Με τρομάζει η τάση των σύγχρονων ανθρώπων να λησμονούν τους στυλοβάτες της πνευματικής παράδοσης του τόπου.
Ενώ αναφύονται και αυτοπροβάλλονται αρκετοί που απλά δίνουν μια συνέχεια, μηρυκάζοντας κυρίως τη θεματική που προβάλλει το Ρέθυμνο των Γραμμάτων και Τεχνών δεν γίνεται καμιά αναφορά, έστω ένα πνευματικό μνημόσυνο για ανθρώπους όπως ο Πολύβιος Τσάκωνας, ο Γιώργης Καλομενόπουλος, ο Σπύρος Τ. Λίτινας.
Ιδιαίτερα αυτός ο τελευταίος έχει ξεχαστεί με τον καιρό.
Κι ας ήταν από τους πιο σημαντικούς αν κρίνουμε από την ιδιαίτερη φιλία του με τον Παντελή Πρεβελάκη.
Η αναζήτηση φέρνει συνεχώς και άλλα στοιχεία που τον αφορούν στην δημοσιότητα. Μικρές πτυχές που αποκαλύπτουν το σπάνιο, έστω και κάπως ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του.
Γνώριζα για τον Σπύρο Τ. Λίτινα, που με τιμούσε με το ενδιαφέρον του για την ταπεινή δουλειά μου και φρόντιζε να με κατευθύνει για να αποφεύγω τις ανθρώπινες υπερβάσεις, όταν αξιολογούμε καθένας τη δουλειά του στον τομέα του.
Αυτό που αγνοούσα ήταν η συμμετοχή του στην Αντίσταση. Υπηρετώντας από μια σκοπιά που έδινε ευκαιρία για λασπολογία. Την ευθύνη του διερμηνέα καθώς μιλούσε άπταιστα Γερμανικά.
Ο μεγάλος μας Παντελής Πρεβελάκης, στον οποίο ο Σπύρος Λίτινας δεν μπορούσε να αρνηθεί τίποτα, τον κάλεσε κάποτε να μιλήσει δημόσια για τη σκοτεινή εκείνη περίοδο, κι εκείνος μας έδωσε πολύτιμα στοιχεία στο βιβλίο του «Τα Σύμμικτα». Έτσι λοιπόν φωτίζεται μια από τις πιο σημαντικές όσο και άγνωστες πλευρές της ζωής του μεγάλου μας λόγιου που κανένας δεν θυμάται πια.
Τι θυμάται και τι καταθέτει ο Σπύρος Λίτινας για τη σκοτεινή εκείνη περίοδο της Κατοχής;
Μετά τη θύελλα το πλιάτσικο
Τη μέρα που έπεφταν αλεξιπτωτιστές στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, στο Ρέθεμνος επικρατούσε μια βαθειά βουβαμάρα. Κανένας δεν ήξερε το παραμικρό. Από τα σοβαρά σφάλματα των ιθυνόντων.
Ο Σπύρος Λίτινας βρισκόταν στα Περιβόλια το μεσημέρι της 20ης Μαΐου 1941 όταν ξαφνικά άρχισε η επίθεση των στούκας η κάθετη εφόρμησή τους, οι πολυβολισμοί, η πτώση και η κάθοδος των αλεξιπτωτιστών. Μαζί με άλλους πήρε το δρόμο επιστροφής στην πόλη, πέφτοντας συχνά σε κράσπεδα για να προφυλαχθεί από τις βόμβες και τα βλήματα. Η πόλη που αντίκρισε τον τρόμαξε. Ερείπια από τη μια άκρη μέχρι την άλλη έκαναν τους δρόμους αδιάβατους.
Κοντά στους τραυματίες
Την πρώτη νύχτα της Μάχης της Κρήτης, ο Λίτινας βρέθηκε στο Νοσοκομείο, να βοηθά τους γιατρούς και να περιποιείται τους τραυματίες. Η ατμόσφαιρα αφόρητη εξαιτίας των ετοιμοθάνατων που παρακαλούσαν να πεθάνουν, αφού δεν θα βίωναν πια εκείνο τον αφόρητο πόνο που τους προκαλούσε το τραύμα τους.
