Σε συνεργασία λοιπόν με τους καλούς μου μαθητές και εξ ερανισμού, δώσαμε τον εξής ορισμό: Ο άνθρωπος, το τελειότερο επί γης δημιούργημα εξ όσων έχουν πνοή, είναι «ένα ον δίπουν, δίχειρον, όρθιον, θηλαστικόν, γελαστικόν, λογικόν, που αποτελείται αφ’ ενός μεν από ένα αριστουργηματικόν σώμα και αφ’ ετέρου από μια ψυχή νοούσα, βουλομένη και συναισθανομένη».
Συμφωνήσαμεν όλοι, αλλά στο επόμενο μάθημα ένας μαθητής, καλής βέβαια προαίρεσης, είχε μιαν ένσταση: Δέχομαι, μου είπε, στο σύνολό του τον ορισμό, εκτός του ότι ο άνθρωπος έχει αριστουργηματικό σώμα, αφού έχομε και ανθρώπους άσχημους. Είναι ποτέ αριστούργημα ένας άνθρωπος άσχημος;
Είναι εύλογη, του είπα, η απορία σου, σ’ ευχαριστώ που τη διατύπωσες, αλλά ας εξετάσομε το θέμα αυτό, παραθέτοντας και γνώμες σοφών και πνευματικών ανθρώπων.
Ένας εξ αυτών είπε: «Ένας αληθινά καλωσυνάτος άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα, δεν είναι ποτέ άσχημος».
Άλλος: «Η καλωσύνη πάντοτε αναπληρώνει την έλλειψη καλλονής, αλλά η καλλονή δεν μπορεί ποτέ να αναπληρώσει την έλλειψη καλωσύνης».
Και ο Μέγας Χρυσόστομος αναφέρει: «Το κάλλος και νόσω και χρόνω μαραίνεται και θανάτω διακόπτεται», αλλά η καλωσύνη (θέση του Μ. Βασιλείου) στολίζει τον άνθρωπο «και ζώντα και τελευτήσαντα»!
Πάνω σ’ αυτό θα σας αναφέρω ένα γεγονός (όχι της νησιώτικης Ελλάδας):
Στο χώρο αυτό ζούσε μια οικογένεια αποτελούμενη από τη μητέρα (ο σύζυγός της είχε πεθάνει), από τέσσερις κόρες και ένα μοναχογιό.
Ο νέος αυτός είχε του κόσμου τις ομορφιές: ευειδής, εύσωμος, λυγερόκορμος και προ παντός είχε μια αγγελική ψυχή.
Συνέβη να αγαπήσει μια νέα με πολλαπλά ψυχικά χαρίσματα, που όμως ήτο πολύ άσχημη. Παρά το γεγονός αυτό, ο ωραίος έφηβος επέμενε να την νυμφευθεί και παρακαλούσε την πατρική οικογένειά του να την αποδεχθεί.
Όμως… αστραπές φάνηκαν στον οικογενειακό ορίζοντα και εκκωφαντικές βροντές ηκούοντο… Η οικογένεια του νέου, όχι μόνο δεν έδωσε την ευχή της, αλλά ένοιωθε και μίσος ακοίμητο κατά της «άσκημης νέας».
Συνεπής ο νέος αυτός την ενυμφέθηκε, απόντων πάντων των μελών της οικογένειάς του, καίτοι θερμά και μετά δακρύων επανειλημμένως είχε παρακαλέσει.
Τα χρόνια περνούσαν, το ζεύγος είχε αποκτήσει τέσσερα χαριτωμένα και καλόψυχα παιδιά, αλλά ο καλός τους Πατέρας πέθανε δυστυχώς αιφνιδίως!…
Η μάνα του γέρασε, έγινε «συγκύπτουσα» και ήτο αδύνατο να αυτοεξυπηρετηθεί. Κάλεσε κατ’ αρχήν την πρωτοκόρη της για βοήθεια, μα εκείνη αρνήθηκε να τη βοηθήσει. Κάλεσε τη δεύτερη, την τρίτη, την τέταρτη, μα όλες αρνήθηκαν προβάλλοντας διάφορα αστεία επιχειρήματα…
Μετά τις κάλεσε η μάνα τους όλες μαζί, νομίζοντας ότι θα δεχθούν την ανακουφιστική γι’ αυτές πρότασής της: Είσθε τέσσερις, είπε, με υγρά τα μάτια, να με φροντίζετε στο σπίτι της η καθεμιά τρεις μήνες το χρόνο και εννιά να μην έχετε το βάρος μου. Ποιος ξέρει; Ίσως ο Θεός με αναμαζώξει σύντομα και έτσι να σας απαλλάξω από την παρουσία μου (…).
