«Δεν κινδυνεύουν οι Πανεπιστημιακές Σχολές του Ρεθύμνου ούτε με αφανισμό, ούτε με παρακμή, ούτε με οτιδήποτε άλλο. Αυτό που υπάρχει αυτή τη στιγμή είναι ότι όντως οι βάσεις των σχολών έχουν πέσει σημαντικά, όμως αυτό είναι καθολικό. Δεν είναι του Ρεθύμνου χαρακτηριστικό.
Θέλω να τονίσω ότι σε καμιά περίπτωση, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον το Πανεπιστήμιο Κρήτης, αυτό δεν έχει να κάνει με την ποιότητα» τόνισε ο αντιπρύτανης Προγραμματισμού, Διοικητικών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας, Δημήτρης Μυλωνάκης, στο πλαίσιο του ανοικτού διαλόγου για το Πανεπιστήμιο Κρήτης, μεταξύ της Διοίκησης του Ακαδημαϊκού Ιδρύματος και των τοπικών θεσμικών φορέων, που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 10 Απριλίου με πρωτοβουλία των «Ρ.Ν.» απαντώντας στους προβληματισμούς και την ανησυχία που εκφράστηκαν από τους τοπικούς φορείς για το μέλλον των σχολών του Ρεθύμνου, όπου διατυπώθηκε η άποψη ότι εκ του αντικειμένου τους, ως σχολές Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών βρίσκονται σε κρίση λόγω του νέου περιβάλλοντος που διαμορφώνεται παγκόσμια και μειονεκτούν έναντι των Πανεπιστημιακών Σχολών του Ηρακλείου ως Θετικών Επιστημών.
Παράλληλα, ο κ. Μυλωνάκης απάντησε και στην ανησυχία που διατυπώθηκε σχετικά με το γεγονός της εισαγωγής φοιτητών στις σχολές του Ρεθύμνου τα τελευταία χρόνια με πολύ χαμηλές βαθμολογίες και το φαινόμενο που έχει παρατηρηθεί ως προς την κατακόρυφη πτώση των βάσεων εισαγωγής αλλά και στον προβληματισμό για τον κίνδυνο συρρίκνωσης των σχολών του Ρεθύμνου εξ αιτίας της αλλαγής της βάσης εισαγωγής στα ΑΕΙ.
Ο αντιπρύτανης Φοιτητικής Μέριμνας τόνισε με κατηγορηματικό τρόπο ότι οι Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές επιστήμες δεν μειονεκτούν έναντι των Θετικών Επιστημών, αντίθετα ο ρόλος τους είναι σημαντικός και καθοριστικός για την ανάλυση και επίλυση των σημερινών παγκόσμιων προβλημάτων. Επεσήμανε δε, ότι η χρηματοδότησή τους είναι δυσανάλογα μικρή σε σχέση με τον ρόλο τους.
Όπως ανέφερε ο κ. Μυλωνάκης: «Το Πανεπιστήμιο Κρήτης έχει ξεκινήσει μια πολύ μεγάλη προσπάθεια που ελπίζουμε να αποδώσει καρπούς. Μια από τις αρμοδιότητές μου είναι η ανάδειξη ρόλου και σημασίας των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών. Στο πλαίσιο αυτό έχει δημιουργηθεί Επιτροπή για τον σκοπό αυτό, στην οποία απασχολούνται 16 καθηγητές του Πανεπιστημίου.
Όλα τα μεγάλα παγκόσμια προβλήματα, από την χρηματοπιστωτική κρίση 2007-2008, την πανδημία, την κλιματική αλλαγή, την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, το προσφυγικό κ.λ.π. όχι μόνο δεν μπορούν να λυθούν αλλά ούτε καν να τα προσεγγίσει κανείς χωρίς τις Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές επιστήμες. Με άλλα λόγια, μεγάλα παγκόσμια ζητήματα έχουν αναδείξει τον ρόλο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών. Ταυτόχρονα όμως, η χρηματοοικονομική κρίση έπληξε αυτούς τους κλάδους δυσανάλογα. Και ένας από τους λόγους είναι απλά ότι μειώθηκε σημαντικά η χρηματοδότησή τους συγκριτικά με τις άλλες επιστήμες και με δεδομένη τη δυσκολία εξεύρεσης πόρων πλήττονται δυσανάλογα.