Μετά την επικράτηση των Γερμανών άνοιξαν οι πύλες της κόλασης και στο Ρέθυμνο. Τα κενά σπίτια γέμισαν από γυμνούς Γερμανούς, λόγω και της αφόρητης ζέστης.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η γύμνια ήταν και μια ακόμα ευκαιρία που έδιναν οι συνθήκες στους Ναζί να προσβάλουν τον καθωσπρεπισμό μιας εξαιρετικά συντηρητικής κοινωνίας όπως ήταν οι Ρεθεμνιώτες.
Και η περιφορά ημίγυμνων Γερμανών αποτελούσε μια ηχηρή πρόκληση. Αυτή την περίοδο γινόταν και το μεγάλο πλιάτσικο. Μια πραγματική λεηλασία που απέδιδε σπάνιους θησαυρούς στους λυσσασμένους εισβολείς. Οικογενειακά κειμήλια, αντικείμενα με μεγάλη συναισθηματική αξία για τους νοικοκυραίους γινόταν λεία των χυδαίων κατακτητών.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά απελευθερώθηκαν οι Ιταλοί αιχμάλωτοι του ελληνοϊταλικού πολέμου που τους κρατούσαν στην Σχολή Ασωμάτων και πλημμύρισε και από αυτούς η πόλη.
Ένας μάλιστα «έσπασε» τη χολή του μεγάλου μας συγγραφέα μια μέρα που επέστρεφε από τους Αρμένους, όπου είχε καταφύγει. Με το που τον είδε ο Ιταλός άρχισε να βαδίζει εναντίον του κραδαίνοντας μια τεράστια σπάθη!
Ο Λίτινας έμεινε ακίνητος κάνοντας την προσευχή του γιατί φαινόταν πως ο «μακαρονάς» δεν αστειευόταν. Για καλή του τύχη όμως δεν έπαθε τίποτα. Θα ήταν φαίνεται κι αυτός ένας τρόπος να αισθάνονται την υπεροχή τους οι αδίστακτοι εισβολείς.
Οι Γερμανοί σε όλο αυτό το διάστημα για να σωθούν από το σκορβούτο, ζητούσαν επίμονα ξύδι, ενώ συνέχιζαν με αμείωτη ένταση το πλιάτσικο.
Ο ίδιος ο Λίτινας αντιλήφθηκε την αρπαγή του χρήματος από την Τράπεζα Αθηνών, ενώ περνώντας από το χρυσοχοείο του Νικ. Ορφανουδάκη, είδε μερικούς που προσπαθούσαν να διαρρήξουν το χρηματοκιβώτιο.
Το θέαμα εξόργισε τον περαστικό από εκεί Ιωσήφ Μανουσέλη δικηγόρο, που χωρίς να σκεφτεί πλησίασε και τους φώναξε με οργή:
«Τι είναι αυτά που κάνετε; Εγώ έχω σπουδάσει στη χώρα σας τη Γερμανία και αλλιώς σας ήξερα».
Κι ενώ συνέβαιναν αυτά στην πόλη, στα Μισσίρια κροτάλιζε το πολυβόλο στέλνοντας αθώους στον Άδη και βάφοντας κόκκινη από το αίμα την αμμουδιά.
Η Διοίκηση τοιχοκολλούσε παντού διακηρύξεις να παραδώσουν οι Ρεθεμνιώτες ό,τι όπλο είχε ο καθένας ή άλλο αντικείμενο στρατιωτικής προέλευσης ή ραδιόφωνο. Η ποινή για τους παραβάτες ήταν ο θάνατος.
Μπορεί η ατμόσφαιρα να ήταν γεμάτη απειλή, όμως ο Λίτινας δεν μπορούσε να αντέξει κάποιες καταστάσεις. Κυρίως τον εκνεύρισαν τα μπιτόνια με βενζίνη που του είχαν παρατήσει Γερμανοί στο υπόγειο του σπιτιού του.
