Έχουμε πολλές φορές αναφερθεί στα πάθη των Κρητικών κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Κάθε κατακτητής άφησε τα βάρβαρα ίχνη του στην ιστορική μνήμη και τη γέμισε ντροπή για το κατάντημα του ανθρώπου, αλλά οι Τούρκοι ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο σε αγριότητα. Ίσως επειδή δεν ήταν ποτέ ήσυχοι από τους χαΐνηδες που έγιναν εφιάλτης τους. Και προσπαθούσαν με τα έκτροπα να φοβερίσουν το σκλαβωμένο λαό για να εξασφαλίσουν μια στοιχειώδη ηρεμία.
Είναι γεγονός ότι τα δεινά των Χριστιανών δεν είχαν τέλος.
Πέρασε πολλά δεινά το νησί μας την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Στο βιβλίο του περί Κρήτης ο Ολλανδός γεωγράφος Ντάπερ αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Ουδεμία χώρα και ουδεμία επαρχία του Οθωμανικού κράτους διοικείται χειρότερον της Κρήτης. Οι Τούρκοι μικροί και μεγάλοι πράττουσιν ό,τι θέλουσι…αι τελεταί των βαπτίσεων και των γάμων διεξάγονται μετά φόβου και τρόμου, ίνα μη οι Τούρκοι ίδωσι την νύμφην και αρπάσωσιν αυτήν από τας χείρας του γαμβρού».
Το ίδιο αναφέρει και ο Άγγλος ιστορικός Σμιθ: «Η Κρήτη υπήρξε προ του 1821 η χειρότερη διοικούμενοι περιοχή της Τουρκικής Αυτοκρατορίας». Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ολόκληρη η Πελοπόννησος είχε ένα μόνο Πασά, σχεδόν πάντοτε απόντα, η Κρήτη είχε τρεις «καθημένους επί του τραχήλου της». Ένα στο Ηράκλειο, ένα στο Ρέθυμνο και ένα στα Χανιά επισημαίνει ο εθνικός ιστορικός Παπαρηγόπουλος. Μαύρη σκλαβιά είχε απλωθεί παντού. Δουλεία σκληρή, βάναυση και αβάσταχτη, περισσότερο απ’ όποιο άλλο μέρος της Ελλάδας, λόγω του απομονωμένου του νησιού. «Η επιβίωση του χριστιανικού πληθυσμού, γράφουν οι περιηγητές της εποχής στην Κρήτη, είναι εφιαλτική». Πολλοί δεν άντεξαν και αλλαξοπίστησαν. Ειδικά η στάση των Γενιτσάρων ήταν αχαλίνωτη ασύδοτη, ανεξέλεγκτη, ανυπάκουη, σε βαθμό που έγινε τραγούδι:
«Θυμηθείτε τσι καιρούς,
που στέλνανε στην Κρήτη τσι Πασάδες
και οπίσω τσι γιαέρνανε
οι Γενιτσαραγάδες».
Κανένας δεν μπορούσε να τους περιορίσει, ούτε ο Πασάς του Ηρακλείου, ούτε και ο Σουλτάνος, που έψαχνε αφορμή να τους υποτάξει και να σταματήσει έτσι τον εξευτελισμό, που προκαλούσαν στο γόητρό του.
Γιατί δεν συμφωνούσαν με τις πρακτικές αυτές της φρίκης οι σώφρονες Οθωμανοί που δεν συμμερίζονταν την τακτική του όχλου. Πώς ν’ αντιμετωπιστούν όμως οι γενίτσαροι φόβος και τρόμος για ολόκληρες επαρχίες.
Η πρωτοβουλία των Μελαμπιανών
Μια σταγόνα όμως που έκανε το ποτήρι της οργής να ξεχειλίσει ήταν η φοβερή σφαγή που έγινε το 1812, όταν οι Μελαμπιανοί πήραν εκδίκηση για τη σφαγή του συγχωριανού τους καπετάν Γιακουμή από τον Ιμπραήμ Αγακάκη ένα φοβερό Αμπαδιώτη γενίτσαρο.
Οι σύντροφοι του Αγακάκη που έτυχε να παρακολουθήσουν την εκτέλεσή του μπήκαν μετά από δυο μέρες στο χωριό και σκότωσαν 72 άνδρες, γυναίκες και παιδιά που δεν πρόλαβαν να φύγουν και να σωθούν.