Ο ρόλος της Επιτροπής είναι να επαναφέρει και να αναδείξει την σημασία των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών και να αναδείξει την ανάγκη συνεργειών με τις θετικές επιστήμες και την Ιατρική, διότι όλα αυτά τα ζητήματα είναι διεπιστημονικά. Μέσα στην επιτροπή μας, υπάρχουν γιατροί και άνθρωποι από θετικές επιστήμες. Ποιος είναι ο σκοπός μας: Πρώτον να προωθήσουμε τον διάλογο για το μέλλον και δεύτερον να κάνουμε συγκεκριμένες προτάσεις.
Είναι μια σημαντική πρωτοβουλία και είναι ευτυχής συγκυρία ότι και το Πάντειο Πανεπιστήμιο έχει ξεκινήσει ανάλογη. Πριν τα Χριστούγεννα έκανε αντίστοιχη εκδήλωση και από εμάς συμμετείχε ο κ. Παναγής. Αυτό το εγχείρημα έχουμε σκοπό να κορυφωθεί του χρόνου τέτοιο καιρό που πιθανόν να συνδιοργανώσουμε εκδήλωση εμείς με το Πάντειο Πανεπιστήμιο και το ΕΚΠΑ.
Σκοπεύουμε να δημιουργήσουμε έναν επιστημονικό τόμο μέσα από αυτή την δουλειά και επίσης ένα σύντομο φυλλάδιο που θα συμπτύξουμε τα βασικά συμπεράσματα και προτάσεις μας που θα περάσουν από την Σύνοδο των Πρυτάνεων για να καταλήξουν στο υπουργείο Παιδείας και στην Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ)».
Εστιάζοντας στις σχολές του Ρεθύμνου, ο αντιπρύτανης υποστήριξε πως τα τελευταία χρόνια γίνεται σοβαρή προσπάθεια ενίσχυσης και ανάπτυξής τους, επισημαίνοντας ότι σε κάθε περίπτωση η ποιότητα εκπαίδευσης είναι εξαιρετική, ενώ αιτιολόγησε και το φαινόμενο της πτώσης των βάσεων εισαγωγής, το οποίο απέδωσε στην μεγάλη αύξηση του αριθμού εισακτέων στα ΑΕΙ, λέγοντας:
«Θέλω να καθησυχάσω και να διασκεδάσω τις ανησυχίες για την τύχη σχολών του Ρεθύμνου. Δεν είναι τα πράγματα μαύρα όπως περιγράφονται. Το Ρέθυμνο παλαιοτέρα όντως υπήρξε ουραγός. Σε αυτό μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει το ίδιο το Ρέθυμνο, εννοώ οι σχολές του Ρεθύμνου που ίσως να μην διεκδίκησαν όσα έπρεπε. Αυτή η εικόνα έχει αλλάξει άρδην τα τελευταία πέντε χρόνια.
Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μια φάση ολοκλήρωσης, ανακαίνισης των ήδη υπαρχόντων υποδομών στο Ρέθυμνο και θέλω να πιστεύω και ελπίζω μιας νέας φάσης ανάπτυξης που εκφράζεται μέσα από τα έργα όπως αυτό της επέκτασης της βιβλιοθήκης, του νέου διοικητηρίου που βρίσκεται σε καλή τροχιά και φυσικά και κυρίως το τεράστιο έργο ΣΔΙΤ, το οποίο θα αλλάξει άρδην το τοπίο. Όχι μόνο θα αλλάξει άρδην το τοπίο αλλά εξαιτίας των συγκυριών που έχουν ήδη αναφερθεί θα είναι όρος επιβίωσης. Με ποια έννοια όμως; Δεν κινδυνεύει το Ρέθυμνο ούτε οι σχολές του με αφανισμό, ούτε με παρακμή, ούτε με οτιδήποτε άλλο. Αυτό που υπάρχει αυτή τη στιγμή είναι ότι όντως οι βάσεις των σχολών έχουν πέσει σημαντικά, όμως αυτό είναι καθολικό. Δεν είναι του Ρεθύμνου χαρακτηριστικό.
