«Πυθόδωρε, πόσο ανόητος είσαι και δειλός! Τη δύναμη, που οι θνητοί, από φόβο ή άγνοια, στους θεούς αποδίδουν να ελέγχουν και να διαφεντεύουν όλα τ’ ανθρώπινα, τον πόνο και τη χαρά, τη σοφία και την αμυαλιά, την αγάπη και την κακία, το σκοτάδι και το φως, μην φοβάσαι να πιστέψεις πως οι ίδιοι οι άνθρωποι βαθιά τους την έχουν σώψυχα…!
Παραμύθια οι θρύλοι για θεούς του Ολύμπου και ξωτικά, ο άνθρωπος για το ιστιοφόρο της μοίρας του υφαίνει ατός του τα πανιά και μόνος του βγαίνει στα πέλαγα, μονάχος του αγαπιέται κι αγαπά, ποθεί, πληγώνει και πληγώνεται, βρίσκει, γνωρίζει, διδάσκεται, μαθαίνει…
Γι’ αυτό, ό,τι κι αν μου ‘κανες, δε σε κακίζω, μονάχος σου έτσι απέδειξες τη δύναμη τ’ ανθρώπου!».
Μ’ αυτά τα λόγια, μιαν φορά και έναν καιρό, ο Πρωταγόρας αφήνει πίσω του το λιμάνι του Πειραιά. Ήταν μια πικρή και βροχερή Κυριακή σαν αυτήν…
Οι Αθηναίοι είχαν πεισθεί από τη γραφή του Πυθόδωρου και από το φόβο τους περισσότερο μήπως διαταραχτούν η ήσυχη ζωή τους και η ραστώνη και ο Ζευς φονικό κεραυνό στέλνοντας τούς κάψει.
Κι απαίτησαν από τον Αβδηρίτη σοφιστή της αθεΐας τα κηρύγματα σε άλλη γη να πάει να διδάσκει…
* O Γεώργιος Η. Ορφανός είναι φιλόλογος