Οι γενναίοι φαντάροι μας που πολεμούσαν τον υπερφίαλο εχθρό δεν είχαν μόνο την απειλή του θανάτου στο επόμενο βήμα τους. Ήταν και οι συνθήκες που έκαναν τις μέρες τους στο μέτωπο εφιαλτικές. Ήταν η πείνα, το αφόρητο κρύο, οι ψείρες που έκαναν τη ζωή τους μαρτύριο. Κι όμως προχωρούσαν και νικούσαν με της καρδιάς τη δύναμη και την πίστη στο δίκαιο αγώνα.
Από το ημερολόγιο αυτή τη φορά του αείμνηστου ήρωα Παντελή Σαββάκη αντλούμε μερικές χαρακτηριστικές στιγμές που η γλαφυρή πέννα του στρατηγού τις κάνει τόσο παραστατικές.
Πορεία στο Μέτωπο
Εις Φλώριναν αποβιβάσθηκαμεν του τραίνου διά να επιβιβασθούμεν αυτοκινήτων τα οποία μας μετέφεραν εις Κορυτσάν.
Εις το χιονισμένο περιβάλλον, το οποίο διέσχιζε ο επίσης σκεπασμένος με παχύ στρώμα από χιόνι δρόμος, δεν έβλεπε κανείς σημεία ζωής παρά μόνο κάπου-κάπου φάλαγγας από μεταγωγικά και Στρατιώτας εν πορεία.
Εκείνο που μου έκαμε πολύ μεγάλη εντύπωση ήτο το θέαμα που αντίκρισα εις εν σημείον του δρόμου, όπου είδα Στρατιώτες να σύρουν κανόνια με τον ώμον τους έχοντας αντικαταστήσει τους ημιόνους, οι οποίοι λόγω του ολισθηρού της οδού και της υπερκόπωσης ψοφούσαν και δεν ήτο δυνατόν να χρησιμοποιηθούν.
Ένας συνάδελφός μου τους ερώτησε: Τίνος Μονάδος είσθε παλληκάρια;
Ένας λοχίας απάντησε: Της Μεραρχίας Κρητών!
3-12-40, Κορυτσά
Η άφιξή μας στη χιονισμένη πόλη ήταν κάτι το συγκινητικό να βλέπει κανείς μια Ελληνική πόλη σε ξένο έδαφος.
Παντού ομιλείτο η Ελληνική γλώσσα, οι επιγραφές των καταστημάτων, στους τοίχους και γενικά όπου έβλεπε κανείς γράμματα ήταν Ελληνικά.
Εις το Φρουραρχείο όπου εστάθμευσε το αυτοκίνητον, μας είπαν ότι ήθελαν σημείωμα από την Στρατιωτική Διοίκησιν Κορυτσάς για να μας εξεύρουν στέγην. Εγώ ως αρχαιότερος επεφορτώθην με την δουλειά αυτή.
Πήγα στη Στρατιωτική Διεύθυνσιν όπου μου είπαν ότι το σημείωμα θα το δώσει ο κ. Υποδιοικητής.
Άνοιξα την πόρτα του Γραφείου του κ. Υποδιοικητού και στάθηκα όρθιος εν στάσει προσοχής προ του γραφείου έτοιμος να παρουσιασθώ όταν διαπίστωσα ότι ο κ. Υποδιοικητής ήταν ο… Πατέρας μου!
6-12-40. Προς το Μέτωπον
Η πρώτη στάσις στην Ερσέκα, για να πάρωμεν λίγο νερό για τα αυτοκίνητα, που μας μετέφεραν. Η πρώτη επαφή με τα αποτελέσματα του πολέμου: Ερείπια – Ερείπια- Ερείπια.
Δευτέρα και τελευταία στάσις εις Λεσκοβίκι.
Απ’ εδώ κι εμπρός θα άρχιζε η πεζοπορία.
Εν τω μεταξύ δεν θα λησμονήσω ποτέ, την εντύπωσιν όπου μου επροξένησαν οι σκελετωμένοι στρατιώται οι οποίοι ευρίσκονταν για ανάπαυσιν ύστερα από πολλάς νικηφόρους μάχας που είχαν δώσει. Αντί να αναλάβουν, καθημερινώς πήγαιναν και χειρότερα από την πείνα. Θυμάμαι ότι ο Λοχαγός (Λοχαγεύων) ένας πολύ φίλος μου στη Σχολή Ανθυπολοχαγός Παπαδάκης Κωνσταντίνος δεν είχε δύναμη να πάει στο Τάγμα που απείχε ένα τέταρτο δρόμο από το Λόχο προς λήψη προφορικής διαταγής και επεφορτίσθην εγώ από τον Ταγματάρχη να του μεταβιβάσω την εν λόγω διαταγή.