Χωρίς να σκεφτεί πήγε αμέσως στο Φρουραρχείο να ζητήσει απλά την αποδέσμευση του υπογείου του.
Από τη φούρια του μπερδεύει στα καλώδια που ήταν χύμα στο πάτωμα και ρίχνει κάτω όλα τα τηλέφωνα.
Κάθιδρος από την αγωνία του πίστεψε πως ήρθε το τέλος του, γιατί και η πιο αθώα σύμπτωση μπορεί να χρέωνε σε κάποιον ατυχή σκοπιμότητα. Για καλή του τύχη πάντως ο φρούραρχος είχε όρεξη για κουβέντα μια και βρήκε κάποιον να μιλά με τόση άνεση Γερμανικά.
Το πρώτο πράγμα πάντως που ρώτησε τον Λίτινα, ήταν τι μέρος του λόγου ήταν ο Μανουσέλης. Βλέπετε η τόλμη του γενναίου δικηγόρου δεν πέρασε απαρατήρητη και δεν θα έμενε ατιμώρητη. Και ακολουθεί η παρακάτω στιχομυθία:
«Τι πράγμα είναι αυτός ο δρ Μανουσέλης;».
«Συνάδελφός μου δικηγόρος».
«Δεν ήταν με τους Άγγλους;».
«Δεν ήταν ούτε αυτός ούτε κανένας άλλος Κρητικός με τους Άγγλους. Αυτοί είχαν αλλού τον καταυλισμό τους».
Πάνω στην ώρα βλέπει να φέρνουν σέρνοντας τον Μανουσέλη…
Αμέσως ο Λίτινας ρωτά:
«Τι θα τον κάνετε;».
«Er wird erschossen» του απαντούν.
Τον έσωσε μια Γερμανίδα
Πάγωσε στο άκουσμα. Θα τουφέκιζαν αθώο άνθρωπο επειδή είχε το θάρρος να επιπλήξει τους βανδάλους για τη σιχαμερή πράξη τους; Δεν θα το επέτρεπε για κανένα λόγο.
Φεύγει τρέχοντας και πάει να συναντήσει τη γυναίκα του γιατρού Δημητρίου Χαλκιαδάκη που ήταν Γερμανίδα.
«Για τον Θεό κ. Μαριάννα…» της λέει «Σώσε τον Μανουσέλη». Εκείνη ανταποκρίθηκε με ενδιαφέρον κι έτσι σώθηκε μεν από εκτέλεση ο γενναίος δικηγόρος αλλά για τιμωρία τον έβαλαν να τραβάει κάρα σαν υποζύγιο!!!
Μέρες κόλασης
Οι επόμενες μέρες έφεραν σε ακόμα πιο δύσκολη θέση τους σκλαβωμένους Ρεθεμνιώτες. Έλεγχοι, κατασχέσεις, συλλήψεις, φυλακίσεις, αγγαρείες, συσκότιση, πείνα…
Ένα πρωινό καλούν το Λίτινα να παρουσιαστεί στο Διοικητή του PI-FUHRER (Μηχανικών – Σκαπανέων).
Εκεί μαθαίνει ότι τον αγγαρεύουν κάθε πρωί να συνοδεύει τον διοικητή εκεί που είχαν ξεκινήσει οχυρωματικά έργα και κατασκευές για να συνεννοείται με τους εργάτες.
Από εκείνο το πρωί άρχισε το δικό του μαρτύριο. Κάθε λεπτό τον έφερνε πιο κοντά στο θάνατο, γιατί δεν ήξερε και ο ίδιος μέχρι πότε θα άντεχε αυτά που έβλεπε και άκουγε.
Μια μέρα τον βρίσκει ένας Ρεθεμνιώτης και του ζητά απελπισμένα βοήθεια. Ήταν φυματικός, είχε κάνει και την προηγουμένη αιμόπτυση αλλά έπρεπε να πάει στην αγγαρεία. Παρακαλούσε λοιπόν για την απαλλαγή του.
