Η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει διαχρονικά στις έρευνες γνώμης από τα χαμηλότερα ποσοστά θεσμικής και διαπροσωπικής εμπιστοσύνης στην ΕΕ αλλά και τον κόσμο γενικότερα. Οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται τους πολιτικούς θεσμούς (όπως την κυβέρνηση, το κοινοβούλιο και τα κόμματα), δεν εμπιστεύονται τους συμπολίτες τους, δεν εμπιστεύονται τα ΜΜΕ. Γενικότερα οι Έλληνες, εκτός από την οικογένεια τους, δεν εμπιστεύονται ούτε την σκιά τους.
Στον παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με την έλλειψη εμπιστοσύνης προς την ειδησεογραφία που διαχρονικά κυριαρχεί στην Ελλάδα. Η εμπιστοσύνη στην ενημέρωση που λαμβάνουμε είναι, μεταξύ άλλων, άκρως σημαντική για την ορθή αντίληψη των δεδομένων που περιβάλλουν τον κόσμο μας, για την κατανόηση των πολιτικών αποφάσεων και των εναλλακτικών τους, καθώς και για την αποδοχή και την αποτελεσματική εφαρμογή αυτών των πολιτικών.
Η ετήσια έκθεση για την Ενημέρωση (Digital News Report) του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης αφορά 47 χώρες και περιλαμβάνει και την χώρα μας από το 2016. Η Ελλάδα διαχρονικά είναι στις τελευταίες θέσεις όσον αφορά την εμπιστοσύνη στις ειδήσεις. Το 2024, η Ελλάδα ήταν για μια ακόμη φορά τελευταία με μόλις το 23% των Ελλήνων/ίδων να δηλώνει πως εμπιστεύεται τις ειδήσεις.
Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται μόνο στην γενικότερη έλλειψη θεσμικής εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία. Έχουν ευθύνη και τα ίδια τα Μέσα ενημέρωσης. Όπως επισημαίνει στην αντίστοιχη έρευνα της η Dianeosis (2024) «Στην Ελλάδα απουσιάζει η κουλτούρα επεξηγηματικής δημοσιογραφίας και, πλην εξαιρέσεων, οι ειδήσεις παρουσιάζονται με αποσπασματικό τρόπο. Εξελίξεις σε πολύπλοκα θέματα, όπως πόλεμοι, η κλιματική αλλαγή ή οικονομικές εξελίξεις παρουσιάζονται από τα ΜΜΕ χωρίς αναφορές στο ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο ανήκει η είδηση. Αντίθετα, η επεξηγηματική δημοσιογραφία δίνει έμφαση στην παροχή πληροφοριών σχετικά με το ιστορικό ή επιστημονικό πλαίσιο, τις αιτίες ή τις επιπτώσεις ενός συμβάντος».
Ο έντυπος τύπος είχε και συνεχίζει να έχει τα ηνία της ποιοτικής μεταφοράς πληροφορίας. Στις εφημερίδες ο αναγνώστης βρίσκει σε μεγάλο βαθμό πολιτικό πλουραλισμό και ειδησεογραφική πολυμέρεια, πρωτότυπα ρεπορτάζ, αναλύσεις και απόψεις στηριγμένες σε δεδομένα και επιχειρήματα. Πόσοι διαβάζουν πλέον εφημερίδες; Μόλις το 14% στη χώρα μας δήλωνε ότι χρησιμοποιεί τον έντυπο τύπο για πρόσβαση σε ειδήσεις σύμφωνα με έρευνα του ευρωβαρόμετρου (2023). Η τηλεόραση, κατά συντριπτική πλειοψηφία, εξακολουθεί να αποτελεί την βασική πηγή ενημέρωσης. Σε αντίθεση όμως με τον έντυπο Τύπο, αυτή η κυριαρχία κάθε άλλο παρά από ποιότητα συνοδεύεται.