- Ο κανονικός Λοχαγός του 2ουΛόχου του Ι Τάγματος (50 Σ.Π.) ήταν ο Λοχαγός Πεζικού Μιχαλάκης, ο οποίος είχε σοβαρά τραυματιστεί και κατέληξε μετ’ ολίγας ημέρας εις τα τραύματά του.
Αυτόν είχε αντικαταστήσει ο Ανθυπολοχαγός Παπαδάκης Κωνσταντίνος. Εγώ δεν γνώρισα τον Λοχαγόν Μιχαλάκη.
Στην Πρώτη Μάχη τραυματίστηκε και ο Ανθυπολοχαγός Παπαδάκης και ανέλαβα εγώ τον Λόχον.
Ευτυχώς και είχα μαζί μου λίγα τρόφιμα και μπόρεσα να κοπάσω λίγο την πείνα των Αξιωματικών του λόχου, για μια ημέρα. Δύο ημέρες μετά είχαμε το πρώτο κρούσμα εξ ασθενείας. Εκτός της πείνας ήταν και έντονη η καταραμένη ψείρα, η οποία είχε κάμει ολόκληρη επένδυσιν των εσωρούχων.
Δεν περίμενα ποτέ να βρω αυτή την κατάσταση. Περίμενα να δω σκοτωμένους εις το Πεδίον της μάχης, από βομβαρδισμούς, αλλά από πείνα και από το κρύο ούτε το είχα φαντασθή.
Εκτός του συναισθηματικού μέρους το ζήτημα για μένα ήταν περισσότερο αποκαρδιωτικόν, διότι σκεφτόμουν ότι δεν ήταν δυνατόν με αυτούς τους Στρατιώτας να κάμει κανείς ούτε πορεία, πολύ δε περισσότερο να πολεμήσει. Εν τούτοις υπήρχε η διαταγή την οποίαν μεταβίβασα στον Λοχαγό να προετοιμάζει τον Λόχον διά την πρώτην γραμμήν προς Μάχην.
Ο Παπαδάκης 21 ετών, μια τάξη μεγαλύτερη από εμάς ήταν κι αυτός ένας ενθουσιώδης τύπος και με μεγάλη αγάπη προς τους Στρατιώτες. Τι μπορούσε όμως να κάμη αυτός, όταν ο ίδιος ευρίσκετο στη χειρότερη κατάσταση απ’ όλους;
Η πενία όμως τέχνας κατεργάζεται. Έτσι και τη φορά αυτή ο νεαρός Λοχαγός είχε μια θαυμασίαν αντιστρατιωτική ιδέα. Παρά την διαταγήν ότι, ό, τι τρόφιμα διεκπεραιώνονται εις την όχθην μας, θα διανέμονται εξ ίσου σε όλο το Σύνταγμα, ο Παπαδάκης εσκέφθη κάτι που του έβαλα εγώ στο μυαλό, όταν του είπα ότι υπήρχε ένα πέρασμα λίγο πιο κάτω από το Λόχο μας και το οποίον δεν χρησιμοποιούνταν επειδή είναι επικίνδυνο, διότι, κάνει στροφή το νερό στο σημείο εκείνο. Αυτό μου το είχαν πει κάτι Αλβανοί, που ήταν ως οδηγοί στον εφοδιασμό της απέναντι όχθης.
Δοκούν ο Λοχαγός επιλέγει δέκα Στρατιώτες απόφοιτους φυλακής που είχαν καταδικασθεί διά κλοπές κλπ. και είχαν βγει με την διαταγή αποσυμφορήσεως των φυλακών, που έκαμε ο Μεταξάς εις τους έχοντας λίγο μέρος ποινής να εκτίσουν ακόμα και τους έστειλε στο μέτωπο, κατόπιν επιθυμίας τους, για να τους χαριστεί το υπόλοιπον της ποινής.
