Ενόψει των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων για την τοπική αυτοδιοίκηση, η κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα στις τοπικές κοινωνίες φαίνεται να διαμορφώνει ένα μάλλον προ-πολιτικό πλαίσιο αντιπαραθέσεων, το οποίο ελάχιστα προσφέρει στην ενδυνάμωσή τους. Λίγους μήνες προ των εκλογών είθισται να αναζωπυρώνονται οι συζητήσεις για τα πρόσωπα που θα διεκδικήσουν τον δημαρχιακό θώκο. Παράλληλα επιχειρείται η επαναστοίχιση εδραιωμένων πελατειακών δικτύων και ομάδων συμφερόντων που προσλαμβάνουν τις τοπικές εκλογές ως ένα ακόμα παίγνιο ισχύος, ως μια ακόμη ευκαιρία για την επιβεβαίωση της προνομιακής πρόσβασής τους στα τοπικά κέντρα λήψης αποφάσεων.
Είναι αναμενόμενο, λοιπόν, ότι σε αυτό το μάλλον παθογενές περιβάλλον οι όποιες προσπάθειες για τη διαμόρφωση εγχειρημάτων από τους κοινωνικά και πολιτικά αποκλεισμένους πολίτες να αντιμετωπίζονται με εχθρότητα, με εσκεμμένες διαστρεβλώσεις, καμιά φορά με απαξίωση, ακόμη και χλευασμό. Τούτο το «ευγενές» έργο συνήθως αναλαμβάνεται από εκείνους/ες που έχουν επιλέξει τη θέση του συστημικού οργανικού διανοούμενου, αναμένοντας από τη στάση τους αυτή την αναγνώριση του όποιου κύρους τους, με επιπλέον αντίτιμο τη συμπερίληψή τους, έστω και περιθωριακή, στην ηγεμονεύουσα κοινωνικο-πολιτική ομάδα.
Καμία έκπληξη λοιπόν για τις επιθέσεις που δέχεται ο ΣΥΡΙΖΑ στην πόλη μας για τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει με μέλημα τη στήριξη ενός ψηφοδελτίου με σαφή πολιτικά και αυτοδιοικητικά χαρακτηριστικά. Το πολιτικό πλαίσιο που έχει τεθεί ως προϋπόθεση για τη στήριξη αυτόνομων αυτοδιοικητικών σχημάτων αφορά στην εναντίωση προς όλες τις μνημονιακές πολιτικές και τις εξειδικεύσεις τους στην τοπική αυτοδιοίκηση, οι οποίες επιτείνουν τις κοινωνικές ανισότητες και σταθερά οδηγούν στην έκρηξή τους. Αντιστοίχως αναγκαία είναι η εναντίωση στις καλλικρατικές συνενώσεις των Δήμων, καθώς είναι προφανή και στον/στην πλέον αδαή τα αποτελέσματά τους: την προνομιακή «μεταχείριση» των μητροπολιτικών περιοχών και την επακόλουθη υποβάθμιση της δημοτικής περιφέρειας. Ο γιγαντισμός των καλλικρατικών Δήμων αφαιρεί από την τοπική αυτοδιοίκηση το πραγματικό περιεχόμενό της και τη μετασχηματίζει σε ένα επιπλέον, απομακρυσμένο από τους κατοίκους, θεσμό ανέλεγκτης εξουσίας.
Όμως ιδιαίτερα κρίσιμη είναι η προγραμματική αποτύπωση γύρω από τα μείζονα θέματα που αφορούν στο παρόν και τις προοπτικές των τοπικών κοινωνιών. Προκαταβολικά, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η συζήτηση για το μοντέλο ανάπτυξης του τόπου ακόμα δεν έχει ξεκινήσει, με τις ευθύνες γι’ αυτό να βαραίνουν όλους μας, έστω και δυσανάλογα. Βέβαια, η απουσία και η αποφυγή μιας τέτοιας συζήτησης ευνοεί την πρόσληψη της υφιστάμενης πραγματικότητας ως περίπου φυσικά δοσμένης, στο πλαίσιο της οποίας χωρούν μόνο διαχειριστικές και βελτιωτικές προσεγγίσεις.
