Πληθαίνουν ολοένα και περισσότερο οι φωνές αυτών, οι οποίοι σήμερα επιχειρούν να επανακαθορίσουν και να δώσουν ένα νέο νόημα στην έννοια Σχολείο. Στην απαιτητική εποχή μας, όπου διανύουμε ουσιαστικά τη φάση της 4ης βιομηχανικής Επανάστασης δεν μπορεί οι βασικοί. Στόχοι του Σχολείου να παραμένουν κατά πολύ αμετάβλητοι.
Την αλλαγή αυτή άλλωστε την καθιστούν αναγκαία και πολλοί άλλοι παράγοντες, ένας από τους οποίους απορρέει από τον ίδιο το ρόλο του Σχολείου.
Υποτίθεται πως ο ρόλος αυτός διαχρονικά είναι εκτός από την παροχή της γενικής μόρφωσης και παιδείας να δίνει στους νέους και τα απαραίτητα εφόδια -εργαλεία για αλληλεπιδράσουν, να συνδιαλεχθούν με την εποχή τους και τις απαιτήσεις της. Αυτό το φαινόμενο ακριβώς είναι που αποκαλούμε Γραμματισμό.
Παλιά επαρκής Γραμματισμός θεωρούνταν να μπορεί κάποιος να διαβάζει στοιχειωδώς και να γράφει. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και σήμερα.
Οφείλουμε λοιπόν να αναρωτηθούμε:
Σήμερα με τις υπάρχουσες συνθήκες στη ζωή των ανθρώπων αλλά και στην αγορά εργασίας μπορεί το Υπάρχον Σχολικό Σύστημα να επιτελέσει επαρκώς αυτό του τον ρόλο; Μπορούμε ακόμα να θεωρήσουμε ότι οι άνθρωποι που ολοκληρώνουν την εκπαίδευση τους διαθέτουν τον απαραίτητο Γραμματισμό για προσαρμοστούν επαρκώς και να συνομιλήσουν με την εποχή τους η είναι κάποτε «λειτουργικά Αγράμματοι» παρόλο που μπορεί να διαθέτουν ένα ή περισσότερα πτυχία;
Την αγωνία αυτή εκφράζει και το ντοκιμαντέρ γερμανικής παραγωγής «Alpfabet» του Erwin Wagenhofer το οποίο θίγει καίρια ζητήματα για τη σύγχρονη εκπαίδευση παγκοσμίως και ανοίγει τη συζήτηση για τη διαφορετικότητα των μαθητών, τον αναχρονισμό στα εκπαιδευτικά συστήματα και την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στη ρευστότητα της εποχής. Αλλά και μεγάλες ελληνικές εφημερίδες όπως η «Καθημερινή» ανοίγει τον κύκλο της συζήτησης για τις ελλείψεις αλλά και τις ανάγκες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Οι σημερινοί μαθητές έχουν χάσει το κέφι τους, τη διάθεσή τους για μάθηση, και βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που μόνο άγχος, κούραση και αδιαφορία τους προκαλεί. Η κρατούσα άποψη των εκπαιδευτικών είναι ότι τα περισσότερα από τα σχολικά εγχειρίδια ευθύνονται για την κατάντια των μαθητών και αντίστοιχα για τους εκπαιδευτικούς δεν αποτελούν τα καταλληλότερα εργαλεία».
Από έρευνες ακόμα που έχουν γίνει τελευταία στον Ελλαδικό χώρο έχει βρεθεί ότι το 80% των εργοδοτών θεωρεί σήμερα ότι το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα δεν εξοπλίζει τους αποφοίτους με το αναγκαίο μείγμα δεξιοτήτων που απαιτείται από την αγορά εργασίας (επιχειρηματική ηθική, ικανότητα εργασίας σε ομάδες, ευελιξία και προσαρμοστικότητα, επικοινωνιακές δεξιότητες), ενώ το 43% των Ελλήνων θεωρούν ότι η εκπαίδευση ή η κατάρτισή τους δεν τους παρείχε τις απαιτούμενες δεξιότητες, ώστε να βρουν μια θέση εργασίας η οποία να ανταποκρίνεται στα επαγγελματικά τους προσόντα.
Αλλά και διακεκριμένοι Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού όπως ο Μιχάλης Μπλέτσας, εκ των κορυφαίων επιστημονικών στελεχών του ΜΙΤ, Διευθυντής πληροφορικής (computing) και ερευνητής στο MIT Media La, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.
Συγκεκριμένα μιλώντας στη HuffPost Greece αναφέρει: «Παλιότερα ο κόσμος λειτουργούσε πιο θεωρητικά. Αυτό που ζητούσε η αγορά εργασίας ήταν κάποιες συγκεκριμένες γνώσεις, τις οποίες θα εφάρμοζες συνεχώς, οπότε δεν θα χρειαζόταν να σκεφτείς κριτικά πάρα πολύ. Υπήρχε ένα δόγμα, ένα «ευαγγέλιο» που έπρεπε να μάθουν όλοι οι μαθητές.