Τους λέει λοιπόν να φύγουν και να πάρουν, από όπου βρουν γαϊδουράκια ή ό,τι ζώα βρουν και να κάμουν μια σχεδία στο σημείο εκείνο και αφού τους εφοδίασε με ένα σημείωμα για τον εφοδιασμό, τους άφησε ελεύθερους. Αυτοί πήγαν να τρελαθούν από τη χαρά τους.
Περιμέναμε δύο ημέρες και δεν είχαν φανεί. Εν τω μεταξύ, διετάχθη ο Λόχος να εκκινήσει την επομένη το πρωί.
Πράγματι ο Λόχος, εις αθλιεστάτη κατάσταση άρχισε να προχωρή σιγά-σιγά χωρίς τάξη, χωρίς δύναμη. Πολλοί δεν μπορούσαν να προχωρούν και παρέμεναν στο δρόμο και τους ελέγετο το μέρος που θα διανυκτερεύσει ο Λόχος, αν μπορούσαν να ήρχοντο, αν δεν μπορούσαν ήταν καταδικασμένοι! Πίσω δεν μπορούσαν να πάνε διότι ήταν πιο μακρυά.
Διανυκτερεύσαμε εις ένα μέρος που υπήρχαν λίγα δένδρα, διά να αποφύγουμεν την αεροπορίαν την επομένη, διότι επρόκειτο εκεί να αναμείνωμεν διαταγάς.
Την επομένην ευρέθη και άλλος ένας Στρατιώτης παγωμένος! Δηλαδή, όπως ήταν κουλουριασμένος στη σκηνή, τα πρωί ευρέθη ακίνητος νεκρός.
Επρότεινα του Λοχαγού να αναφέρωμεν ότι είναι αδύνατον υπό τοιαύτας συνθήκας να προχωρήσωμεν και μου λέει «Κι έχεις την γνώμην ότι οι άλλοι είναι σε καλύτερη κατάσταση;!».
Την επομένη, περί το μεσημέρι έφθασε ο τακτικός εφοδιασμός του Λόχου με μερίδα: λίγο χαλβά και 48 κουραμάνες.
Αν έβλεπε κανείς τον τρόπο της διανομής θα έλεγε ότι δικαιότερη δεν μπορούσε να γίνει. Εγίνετο καυγάς, για λίγα θρύμματα κουραμάνας, που έμενε στο… τσουβάλι!
Δεν είχε περάσει όμως ούτε μια ώρα από την άφιξη του εφοδιασμού και ακούμε φωνές, πηδήματα και ένας Στρατιώτης έρχεται εκεί που είμεθα οι Αξιωματικοί και φωνάζει «Έρχονται» και φεύγει χωρίς να περιμένει να τον ρωτήσωμεν: «ποιοι», διότι και εμείς σαν λάστιχα πεταχτήκαμε και είδαμε 10 γαϊδουράκια να κατευθύνονται προς την κατεύθυνσή μας και τους γνωστούς απόφοιτους των φυλακών Στρατιώτας να σείουν θριαμβευτικά τα μαντηλάκια τους. Όλος ο Λόχος τους εμιμήθη. Ένας αξιωματικός είπε ευτυχώς και ήμεθα πίσω, διότι αν μας έβλεπαν οι Ιταλοί, θα νόμιζαν ότι ήμεθα δικοί τους και σηκώναμε λευκά μαντήλια!
Όλοι ζωήρεψαν. Όταν δε έμαθαν από το στόμα του επικεφαλής το τι έφεραν, άρχισαν να πηδούν, να αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον και να παλεύουν. Ένα ξεχείλισμα χαράς πρωτοφανές είχε καταλάβει το Λόχο. Ό,τι είδους καλαμπούρι ήθελες, άκουες και πολλά «ζήτω οι αξιωματικοί μας».
Ένα πολύ δυσάρεστο είχε όλη αυτή η Ιστορία. Ένα Στρατιώτη, από αυτούς, είχε πάρει το ποτάμι! Παραπάτησε όταν πέρναγε και τότε δεν είχαν σχοινί και πνίγηκε.
Τους είπαμε να μη ξαναπάνε αλλά μας βεβαίωσαν ότι τώρα δεν ήτο δυνατόν να έχωμεν άλλο δυστύχημα, διότι είχαν σχοινί και έδεσαν τα ζώα και τους ανθρώπους όταν πέρναγαν.