Μ’ άλλα λόγια, όσοι και όσες ζούμε ή θα ζήσουμε στην περιοχή μας τα επόμενα χρόνια μάλλον είμαστε «καταδικασμένες/οι» να διαμορφώσουμε τα σχέδια ζωής μας στον ορίζοντα μιας κοινωνίας που έχει «αποφασίσει» ότι τουλάχιστον σε βάθος δεκαετιών θα αποτελεί τουριστικό all inclusive προορισμό. Με ένα διαρκώς συρρικνούμενο πρωτογενή τομέα και έναν εκτενή, γοργά ιδιωτικοποιούμενο, τομέα παροχής υπηρεσιών. Αν αυτή είναι η «βάση» για την ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας, τότε οι υπόλοιπες πλευρές του κοινωνικού αναπόφευκτα οφείλουν να εκληφθούν ως αυστηρά επικαθοριζόμενες από τούτο το κυρίαρχο αναπτυξιακό μοντέλο. Ο σχεδιασμός για τους απαραίτητους φυσικούς πόρους, η διαχείριση του περιβάλλοντος, η πολιτιστική πολιτική, οι εργασιακές σχέσεις, η πολεοδομική διάρθρωση, το κυκλοφοριακό και η συγκοινωνία, όλα μα όλα θα πρέπει να υπηρετούν την ευημερία του βασικού πυλώνα της τοπικής ανάπτυξης και του συγγενούς κατασκευαστικού και εργοληπτικού τομέα.
Σχηματικά θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η τοπική οικονομία της αγοράς υπερκαθορίζεται από τη βαριά τουριστική βιομηχανία, με την τοπική αυτοδιοίκηση να λειτουργεί ως ο συμπληρωματικός της βραχίονας που εξασφαλίζει αφενός την κοινωνική συναίνεση και αφετέρου λειτουργεί ως εκείνος ο συλλογικός κάτοχος μεγάλου μέρους δημόσιων κεφαλαίων, ο οποίος διαμορφώνει τις μακροδομικές προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή του συστήματος, με ισχυρότατο επίσης ενδιάμεσο πόλο οικονομικής ισχύος τις μεγάλες κατασκευαστικές και εργοληπτικές εταιρείες.
Στην περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης, με σχετικά ελεγχόμενη την ανεργία, την πλειοδοσία των τραπεζών στην παροχή δανείων και πιστωτικών καρτών, το κλίμα του καταναλωτισμού, των επιδοτήσεων και του ευδαιμονισμού ελάχιστοι έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, που λόγω της κατίσχυσης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών σε πλανητικό επίπεδο άρχιζε να γίνεται ορατός. Όμως οι κίνδυνοι για την επαπειλούμενη κατάρρευση των οικοσυστημάτων, την παραγωγική καθίζηση, την εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών, την ξέφρενη ιδιωτικοποίηση των κοινών, της δημόσιας περιουσίας, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και την ένταση της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας δεν μπορούν πλέον να αγνοηθούν. Πολύ περισσότερο είναι εξόχως παραπλανητικό να θεωρούνται ως εκτός θέματος στη συζήτηση που ανοίγει στις τοπικές κοινωνίες με την ευκαιρία των δημοτικών εκλογών.