Το επίπεδο των τηλεοπτικών ΜΜΕ στην Ελλάδα ανέκαθεν δεν ήταν το καλύτερο. Πραγματικά όμως φαίνεται με τα χρόνια να πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο. Δεν είναι οι σχεδόν μονοθεματικές και μιμητικές τηλεοπτικές ενημερωτικές εκπομπές και δελτία ειδήσεων που κάνουν τη θέαση αγγαρεία από ένα σημείο και μετά. Είναι η τεράστια έλλειψη ικανότητας αρκετών τηλεοπτικών δημοσιογράφων και παρουσιαστών να ανταποκριθούν στον ρόλο τους.
Βλέπεις στελέχη και αρχηγούς κομμάτων να βγαίνουν στην τηλεόραση και να λένε σαχλαμάρες και ασυναρτησίες που θα μπορούσε να αντικρούσει ακόμα κι ένα μικρό παιδί. Παρόλα αυτά παρατηρείς τον δημοσιογράφο απέναντι του να μην ανταπαντά και να μην τον εκθέτει απέναντι σε στοιχεία και δεδομένα. Είτε γιατί δεν θέλει να τον φέρει σε δύσκολη θέση, φοβούμενος ότι μετά εκείνος δεν θα τον προτιμήσει ξανά για τηλεοπτική εμφάνιση, είτε επειδή πολύ απλά στερείται γνώσεων.
Εκτός όμως από τους προσκεκλημένους τους, ο τηλεοπτικός τύπος χαϊδεύει και το κοινό του. Έτσι, η ελληνική ειδησεογραφία πολλές φορές καταλήγει στην εύκολη και εύπεπτη συνταγή του λαϊκισμού και των εύκολων λύσεων, καθώς θεωρεί ότι η ενεργοποίηση του θυμικού θα κρατήσει το ενδιαφέρον του τηλεθεατή περισσότερο από την ανάλυση δεδομένων και την ορθολογική παρουσίαση προβλημάτων και λύσεων.
Ένας τίτλος «το ΕΣΥ καταρρέει» μαζί με την εύκολη λύση «να γίνουν προσλήψεις», είναι πολύ πιο «πιασάρικη» είδηση από την παρουσίαση δεδομένων, αριθμών, την σύγκριση με το παρελθόν και τον υπόλοιπο κόσμο, την ανάλυση των αιτιών των προβλημάτων και την αποτύπωση πολυσύνθετων λύσεων. Αντίστοιχα παραδείγματα μπορούν να ειπωθούν για πολλές περιπτώσεις. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που όλοι οι Έλληνες, ανάλογα με την επικαιρότητα μετατρέπονται αυτομάτως σε ειδήμονες για όλες τις χρήσεις (επιδημιολόγοι, πυροσβέστες, οικονομολόγοι, διπλωμάτες και πολλά άλλα).
Όλα τα παραπάνω βέβαια δεν σημαίνουν ότι για την έλλειψη εμπιστοσύνης που δείχνουν οι Έλληνες στην ειδησεογραφία ευθύνεται αποκλειστικά η δημοσιογραφία. Εν τέλει όλα τα πράγματα αποτελούν αντικατοπτρισμό της κοινωνίας. Όταν οι Έλληνες μεγαλώνουν σε μια χώρα που δεν τους μαθαίνει, μέσω της εκπαίδευσης, βασικά πράγματα για το πως λειτουργεί ο κόσμος, σε μια χώρα που έχουν μάθει ότι έχουν μόνο δικαιώματα αλλά καμία υποχρέωση, σε μια χώρα που η μη τήρηση των κανόνων δεν συνεπάγεται τιμωρία, σε μια χώρα με κανένα αίσθημα ατομικής ευθύνης, τότε είναι λογικό να προτιμούν (και κατ’ επέκταση να δημιουργούν μέσω των προτιμήσεων τους) την αντίστοιχη ποιότητα ενημέρωσης.