρες κράτησε ο εγκλεισμός μας στο στρατόπεδο αυτό. Οι συνθήκες της διαβίωσής μας ήταν πολύ άσχημες, η δε συμπεριφορά των Γερμανών, προς εμάς, σκληρότατη. Πολύτιμα βιβλία της βιβλιοθήκης του Σχολείου έκαψαν οι Γερμανοί στο προαύλιο…
Μια γενναία γυναίκα
Εδώ θα πρέπει να ανοίξουμε μια παρένθεση για μια σημαντική λεπτομέρεια που αναδεικνύει το μεγαλείο ψυχής της αξέχαστης Ρεθεμνιώτισσας Μαρίας Παπαϊωάννου.
Στο διάστημα που περνούσαν μέρες βιβλικής κόλασης στο Γυμνάσιο οι έγκλειστοι η γνωστή και ως μάνα του στρατιώτη ζήτησε να επισκεφθεί με ειδική άδεια τους αιχμαλώτους που είχαν συγκεντρώσει οι Γερμανοί μετά τη Μάχη της Κρήτης.
Διαπίστωσε ότι το συσσίτιο ήταν βραστό ρύζι. Κάποιοι από τους κρατούμενους όμως είχαν απόλυτη ανάγκη να φάνε κρέας, καθώς έπασχαν από σοβαρές παθήσεις. Μάταια η Μαρία Παπαϊωάννου ικέτευε τον διοικητή να της επιτρέψει να φέρει φαγητό στους αιχμαλώτους. Εκείνος ήταν κατηγορηματικός. Με χίλια βάσανα δέχτηκε να γίνει ένα γεύμα με μπριάμ. Άλλο που δεν ήθελε η Παπαϊωάννου. Συνεννοήθηκε με κάποιο γνωστό της και της πήγε δυο αρνιά, που ο άνδρας της έκοψε σε μερίδες. Και σε λίγο δυο μεγάλες λαμαρίνες με τα χορταρικά και το κρέας πήγαιναν στο φούρνο.
Γεμάτη χαρά η φλογερή πατριώτισσα τις μετέφερε στο σχολείο. Ο φρουρός αμέσως ρώτησε αν υπήρχε άδεια. Η Παπαϊωάννου το διακινδύνευσε. Και μέχρι να γίνει διασταύρωση στοιχείων για την αποκάλυψη της αλήθειας, οι αιχμάλωτοι είχαν τελειώσει το γεύμα κι είχαν πάρει δυνάμεις.
Το τέλος μιας Οδύσσειας
Για την τύχη των χωροφυλάκων μετά την περιπέτεια αυτή, συνεχίζει ο Νικόλαος Κουτσιανάς:
«Μετά δεκαήμερο αναχωρήσαμε για τα Χανιά, όπου μας έκλεισαν σ’ ένα στρατόπεδο στη θέση «Άγιοι Απόστολοι». Ήταν 10 Ιουνίου 1941. Και εδώ η ζωή άθλια, η μεταχείριση των Γερμανών απάνθρωπη. Όταν πλησίασε το φθινόπωρο, μας μετέφεραν σ’ ένα καινούργιο στρατόπεδο κοντά στο αεροδρόμιο Μάλεμε, για «ανθρώπινη ασπίδα» κατά των βρετανικών αεροπορικών επιδρομών. Και εδώ οι συνθήκες άθλιες. Η απόγνωση στο κατακόρυφο. Άλλο δεν αντέχαμε. Κατά το Δεκέμβριο του 1941 αφέθηκαν ελεύθεροι και οι υπόλοιποι άνδρες του τάγματος Ρεθύμνου.
Μια μεγάλη μορφή
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όπως γράφει ο έγκριτος καθηγητής κ. Εμμανουήλ Χαλκιαδάκης, στο εξαιρετικό βιβλίο του: «Αστυνομική Σχολή Ρεθύμνου. Ιστορία – Εκπαίδευση – Λειτουργία», ο τότε Μοίραρχος Γεώργιος Χαλκιαδάκης, Διοικητής Χωροφυλακής Ρεθύμνης, διενέργησε μυστικά έρανο και με τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν, κατασκευάστηκαν σταυροί και επισκευάστηκαν οι τάφοι των ανδρών της.