Η παρούσα δημοτική αρχή και οι συνδυασμοί που υποστηρίζουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ στον Δήμο Ρεθύμνου, με την επικουρική στήριξη κάποιων τοπικών μέσων ενημέρωσης, εμμένουν σε μια πρόσληψη της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης που τείνει περισσότερο να συσκοτίζει παρά να διαφωτίζει τα κρίσιμα διακυβεύματά της. Από καιρό, έντεχνα καλλιεργείται ένα κλίμα προβολής του έργου που έχει παραχθεί από την αρχή ενός ανδρός, του νυν δημάρχου κ. Μαρινάκη, και της ομάδας του και αντιπαραθετικά εκείνου του προσώπου που θα αναμετρηθεί μαζί του, ως εναλλακτική «προσωπικότητα», συσπειρώνοντας τους αντιμαρινακικούς που με το πέρασμα του χρόνου έχουν συνασπισθεί για να προκαλέσουν την εκλογική ήττα του. Φυσικά ένα τέτοιο εγχείρημα είναι αφετηριακά άγονο, καθώς εξαντλείται στην προσωπική αντιπαράθεση και δυστυχώς ευτελίζει τις αυτοδιοικητικές πολιτικές διαδικασίες σε ένα αγώνα φατριών, που ενώ συμφωνούν σε πλείστα πεδία και πολιτικές, εντούτοις ερίζουν για την πρωτοκαθεδρία στους θώκους της τοπικής εξουσίας.
Στην οπτική των μονομάχων αυτού του είδους, οι Δήμοι δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από «καλολαδωμένα» συστήματα διαχείρισης οικονομικών πόρων και πολιτικών που κατευθύνονται εν γένει και αορίστως για την κάλυψη των αναγκών των δημοτών. Όπως όμως υποδείξαμε παραπάνω τούτες οι «ανάγκες» δεν είναι τόσο αθώες ούτε τόσο καθολικές όσο επιδέξια και παραπλανητικά εμφανίζονται στο λόγο των κυρίαρχων οικονομικών και πολιτικών ελίτ. Γιατί ακριβώς τούτο είναι το ζητούμενο στις τοπικές κοινωνίες, ειδικά για την πλειονότητα που βιώνει τις κοινωνικές ανισότητες στην κατανομή του πλούτου, του κύρους και της ισχύος: να θέσουν εξ αρχής το ερώτημα για τις δικές τους ανάγκες και να διαμορφώσουν ένα εναλλακτικό πλαίσιο για το δικό τους πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, οικολογικό και πολιτισμικό πρόγραμμα και πρόταγμα.
Το εγχείρημα της ανοικτής Λαϊκής Συνέλευσης στην οποία καλεί η Εναλλακτική Κίνηση Πολιτών και στηρίζει με όλες του τις δυνάμεις ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει το στόχο της σύνθεσης των οραμάτων και των αιτημάτων όλων εκείνων που τα τέσσερα τελευταία χρόνια έδωσαν σημαντικούς αγώνες, ανάμεσα σε πολλά άλλα, για τον τερματισμό των πολιτικών της λιτότητας, την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και του τόπου μέσα από εγχειρήματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, τη διεύρυνση του κράτους πρόνοιας, την ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων, την οικολογική διαχείριση του περιβάλλοντος και την υπεράσπιση της δημοκρατίας, των κοινωνικών και των πολιτικών δικαιωμάτων.
Η συσπείρωση των αποκλεισμένων από τα κέντρα λήψης αποφάσεων κατοίκων του τόπου σε ένα αυθεντικό πείραμα άμεσης δημοκρατίας αποτελεί το δικό μας στοίχημα για την ανατροπή στον κρίσιμο θεσμό της αυτοδιοίκησης, οι διαχειριστές του οποίου και οι ποικιλώνυμοι υποστηρικτές τους καμώνονται πώς τίποτα δεν έχει αλλάξει στην ελληνική κοινωνία από τις προηγούμενες δημοτικές εκλογές και βαυκαλίζονται ότι υπηρετούν τα τοπικά λαϊκά συμφέροντα εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις μνημονιακές πολιτικές στην τοπική αυτοδιοίκηση.
*Ο Νίκος Σερντεδάκις είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ Ρεθύμνου