Θέλω να τονίσω ότι σε καμιά περίπτωση σε ό,τι αφορά τουλάχιστο το Πανεπιστήμιο Κρήτης, αυτό δεν έχει να κάνει με την ποιότητα. Σας αναφέρω ότι ολοκληρώθηκε προ μηνός η αξιολόγηση και η πιστοποίηση των τμημάτων του πανεπιστημίου Κρήτης όλα τα τμήματα πέρασαν επιτυχώς την πιστοποίηση και όχι μόνο αυτό αλλά η συντριπτική τους πλειοψηφία από 5 κατηγορίες και πάνω (10 είναι συνολικά οι κατηγορίες) και πάνω άριστα. Η ιατρική είχε άριστα σε όλα, όπου την καθιστά κορυφαία στην Ελλάδα. Υπήρχαν 6-7 τμήματα που είχαν 7, 8 ή 9, που επίσης τα καθιστούσαν από τα κορυφαία στην Ελλάδα. Μεταξύ αυτών και του Ρεθύμνου, όπως είναι το Τμήμα Ψυχολογίας, το Παιδαγωγικό τμήμα Προσχολικής Αγωγής, το τμήμα Κοινωνιολογίας και άλλα. Το θέμα είναι πως συνδυάζονται αυτά τα δυο γιατί από τη μια πλευρά έχουμε τέτοια τμήματα με τόσο καλές αξιολογήσεις από τα κορυφαία στην Ελλάδα και από την άλλη βλέπουμε τις βάσεις να κατρακυλούν. Εδώ τα κριτήρια είναι διαφορετικά, δεν έχουν να κάνουν με το ακαδημαϊκό σκέλος. Ποια είναι τα κριτήρια; Γιατί; Είναι η δραματική αύξηση του αριθμού των εισακτέων. Για παράδειγμα, στο Οικονομικών είχαμε υπερδιπλασιασμό εισακτέων σε βαθμό που δεν μπορούσαμε να τους εξυπηρετήσουμε. Και το δεύτερο, είναι η γεωγραφική γειτνίαση και με βάση αυτό η Αθήνα πάει με μια αγορά 4,5 εκ. και η Κρήτη με 600.000. Γι’ αυτό υπάρχουν ψηλές βάσεις στο κέντρο και στην περιφέρεια χαμηλές. Αυτό επιτείνεται από τη μείωση εισοδημάτων τα τελευταία χρόνια. Αν δεν θεραπεύσουμε αυτά δεν μπορεί κάτι να αλλάξει. Το έργο ΣΔΙΤ όμως (φοιτητικές κατοικίες), ακριβώς αυτό θα κάνει επειδή βοηθά το φοιτητή, μειώνει το κόστος,- γιατί το κόστος κατοικιών θα είναι ή μηδενικό ή πολύ μικρό».
Νέα Προγράμματα Σπουδών και ίδρυση νέων Σχολών
Ο αντιπρύτανης Προγραμματισμού, Διοικητικών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας, επεσήμανε ότι μέσω του στρατηγικού σχεδιασμού του Πανεπιστημίου και την ιεράρχηση των στόχων του για τα επόμενα χρόνια, γίνεται συζήτηση για νέα μεταπτυχιακά, προπτυχιακά και ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών, στο πλαίσιο ανάπτυξης των σχολών του τόσο στο Ρέθυμνο όσο και στο Ηράκλειο, παρά τις δύσκολες συνθήκες λόγω της υποχρηματοδότησης.
«Πέραν του προϋπολογισμού, το Πανεπιστήμιο Κρήτης έχει βληθεί πολλαπλά σε ό,τι αφορά το διδακτικό προσωπικό, έχει βληθεί σημαντικά και στο σκέλος του διοικητικού προσωπικού. Όμως, σε αυτές τις συνθήκες εξακολουθεί να αναπτύσσεται.