Μόλις πέρασε το κακό, οι ηρωικοί κάτοικοι των Μελάμπων αποφάσισαν να καταφύγουν σε ανώτερη αρχή και να παραπονεθούν για την αγριότητα αυτή. Αποδείχτηκε όμως μάταιος ο κόπος. Γιατί ακόμα κι ο πασάς που φαινόταν πως δεν ήθελε να θυμώσει τους γενίτσαρους σύστησε στα μέλη της επιτροπής να γυρίσουν με μεγάλη προσοχή στο χωριό κι ένας ένας ώστε κανένας να μην υποψιαστεί το διάβημά τους και τους βρουν χειρότερα.
Από την αντιμετώπιση αυτή του πασά καταλαβαίνουμε βέβαια ότι οι γενίτσαροι ήταν κάτι σαν κράτος εν κράτει. Το παρακράτος που βασάνιζε ανεξέλεγκτα, αλλά ποτέ ατιμώρητα γιατί οι χαΐνηδες δεν τους χάριζαν.
Τι να κάνουν οι έρημοι οι Μελαμπιανοί; Πήραν τον δρόμο του γυρισμού βαθιά συλλογισμένοι και κλαίγοντας τη μοίρα τους. Κι όπως βάδιζαν συναντούν τον παπα-Μανόλη Πισκοπιανό.
Ένα τραγικό πατέρα που έζησε ένα ανείπωτο δράμα. Μπήκαν ένα βράδυ στο σπίτι του μερικοί Τούρκοι και αφού τον ανάγκασαν να κρατάει το κερί, βίασαν μπροστά του τη θυγατέρα του.
Οι Μελαμπιανοί ζήτησαν την ευχή του και ρώτησαν για πού το έβαλε.
Όπως τους είπε θα πήγαινε στην Πόλη να βρει τον Πατριάρχη και να καταγγείλει το γεγονός που είχε στοιχειώσει τις νύχτες του.
Η πληροφορία αυτή έδωσε την ιδέα στους Μελαμπιανούς να ακολουθήσουν δυο τρεις τον παπα-Μανόλη και να καταγγείλουν με τη σειρά τους τα δικά τους παθήματα. Όπερ και εγένετο.
Ένας Σουλτάνος με συνείδηση
Με πόνο ψυχής τους άκουσε ο Γρηγόριος ο μετέπειτα Εθνομάρτυρας και χωρίς να διστάσει τα μετέφερε αμέσως στο Σουλτάνο.
Εκείνη την εποχή αυτοκράτορας ήταν ο Μαχμούτ Χαν ο επονομαζόμενος Δίκαιος και μεταρρυθμιστής. Αυτός ιστορικά έχει συνδέσει το όνομά του με τον αφανισμό των Γενιτσάρων. Έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεγάλη σφαγή των άγριων αυτών Τούρκων το 1826 που έμεινε γνωστή στην τουρκική ιστοριογραφία ως «Ευοίωνον Γεγονός» (Vaka – I hairiye)ή κατ’ άλλους «Αίσιον Περιστατικόν»!
Για μια δεκαπενταετία ο σουλτάνος μεθόδευε τον τρόπο να απαλλάξει το κράτος του από το καρκίνωμα των γενιτσάρων μηχανευόμενος έξυπνους αλλά και πανούργους τρόπους.
Οι καταγγελίες του Πατριάρχη του «έριξαν νερό στο μύλο του».
Κι αποφάσισε να κάνει μια επίδειξη ισχύος μήπως και βάλει μια τάξη στο νησί.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν πρωτόγνωρα για το σκλαβωμένο νησί που ξαφνικά ζούσε μέρες δικαίωσης για όσα δεινά είχε περάσει μέχρι τότε από τους γενίτσαρους. Ένας Κούρδος, ικανός στρατηλάτης, άνθρωπος απόλυτης εμπιστοσύνης του Σουλτάνου ο Χατζή Οσμάν Πασάς ανέλαβε αυτή τη δύσκολη αποστολή. Και δεν απογοήτευσε το σουλτάνο.
Μόλις αποβιβάστηκε με άριστα εκπαιδευμένο στρατό στη Σούδα έσπευσε να συμμαχήσει με τους χαΐνηδες και να τους εξοπλίσει. Ήταν ένα από τα συνηθισμένα πολιτικά τεχνάσματα του σουλτάνου για να καλύπτει τα νώτα του όταν αποφάσιζε σκληρές εκκαθαρίσεις σε επικίνδυνα στρατόπεδα. Ενίσχυε τους αδυνάτους για να τους έχει σύμμαχους.
Ώρες δικαίωσης
Από τη στιγμή εκείνη άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τους Γενίτσαρους που είδαν να έρχεται στο κεφάλι τους ο πέλεκυς της δικαιοσύνης. Με αναφιλητά χαράς οι Χριστιανοί μάθαιναν το τέλος των ανθρώπων που τους είχαν κάνει κόλαση τη ζωή τους μέχρι τότε.