Ο Σπύρος Λίτινας δεν έμεινε ασυγκίνητος. Και την επομένη το πρωί χωρίς να διστάσει μπήκε μπροστά και ζήτησε την απαλλαγή του φυματικού συμπολίτη. Οι αξιωματικοί τον κοίταξαν μια στιγμή ξαφνιασμένοι σαν να μην πίστευαν στ’ αυτιά τους. Και μετά άρχισαν όλοι μαζί να τον βρίζουν και να τον απειλούν. Εκείνος έμεινε να δέχεται την επίθεση χωρίς να μπορεί και να αντιδράσει.
Σε λίγο βρέθηκε μόνος στο γραφείο με κάποιον υποδεκανέα (γραφιά). Κι εκεί που περίμενε να έχει συνέχεια το δράμα του σηκώνεται ο στρατιώτης, κοιτάζει γύρω τριγύρω κι όταν βεβαιώνεται ότι δεν υπάρχει κανένας γύρω πλησιάζει το Λίτινα παίρνει το χέρι του και τον συγχαίρει για την ανθρωπιά του.
Έσωσε τόσους πατριώτες
Αυτό που αγνοούν οι πάντες είναι ότι ο Λίτινας είχε καταφέρει να απελευθερώσει πολλούς Ρεθεμνιώτες από τα «σύρματα» (φυλακές της Φορτέτζας) δωροδοκώντας τους φύλακες. Διαβίβαζε στην ηγεσία της Αντίστασης κάθε πληροφορία που κατάφερνε να αποσπάσει έχοντας αποκτήσει πολύτιμες προσβάσεις στις Γερμανικές υπηρεσίες. Εξαφάνιζε καρτέλες ντόπιων που είχαν επιλεγεί για αγγαρεία. Η κατοχή τον βρήκε με 50 χρυσές λίρες. Κι όταν έφυγαν οι Γερμανοί δεν είχε ούτε μία. Είχε όμως τη συνείδησή του ήσυχη, καθώς σαν πατριώτης είχε κάνει το χρέος του. Είδε το χάρο με τα μάτια του τρεις φορές όταν τον συνέλαβε η Γκεστάπο με σοβαρές κατηγορίες. Κατάφερε όμως να γλιτώνει την τελευταία στιγμή. Μια από αυτές τις φορές συναντήθηκε και με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, που μόλις είχε καταφέρει να τον γλιτώσει από το απόσπασμα ο Μητροπολίτης Χανίων Αγαθ. Ξηρουχάκης, δίδοντας σε αντάλλαγμα μερικούς από τους Γερμανούς αιχμαλώτους.
Φυσικά καμιά σύλληψη δεν γινόταν χωρίς προδοσία. Σε μια από τις περιπτώσεις που τον συνέλαβε η Γκεστάπο, ο Λίτινας κατάφερε να μάθει ποιος τον είχε προδώσει.
Κι όταν κατάφερε να ξεφύγει πήγε να του ζητήσει το λόγο:
– Τι πήγεε μωρέ και είπες στους Γερμανούς και με πιάσανε; τον ρώτησε έξω φρενών.
Και κείνος χωρίς να «ιδρώσει» το αυτί του απάντησε πνίγοντας ένα χασμουρητό για να δείξει την περιφρόνηση του
-Αμέ, ψώμματά ‘πα;
Ένας σεμνός πατριώτης
Πέρασαν τα χρόνια, αλλά ποτέ ο Σπύρος Λίτινας δεν έδωσε καν αφορμή να αναφερθεί κανένας στην πατριωτική του δράση.
Περιοριζόταν στις μεταφράσεις και στο σπουδαίο συγγραφικό του έργο. Άλλο που δεν ήθελαν οι επίδοξοι διεκδικητές ευσήμων και περγαμηνών χωρίς να έχουν προσφέρει το παραμικρό στον αγώνα.
Κι ήρθε μια τυχαία παράκληση του Παντελή Πρεβελάκη να πείσει το Λίτινα για να καταθέσει τις δικές του μνήμες από την Αντίσταση. Ευτυχώς γιατί παράλληλα με τη δράση του μας έδωσε και λεπτομέρειες από την σκληρή καθημερινότητα στο Ρέθυμνο εκείνες τις μαύρες μέρες της Κατοχής.