Εννοείται ότι τα τρόφιμα ήσαν όλα μούσκεμα και το ψωμί με αρκετή άμμο από το θολό νερό που είχε.
Αυτά όμως για μας ήσαν τόσο αστεία, ώστε ούτε το σκεφθήκαμε καν.
Εμείς θέλαμε να βάλωμεν κάτω το φαγώσιμον στο άδειο μας στομάχι.
Μαζί με αυτούς είχαν έλθει και όλοι οι ετοιμοθάνατοι βραδυπορούντες, οι οποίοι τώρα ήσαν χορτάτοι και χόρευαν!
Τα γαϊδουράκια, μαζί με τους εννέα τώρα άνδρες εστάλησαν πάλι πίσω για να επαναλάβουν το πείραμα. Δεν ανεφέρθη εις το Τάγμα η απώλεια του Στρατιώτου διότι θα μας ήρχετο η απαγορευτική διαταγή να μην στείλωμεν άλλη φορά και θα μας επέπλητταν ότι δεν τους δώσαμε τρόφιμα!
13-12-40. Η πρώτη επαφή με Ιταλούς
Την επομένη το πρωί ήλθε διαταγή, ο Λόχος να κινηθή μέχρι του χωριού «Νισίτσα» να καταλάβει τα πέριξ του χωρίου υψώματα και εάν κατείχοντο να καταλάβει καταλλήλως θέσεις, διά να επεκταθή την επομένην εν συνδυασμώ, με τους αριστερά μας Λόχους του 90ου Συντάγματος.
Εάν δεν κατήχοντο να αναμένει διαταγάς μας.
Πρωί-πρωί ο Λόχος ήταν έτοιμος. Οι Στρατιώται είχαν συνταχθεί κανονικά και ανέμεναν την διαταγή εκκινήσεως.
Αργούσε να δοθεί, διότι ένας Στρατιώτης ήταν άρρωστος και πήγε ο Λοχαγός να τον δη. Οι Στρατιώται εν τω μεταξύ, που δεν ήξεραν το λόγο της καθυστερήσεως, άρχισαν να τραγουδούν τραγούδια και εμβατήρια.
Τώρα μόνο αναγνώριζα τους Έλληνας Στρατιώτας. Το ξεκίνημα ήταν σαν σε πανηγύρι. Δεν κοίταζες Στρατιώτη που να μη σου χαμογελά.
Παντού άσπρο. Δεν έβλεπε κανείς ούτε πέντε μέτρα, απόσταση.
Με τις επιβαλλόμενες προφυλάξεις προχωρούσε ο Λόχος. Όταν φθάσαμε κοντά το απόγευμα στο χωριό, καταλάβαμε τα πέριξ υψώματα, χωρίς να βρούμε κανένα Ιταλό.
Η χαρά μου δεν περιγράφεται, όταν ήλθε ένας Λοχίας μου και μου ανέφερε ότι συνέλαβαν 10 Ιταλούς. Αμέσως έσπευσα προς το μέρος, όπου ακούοντο φωνές και βλέπω άλλους στρατιώτες μου να διατάζουν τους Ιταλούς, από τα παράθυρα και την πόρτα ενός μεγάλου σπιτιού, να παραδοθούν. Μερικοί παράτολμοι, χωρίς να περιμένουν να δουν το αποτέλεσμα όρμησαν με τα όπλα προτεταμένα μέσα στο σπίτι. Δεν είχα προλάβει να πλησιάσω, όταν βλέπω έναν Αξιωματικό να εξέρχεται με σηκωμένα τα χέρια και να ακολουθούν οι άνδρες του. Συνεχώς, εν συνεχεία, ήρχοντο στρατιώται συνοδεύοντας αιχμαλώτους.
Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν, αμαχητί 20 Ιταλοί και ένας Ανθυπολοχαγός.
Παρέλαβα τον αξιωματικό και διέταξα να αφοπλισθούν οι Ιταλοί, οι οποίοι όπως αντελήφθην είχαν παραμείνει με την πρόθεσιν να παραδοθούν και τους ενέκλεισα εις ένα σπίτι.