Στα δέντρα που κρεμούσαν τους Χριστιανούς για ασήμαντη αιτία εύρισκαν τώρα αυτοί φρικτό τέλος και οι περιουσίες που είχαν αποκτήσει με δόλο και τρομοκρατία παραδίδονταν στις φλόγες.
Στον ενάμισι χρόνο που έμεινε ο Κούρδος Πασάς στην Κρήτη, σκότωσε γύρω στους 1.000 άγριους και ανυπότακτους Γενίτσαρους και Εσπέχηδες, στα Χανιά και στο Ρέθυμνο, που βασάνιζαν αδικαιολόγητα τους χριστιανούς και καταρράκωναν το κύρος της Υψηλής Πύλης.
Ιδιαίτερα σκληρός ήταν με τους Αμπαδιώτες γενίτσαρους και τους Οξούζηδες του Μυλοποτάμου. Αυτοί παραμόνευαν στο Πέραμα τους ατυχείς που ταξίδευαν προς Ρέθυμνο ή προς Ηράκλειο. Πριν τους ληστέψουν τους βασάνιζαν φρικτά και πολλοί από αυτούς πέθαιναν από τα μαρτύρια. Οι Οξούζηδες ήταν τόσο αιμοβόροι και άγριοι που οι Μυλοποταμίτες αποκαλούσαν την περιοχή που δρούσαν οι τύραννοι και Πόρο τού Χάρου ή Πόρο του Σατανά.
Βρήκαν και αυτοί την τιμωρία που τους άξιζε από τον Οσμάν που σύντομα έγινε πρόσωπο θρύλος.
Μαθαίνοντας οι Γενίτσαροι του Ηρακλείου τα γεγονότα στη Δυτική Κρήτη και βλέποντας ότι πλησιάζει η σειρά τους σκέφτηκαν να δράσουν πριν είναι αργά. Και διάλεξαν τον πιο δοκιμασμένο τρόπο για να πετύχουν το στόχο τους. Στέλνουν αντιπροσωπεία στην Πόλη με άφθονο χρυσάφι και πετυχαίνουν την ανάκληση του Οσμάν Πασά.
Η επιτυχία τους γιορτάστηκε με ξέφρενα γλέντια. Με έξαλλους πανηγυρισμούς γύριζαν και φώναζαν στους άτυχους σκλάβους: «Έφυγε ο παπά-Γιάννης σας ταβλόπιστοι, τώρα θα δείτε ίντα θα πάθετε».
Στόχαστρο οι άμοιρες γυναίκες
Το είπαν και το έκαναν. Και πρώτες πλήρωσαν οι γυναίκες. Συνεχίστηκε το μαρτύριο του χορού με το ρόβι αλλά τώρα είχε προστεθεί και το λάδι στο πάτωμα για να γλιστράει περισσότερο. Κι όπως δεν κατάφερναν να σταθούν όρθιες ο μαύρος δούλος τις χτυπούσε με το μαστίγιο αλύπητα. Βίαζαν πρώτα οι αφέντες κι έπαιρναν μετά σειρά και οι δούλοι για «να γλεντήσουν κι αυτοί οι κακομοίρηδες», καθώς έλεγαν οι αφεντάδες τους.
Στην απόγνωσή τους οι δύστυχες γυναίκες έκαναν τα πάντα για να γίνουν αποκρουστικές και να γλιτώσουν την ατίμωση.
Αυτοί την περίοδο έβριθαν από ζωντανό εμπόρευμα τα σκλαβοπάζαρα.
Η τιμή πώλησης μιας νεαρής γυναίκας, ήταν όσο ενός αλόγου, αναφέρουν οι ιστορικές πηγές.
Ο Γερμανός περιηγητής Σίμπερ αναφέρει, πως μόνο για να γελάσουνε στη γιορτή του Μπαϊραμιού, έβαναν στο σημάδι το χριστιανό που η κακή του μοίρα τον έφερνε να περάσει από μπροστά τους, και πολλές φορές έπεφτε με δέκα συγχρόνως σφαίρες πάνω στο κορμί του. Άλλους σκότωναν επειδή τόλμησαν να τραγουδήσουν την ημέρα του Πάσχα. Άλλοι αγγάρευαν περαστικούς Ρωμιούς να τους πηγαίνουν στην πλάτη τους στους οντάδες τους σαν υποζύγια. Όλα αυτά ήταν αιτία ο λαός να πιστεύει ότι «Τούρκος καλός, μόνο νεκρός».