Αδιαφορώντας μάλιστα για τις απαγορεύσεις των Γερμανών τελούσε επιμνημόσυνες δεήσεις κάθε χρόνο. Με υπόδειξή του ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, πέτυχε να περισυλλεγούν τα οστά των νεκρών και να ενταφιαστούν σε Νεκροταφείο στα Μυσσίρια. Το έτος 1952, με πρωτοβουλία του ίδιου Αξιωματικού, Συνταγματάρχη, πλέον, Χωροφυλακής Γεωργίου Χαλκιαδάκη -με έρανο που διενεργήθηκε μεταξύ των ανδρών της Χωροφυλακής, ύστερα από έγκριση του τότε Αρχηγού του Σώματος Αντιστρατήγου Γεωργίου Σαμουήλ- κατασκευάστηκε το επιβλητικό Μνημείο, που γνωρίζουμε στον αύλειο χώρο της σημερινής σχολής Αστυνομίας, όπου μεταφέρθηκαν και ενταφιάστηκαν τα οστά 111 ανδρών της Χωροφυλακής, που έπεσαν κατά τη Μάχη της Κρήτης. Αυτό ολοκληρώθηκε το 1954.
Συνολικά στο μνημείο αναπαύονται τα οστά 111 ηρώων της Χωροφυλακής, μεταξύ των οποίων ενός Ανθυπομοιράρχου, ενός Ενωμοτάρχη, τριών Υπενωμοταρχών και 50 Δοκίμων Χωροφυλάκων της δύναμης του θρυλικού Τάγματος Χωροφυλακής που πολέμησε με αυτοθυσία κατά τη μάχη της Κρήτης.
Σε δική του εξαιρετική εργασία ο κ. Αποστολάκης για τη συμβολή της Χωροφυλακής στη Μάχη της Κρήτης αναφέρει για τις μεγάλες μορφές που διακρίθηκαν την περίοδο αυτή τιμώντας το Σώμα.
«Ο Μοίραρχος Γεώργιος Χαλκιαδάκης ανέλαβε Διοικητής Χωροφυλακής Ρεθύμνης την 22α Μαΐου 1941, μετά το θάνατο του Αντισυνταγματάρχη Χωροφυλακής Στυλιανού Ιωάννου Μανιουδάκη. Ο Στυλιανός Μανιουδάκης, από τους Αρμένους Ρεθύμνης, αποτάχθηκε υπηρετώντας ως Ταγματάρχης, μετά το κίνημα του ‘35, επειδή ήταν Βενιζελικός και διαπνεόταν από φιλελεύθερα και Δημοκρατικά ιδεώδη. Είχε αποφοιτήσει από τη Νομική Σχολή και μετά την απόταξή του, ασκούσε το λειτούργημα του Δικηγόρου στην Αθήνα. Τον Απρίλιο του ‘41 έρχεται στην Κρήτη και επί Πρωθυπουργού Εμμανουήλ Τσουδερού, με Διάταγμα της 15ηζ Μαΐου, ανακαλείται στην ενεργό υπηρεσία της Χωροφυλακής, προάγεται στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη και αναλαμβάνει τη Διοίκηση Χωροφυλακής Ρεθύμνης. Την Πέμπτη 22 Μαΐου 1941, ενώ βρισκόταν στο κεντρικό κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας του Ρεθύμνου και συσκεπτόταν, με το Νομάρχη Ρεθύμνης Γεώργιο Τσαγρή, για το μέγα θέμα της εισβολής των Γερμανών, πέφτει μια βόμβα στο κτίριο και σκοτώνονται και οι δύο. Ο ανεψιός του Στυλιανού Μανιουδάκη, Ιωάννης Ευαγγέλου Μανιουδάκης είχε καταταγεί ως εθελοντής στη Χωροφυλακή, την 1η Απριλίου 1941, ήταν στον 5° Λόχο και έλαβε μέρος και εκείνος στη Μάχη της Κρήτης, ανατολικά της πόλεως Ρεθύμνου».
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται…
Πηγές:
Νικολάου Κουτσιανά: Η συμβολή της Χωροφυλακής στη Μάχη της Κρήτης (μαρτυρία)
Βασίλη Κ. Αποστολάκη: «Η συμβολή της σχολής χωροφυλακής στη Μάχη της Κρήτης (Μαϊος 1941)»
Εμμανουήλ Χαλκιαδάκη (Καθηγητή): «Αστυνομική Σχολή Ρεθύμνου. Ιστορία – Εκπαίδευση – Λειτουργία»
Απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ της Εύας Λαδιά για τη Σχολή Αστυνομίας στο Ρέθυμνο