Ο Ιταλός Ανθυπολοχαγός ήταν έφεδρος, επαγγελματίας Δημοδιδάσκαλος. Τον ρώτησα γιατί παρέμεινε και εις απάντησην μου δείχνει δύο φωτογραφίες, μια η οποία είχε μία νεαρή γυναίκα με ένα παιδάκι στην αγκαλιά της, η άλλη έδειχνε ένα σχολείο με πολλά παιδάκια εις τον περιβάλλον κι εκείνον εις την είσοδο του Σχολείου όρθιον.
Όταν τις είδε, δάκρυσε και άρχισε σε σπασμένα Γαλλικά, να μου δίνει να καταλάβω ότι κάθισε επίτηδες, για να παραδοθεί και ο λόγος ότι τον περίμεναν όλος αυτός ο κόσμος, που μου έδειξε στις φωτογραφίες.
Ένας Λοχίας, ο οποίος ήξερε Γαλλικά και παρηκολούθησε την απάντησιν του Ιταλού είπε: «Να παλληκάρι που ποτέ δεν υποχωρεί! Με τέτοια παλληκάρια ο Ντούτσε θέλει να καταλάβει την Ελλάδα!». Ένα ηχηρό γέλιο ξέσπασε από τους γύρω στρατιώτας και διελύθησαν για να συνεχίσουν την δουλειά τους γεμάτοι χαρά.
Την ώρα που επρόκειτο να φύγωμεν διά την αποστολή μας, ακούμε να βάλλουν οι όλμοι και τον Συνταγματάρχην να φωνάζει να ετοιμασθή αμέσως ένας λόχος, διότι οι Ιταλοί με την βολή του όλμου έφευγαν!
Ο Λόχος δεν ήτο δυνατόν να ετοιμασθεί σε λίγα λεπτά, διότι είχε διανομή και οι Στρατιώτες είχαν σκορπίσει.
Ο ενθουσιώδης Παπαδάκης (ο Ανθυπολοχαγός Λοχαγεύων) τότε μου λέει: τι λες να ζητήσωμεν να επιτεθούμε εμείς; Εις καταφατική μου απάντηση τρέχει στο Συνταγματάρχη του 90ου Συντάγματος και τον παρακαλεί να του δώσει τας εντολάς, που επρόκειτο να δώσει εις τον λόχον του αν τον είχε έτοιμον. Ο Συνταγματάρχης τον συνεχάρη και του δίνει την εντολήν. Σε λίγο ο Λόχος άρχιζε την επίθεση.
Οι Στρατιώτες έτρεχαν σαν τρελοί μήπως προλάβουν και φύγουν οι Ιταλοί και δεν τους πιάσομεν.
Η πραγματικότης όμως δεν ήταν όπως την εφαντάσθημεν. Μόλις φθάσαμε κοντά τους και ενώ ευρισκόμεθα εις ακάλυπτον και χιονισμένον έδαφος, μας αρχίζουν με πολυβόλα και όλμους ένα σφροδρόν πυρ.
Από τους πρώτους που τραυματίσθηκαν ήταν και ο Λοχαγός μας, ο Ανθυπολοχαγός Παπαδάκης.
Ένα σφοδρότατο πυρ από τα δικά μας πολυβόλα και τους όλμους ήταν τα αντίποινα εις τους τρεις τραυματίας και ένα νεκρόν, που είχαμε μέχρι την στιγμή εκείνην.
Τα πολυβόλα των Ιταλών ανατινάσσοντο, το ένα κατόπιν του άλλου, από το εύστοχον πυρ των δικών μας όλμων.
Σε μια στιγμή βλέπομεν πολλούς Ιταλούς, οι οποίοι επωφελούμενοι στιγμιαίας διακοπής του πυρός να τρέπονται εις φυγήν.
Εκείνη την στιγμήν, παρά τας διαταγάς του Συνταγματάρχου να αναμένω την επί 10 λεπτά βολή των όλμων, διατάσσω τους Διμοιρίτες ταχεία διείσδυση και εν συνεχεία έφοδον.
Το τι έγινε, κατά την έφοδον, ήταν κάτι το πρωτοφανές. Φωνές, βρισιές και τα «αέρα» είχαν κάμει ένα δαιμονισμένο ανακάτεμα με την βολή των πολυβόλων, που έκαναν βολή εις βαδίσματα.
Πιάσαμε 17 αιχμαλώτους και ολόκληρο σχεδόν τον αυτόματον οπλισμόν των δύο διμοιριών που κατείχαν το ύψωμα.