Αυτές οι θηριωδίες ξεσήκωσαν τους γενναίους που με τη ζωή τους τίμημα προσπαθούσαν να σώσουν τους ομοεθνείς τους από την συμφορά. Κι έτσι δοξάστηκαν ο κρυπτοχριστιανός Αρχιγενίτσαρος της Μεσσαράς, Χουσεΐν Κουρμούλης, ο Ξωπατέρας αργότερα και ο περιώνυμος για την ανδρεία του στην Αμπαδιά την περίοδο αυτή, Καπετάν Μητροφάνης (Καλογεράκης), ο οποίος μετά τη δράση του στην επανάσταση του 1821 στην Κρήτη και στην Πελοπόννησο, επιστρέφει και σκοτώνει τον Γενιτσαραγά από το Βαθιακό, επειδή ήλθε στο χωριό του τον Αϊ-Γιάννη Αμαρίου και έβαλλε τις γυναίκες να χορεύουν γυμνόστηθες στο ρόβι. Επικηρύσσεται πολλά γρόσια το κεφάλι του και αρχίζει μια θρυλική καταδίωξη, από τους Αμπαδιώτες Γενίτσαρους, συνεπικουρούμενους από Μπέηδες, Εσπέχηδες, Νιζάμηδες, Σπαχήδες, Σουμπάσηδες, που κατέφθασαν από το μεγάλο Κάστρο. Ο αγώνας του γίνεται λαϊκό τραγούδι:
«Αυτό δεν είναι αντρειά,
μονόναι τουρτουλούσι
να κυνηγούν Καλόγερο
εφτά χιλιάδες Τούρκοι».
Τέλος σε ενέδρα, έξω από το μοναστήρι του των Ασωμάτων, τραυματίζεται, συλλαμβάνεται, αποκεφαλίζεται. Το κεφάλι σε ντορβά μέσα, το πηγαίνουν και το δείχνουν στη μάνα του και μετά με πομπή και τυμπανοκρουσίες, ως τρόπαιο και λάφυρο πολύτιμο, στο μεγάλο Κάστρο για να πληρωθούν, όπως προέβλεπε το Οθωμανικό δίκαιο, για τους επικεφαλείς των επαναστατών και τους διακεκριμένους για ανδρεία, που είχαν ντροπιάσει την Τουρκιά. Των απλών επαναστατών πήγαιναν τα κομμένα αυτιά των, για να πάρουν το μπαξίσι. Υπάρχουν Ευρωπαίοι περιηγητές της εποχής, που γράφουν ότι είδαν πέντε και οχτώ χιλιάδες ανθρώπινα αυτιά σε σπάγκους περασμένα.
Όλα αυτά είχαν οδηγήσει σε αλλεπάλληλες επαναστάσεις, το 1821, 1840, 1866 με το Αρκάδι, το 1897, αλλά και σε τραγική μείωση του πληθυσμού την περίοδο αυτή. Το 1818 ο Γάλλος Πρόξενος στα Χανιά Λαρούζης, αναφέρει ότι μέσα σε 8 χρόνια από τότε που έφυγε ο Οσμάν Πασάς τούρκεψαν στο Σέλινο μόνο, 2.811 άνδρες.
Από τις 265.000 μικτού πληθυσμού της Κρήτης, οι 125.000 ήσαν μουσουλμάνοι και στο μεγαλύτερο μέρος εξισλαμισμένοι χριστιανοί, φανατισμένοι και επιθετικοί περισσότερο από τους τουρκογενείς. Υπήρχαν χωριά «με πεντέξι άνδρες μέσα σε 100 και 200 γυναίκες», αναφέρει ο ιστορικός Ιωάννης Μουρέλος.
Η Κρήτη πλήρωσε με βαρύ φόρο αίματος τους αγώνες της για την ελευθερία. Και τα δεινά της συνεχίστηκαν κι όταν η υπόλοιπη Ελλάδα είχε ελευθερωθεί. Όλα κρίνονταν από τα ξένα συμφέροντα. Μέχρι που ήρθε η πολυπόθητη Ένωση το 1913 για ν’ ανασάνει το ταλαίπωρο, μαρτυρικό νησί…
ΠΗΓΕΣ:
Ευτύχιου Σ. Καλογεράκη σύμβουλου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πελοποννήσου: Βαθιακό – Μέλαμπες – Επισκοπή, αιτία τουρκικής επέμβασης στην Κρήτη.
Χουρμούζη Βυζαντίου, «Κρητικά», σ. 45.
Παντελή Αθανασιάδη: Νεώτερη ελληνική ιστορία.
Βασ. Ψιλάκη, Ιστορία της Κρήτης σ. 1513 και 1523).
Εύας Λαδιά: Ρεθεμνιώτες ήρωες στην Επανάσταση του 21.