Σήμερα όμως που το Σύνολο των Γνώσεων έχει πολλαπλασιαστεί με αστρονομικά νούμερα και μεταβάλλεται κάθε δευτερόλεπτο, σήμερα που ο κάθε νέος έχει στην πίσω τσέπη του παντελονιού του ολόκληρη βιβλιοθήκη μέσα στο Smartphone του, κάτι τέτοιο μοιάζει εντελώς ανώφελο».
Ο ίδιος ο Albert Einstein έλεγε ότι τίποτε που μπορούμε να βρούμε εύκολα δεν αξίζει να το κρατάμε στη μνήμη μας. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνουν και οι σύγχρονες έρευνες στη Παιδαγωγική αλλά και στη Νευροψυχολογία που μας λένε ότι ο εγκέφαλος κάνει οικονομία δυνάμεων και μόνο οι πραγματικά σημαντικές πληροφορίες και εκείνες που έχουν κάποιον σκοπό φθάνουν στη μακροπρόθεσμη μνήμη. Άρα καταλαβαίνουμε πόσο αναχρονιστικό μοιάζει το εκπαιδευτικό μας σύστημα που δίνει τόση βαρύτητα στη στείρα και τις περισσότερες φορές άσκοπη απομνημόνευση γνώσεων.
Ας μην ξεχνάμε όμως και σε ποια εποχή εμφανίστηκε το σχολείο όπως το γνωρίζουμε σήμερα και ποιες ανάγκες εξυπηρετούσε τότε.
Δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της 1ης Βιομηχανικής επανάστασης καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του εργοστασίου. Τα παιδιά έμπαιναν μέσα σε «φουρνιές» με αυστηρά κριτήρια, όπως η ημερομηνία γέννησης ή παλιότερα και το φύλο. Δεν ενδιέφεραν οι ανάγκες του κάθε παιδιού αλλά οι ανάγκες των εργοστασίων για καταλλήλως εκπαιδευμένα εργατικά χέρια.
Η επικρατέστερη θεωρία της Παιδαγωγικής την περίοδο εκείνη ήταν ο κλασσικός Δομισμός (Jean Piaget) που θεωρεί ότι το παιδί μπορεί να μάθει ορισμένα μόνο πράγματα σε κάθε ηλικία.
Σήμερα όμως όπως αναφέρει και ο κ. Φθενάκης, καταξιωμένος Έλληνας Παιδαγωγός του Εξωτερικού, οι Έρευνες τόσο στις Επιστήμες της Αγωγής όσο και στην Αναπτυξιακή Ψυχολογία, ανέτρεψαν τα πορίσματα εκείνα και πολλοί σύγχρονοι Παιδαγωγοί ανέπτυξαν τη θεωρία του Κοινωνικού Δομισμού σύμφωνα με την οποία η μάθηση είναι συνέπεια και αποτέλεσμα διαλογικής σχέσης, και σχέσης αλληλεπίδρασης μεταξύ παιδιού και γονέων, παιδιού και εκπαιδευτικών, και των παιδιών μεταξύ τους. Έτσι υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν στεγανά στη γνώση και ότι σε οποιαδήποτε ηλικία μπορεί το παιδί να έχει μια απρόσμενη εξέλιξη.
Αν λάβουμε λοιπόν όλα τα παραπάνω υπόψη μας καταλαβαίνουμε ότι στη σημερινή ανταγωνιστική κοινωνία της γνώσης, με τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και απασχόλησης, στην εποχή των πολλαπλών επιλογών, των πολλών ερεθισμάτων, όπου το κάθε ένα ανταγωνίζεται το άλλο στο βαθμό κυριαρχίας στον εγκέφαλο μας πρέπει ίσως να ξανατεθούν τα μεγάλα ερωτήματα: Ποιος τύπος ανθρώπου μπορεί να επιβιώσει και ποιος πρέπει να είναι ο νέος Γραμματισμός που θα αναδυθεί; Ποιοι πρέπει να είναι κατ’ επέκταση και οι νέοι σκοποί του Σχολείου; Διότι τα πράγματα μέσα σ αυτό δεν μπορούν να παραμείνουν τα ίδια, ενώ όλα τα άλλα γύρω μας έχουν αλλάξει.
* Η Στέλλα Γεωργουλοπούλου – Ψωμα, είναι πτυχιούχος του τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης με Άδεια Ασκήσεως Επαγγέλματος Ψυχολόγου. Παράλληλα έχει τελειώσει τη Φιλοσοφική Σχολή και έχει κάνει Μεταπτυχιακό στα Παιδαγωγικά για τη σημασία της ανάπτυξης του Λόγου και της Ανάγνωσης και τις αναγνωστικές δυσκολίες