Όμως και οι τέσσερις πάλι αρνήθηκαν «προφασιζόμενες προφάσεις εν αμαρτίες» και οργισμένες έφυγαν:
Πόσο σωστή, μα και πικρή είναι η κρητική μαντινάδα, από πείρα…, που λέει;
Θέ μου, Μεγαλοδύναμε, κι όταν θα έρθει ο Χάρος,
κάμε να μ’ εύρει όρθιο, για να μη γίνω βάρος…
Έμεινε η μάνα μόνη της με σύντροφο τον πόνο της, αλλ’ ευτυχώς υπήρχαν και οι καλοί γείτονες, αλλά ως πότε;…
Δεν ξέρω πως η «άσκημη» και μισούμενη νύφη της, πληροφορήθηκε τα διατρέξαντα, φοβερά πράγματα. Έκλαψε, έκλαψε πολύ, μα γρήγορα όρθωσε το λαμπρό ψυχικό της ανάστημα: Ειδοποίησε την πεθερά της, ότι… δικαιολογεί πλήρως τις κουνιάδες της, επειδή έχουν πολλά βάσανα (λες και αυτή δεν είχε…) κι ότι, αν το ήθελε, μπορεί μετά χαράς να έλθει, να την πάρει στο σπίτι της και σπίτι του γιού της. Έχω, πρόσθεσε, άνεση και μην ανησυχείς για τίποτα. Θα σε φροντίζω ως τη στερνή την ώρα, τα εγγόνια σου θα σ’ αγαπούν και θα σε ευγνωμονώ, αν δεχθείς, να σε έχω, όπως είχα τον υπέροχο, μα άτυχο Γιο σου, που είναι μακριά, πολύ μακριά και δεν θα γυρίσει σε μας ποτέ πια…
Η πεθερά της δέχθηκε, αν και ύστερα από κάποιους ευνόητους δισταγμούς, εγκαταστάθηκε στο σπίτι της, και η νύφη της σαν άλλη Ρουθ, της έλεγε ότι την βλέπει ως πραγματική Μητέρα της.
Τη φρόντιζε, την έτρεφε, της έφερνε γιατρό ως την ύστατη πνοή της και με τα παιδιά της τη συνόδευσαν μέχρι τη μικρή, τελευταία της κατοικία κι άσβηστο κρατούσαν έκτοτε το κανδήλι στον απέριττο τάφο της!
Ω, Γυναίκα αγία, ω, Γυναίκα πεντάμορφη! Η ασκήμια σου έπαψε παντελώς να είναι ορατή: Την κάλυψαν της ψυχής Σου τα προτερήματα…
Τελειώνοντας αφιερώνομε στη Γυναίκα αυτή και τις Όμοιές της, το παρακάτω σχετικό με την παραπάνω διήγησή μας ποίημα, του ευαίσθητού μας, γνωστού πια, Ποιητή, που ευλαβικά σύζευξε κάτι από ότι πρωτάκουστο ακούστηκε στο ψηλότερο βουνό του κόσμου, το Γολγοθά («Πάτερ, άφες αυτοίς») και από τους ματωμένους λίθους του Πρωτομάρτυρα («Κύριε, μη στήσης αυτοίς…») και γι’ αυτό, το ποίημα αυτό, λέει τόσο πολλά στην τόσο μικρή του έκταση:
Ω, τι μεγάλη η καλωσύνη σου! Κακό δεν κάνεις σε κανένα,
μα ότι κακό απ’ άλλους γίνεται, τρέμεις μη γίνεται από σένα.
Κι αν το κακό σε σένα γίνηκε, να συχωρέσεις δε σου φτάνει
πας και ζητάς εσύ συχώρεση για το κακό που σούχουν κάνει (!!).
είναι συνταξιούχος καθηγητής
στη Μέση Εκπαίδευση