Ή και όχι… Αφού βεβαιώθηκα πως μπορούσα να αφήσω μέχρι το βράδυ τα πράγματά μου στον ξενώνα του αρχαιολογικού μουσείου όπου είχα διανυκτερεύσει, κατηφόρισα στην πόλη. Απέναντι από το λιμάνι στάθηκα και ρώτησα για την επικείμενη αναχώρηση του πλοίου και επιβεβαίωσα τη νέα ώρα.
Τότε έκανα το αυτονόητο. Από την Μυτιλήνη στο Αϊβαλί, δέκα ευρώ μετ’ επιστροφής. Δεν χρειάζεται διαβατήριο, παρά μόνο ταυτότητα. Μία ώρα και κάτι διαδρομή, πολύ λιγότερο από τα χίλια μύρια κύματα. Ήμουν κοντά. Έπρεπε να πάω. Καθώς περίμενα στην ουρά για να περάσω το τελωνείο, έβγαζα διάφορα συμπεράσματα. Οι Έλληνες, πηγαίνουν κάθε φορά που έχει παζάρι και ψωνίζουν από εσώρουχα μέχρι μπακλαβάδες, από ηλεκτρονικά μέχρι δερμάτινα μπουφάν, λόγω της ιλιγγιώδους διαφοράς των τιμών. Έτσι, ημέρα Παρασκευή, ημέρα παζαριού, συνάντησα ανθρώπους με άδεια καρότσια λαϊκής να μπαίνουν στο πλοίο. Δεύτερη κατηγορία επιβατών ήταν οι τουρίστες, εκστασιασμένοι που βγαίνανε εκτός Ευρωζώνης, στο «far east» της Μεσογείου.
Εγώ είχα άλλες σκέψεις να μου τριγυρίζουν το μυαλό. Μυρωδιές από την ανατολή, κάτι από την Πολίτικη Κουζίνα, λίγο οι χαμένες πατρίδες… Η θάλασσα ήταν ήρεμη. Ελάχιστο ρυτιδωτό κύμα. Το σκούρο μπλε της χρώμα, εκτός από το βάθος, μαρτυρά στα μάτια μου το αίμα και τα δάκρυα του κάθε ξεριζωμού. Από την μυθική τρωική εκστρατεία, όταν οι Αχαιοί εκτόπισαν τους Τρώες μέχρι και το ‘22, όταν οι Τούρκοι τους Έλληνες, τα κύματα αυτά έχουν βιώσει τον πόνο, έχουνε ζυμωθεί με τα δάκρυα. Πότε του ενός και πότε του άλλου. Πάντοτε στην ζυγαριά είναι δύο. Αυτός που εποικεί και ο ξεριζωμένος.
…Μέρες της αρμύρας κι ο ήλιος πάντα εκεί, πάντα εκεί… Ο στίχος αυτός επιβεβαιώνεται κάλλιστα καθώς ένα απαλό αεράκι φυσά, γεμάτο με την αρμύρα της θαλάσσης, την οποία εξουδετερώνει και εξισώνει μόνο μια δροσερή, ξανθιά μπύρα. Και ο ήλιος πάντα εκεί… Απέναντι τα Μοσχονήσια με τις κεραμωτές σκεπές, όμορφα και γραφικά λάμπουν στο χρυσαφί φως του μεσημεριού. Το Αϊβαλί με τα ξεχασμένα αρχοντικά με τους χαρακτηριστικούς εξώστες, είναι αφημένο στην μοίρα του. Μια ιδιότυπη ακμάζουσα παρακμή όπως μου αρέσει να περιγράφω τέτοιου είδους καταστάσεις. Πλακόστρωτα σοκάκια με λουλούδια, πυκνά και άναρχα, στους κήπους μεγάλων μισογκρεμισμένων σπιτιών, υπενθυμίζουν την τάση που έχουμε εμείς και οι γείτονές μας να αφήνουμε πράγματα στην μέση. Την ίδια στιγμή όμως, μυρίζει μπουγάδα στο χέρι, ακούγονται παιδιά στον δρόμο, ήχοι και μυρωδιές από μια Ελλάδα προηγούμενων δεκαετιών.
Ανακάλυψα την γωνιά με τις αντίκες της πόλης. Στον δρόμο αυτό υπάρχει μια καφετέρια ονόματι Café Caramel. Επέλεξα εδώ να περάσω την ώρα μου. Πολύ ωραίος τούρκικος καφές, ενώ ο αέρας του σοκακιού φέρνει την μυρωδιά των αντικών, η οποία αναμειγνύεται με το καϊμάκι του καφέ και σε ταξιδεύει αλλού. Μόλις έναν δρόμο μακριά από την τρέλα του παζαριού και η ηρεμία που εκπέμπει ο δρόμος αυτός είναι αξιοπρόσεκτη. Το ιστορικό κέντρο αυτής της πόλης, αναλογικά μικρό, θυμίζει άλλες εποχές. Η φράση του Θαλασσινού, βλέπει ο Θεός το Αϊβαλί και σταματάει ο νους του, είναι ακριβής και κατανοητή ακόμα και για έναν άθεο. Στο συγκεκριμένο σοκάκι που βρίσκομαι, δεν σταματά μόνο ο νους αλλά και ο χρόνος…
Και εδώ έρχεται το καίριο ερώτημα. Αφού οι περιοχές και οι άνθρωποι μοιάζουν, από τις συμπεριφορές μέχρι και τα χαμόγελα, προς τί τέτοιο μίσος που οδηγεί σε τέτοιο πόνο; Η σκέψη αυτή πηγάζει και από τον καφέ, σκέφτηκα. Τόσο γευστικό καφέ έχω γευτεί στα Βουστάσια Ρεθύμνου και στο Café Caramel Αϊβαλίου. Όπως και να λέγεται, τούρκικος ή ελληνικός, μου αρέσει. Και σε όλους αρέσει το ίδιο. Άρα γιατί δεν επικεντρωνόμαστε στο ότι μας αρέσει και πολεμάμε για το όνομα;
Είμαστε παράξενη φάρα εμείς οι άνθρωποι τελικά. Κτητικοί μέχρι θανάτου, πράγμα που εμποδίζει τις αισθήσεις μας. Και υποκλινόμαστε στην ζωώδη φύση μας ενώ οι αισθήσεις μας και οι προσλαμβάνουσές μας, έχουν θέσει για εμάς τους ίδιους τον πήχη ψηλότερα…
τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας Ρεθύμνου