Πριν 5-6 χρόνια είχαμε μόλις 30 μεταπτυχιακά προγράμματα, σήμερα έχουμε 54. Αυτό είναι ακαδημαϊκή ανάπτυξη. Εκείνο που κάνουμε αυτή τη στιγμή, είναι να μπορέσουμε να καταστρώσουμε τον στρατηγικό σχεδιασμό, με ιεράρχηση στόχων για τα επόμενα δέκα χρόνια. Αυτό έχει δυο σκέλη.
Το ένα, είναι τα προγράμματα που μπορούμε να υλοποιήσουμε μόνοι μας, χωρίς δηλαδή την έγκριση του υπουργείου. Και αναφέρομαι σε νέα μεταπτυχιακά, σε προπτυχιακά και ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών.
Η κατεύθυνσή μας είναι ότι αυτή η ανάπτυξη πρέπει να πάει σε δυο σκέλη. Πρώτον σε κλάδους αιχμής. Φέτος ξεκίνησε μεταπτυχιακό στον τομέα της Βιοϊατρικής Μηχανικής, ένας κλάδος του μέλλοντος που αναφέρεται στα βιοϋλικά και εμφυτεύματα ενώ άρχισε συζήτηση και για νέο μεταπτυχιακό στην Τεχνητή Νοημοσύνη, από το Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών.
Στο Ρέθυμνο έχει ξεκινήσει μια συζήτηση στην Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, με ένα μεταπτυχιακό στην απασχόληση, οργάνωση εργασίας και εργασιακές σχέσεις. Υπάρχει κάτι ποιο επίκαιρο από αυτό; Και ένα προπτυχιακό ξενόγλωσσο πρόγραμμα στην Φιλοσοφική Σχολή.
Όλα τα παραπάνω είναι ακόμα σε συζήτηση, δεν έχουν περάσει από τα ακαδημαϊκά όργανα για αυτό δεν τα αναλύω. Ελπίζω μέχρι το καλοκαίρι να έχουμε κατασταλάξει ως προς αυτά».
Αναφερόμενος στην ίδρυση νέων σχολών στο Ρέθυμνο, ο κ. Μυλωνάκης είπε: «Το άλλο μεγάλο κομμάτι είναι τα νέα Τμήματα και Σχολές. Εδώ έχει ξεκινήσει μεγάλη συζήτηση. Ακούστηκαν ήδη η Σχολή Τουρισμού, μια σχολή για τον Πρωτογενή Τομέα, ακούστηκε Κτηνιατρική. Όλα είναι προς συζήτηση. Με μεγάλη χαρά άκουσα τον υπουργό κ. Κεφαλογιάννη να αναφέρεται στο πολύπαθο τμήμα ή Σχολή Τουρισμού. Πρέπει να πω και να επαναλάβω, ότι εμείς είμαστε έτοιμοι. Έχουμε καταθέσει εδώ και τρία χρόνια φάκελο. Αυτό που μένει είναι η βούληση της πολιτείας. Πρέπει να το δούμε να υλοποιείται κάποια στιγμή. Είμαστε έτοιμοι, εμείς μπορούμε σε εύλογο χρονικό διάστημα να καταθέσουμε χαρτιά και περιμένουμε την ανταπόκριση του υπουργείου.
Τα άλλα είναι υπό συζήτηση. Θα ιεραρχήσουμε και θα ετοιμάσουμε φακέλους. Ότι μπορούμε μόνοι μας το προχωρούμε και αυτά υλοποιούνται από εθελοντική εργασία καθηγητών, από αυτοθυσία».
Ο κ. Μυλωνάκης, κατέληξε την τοποθέτησή του στον ανοικτό διάλογο που έγινε με πρωτοβουλία των «Ρ.Ν.» επαναλαμβάνοντας ότι:
«Δεν κινδυνεύουν ο σχολές του Ρεθύμνου. Δεν κινδυνεύουν τουλάχιστον αριθμητικά. Το πρόβλημά μας είναι η ποιότητα των φοιτητών που δεχόμαστε, με τις χαμηλές βάσεις. Αλλά στο θέμα του αριθμού των εισακτέων, είμαστε παραπάνω από αυτούς τους οποίους μπορούμε να εκπαιδεύσουμε, άρα, το Πανεπιστήμιο Κρήτης δεν κινδυνεύει. Κινδυνεύουν άλλα περιφερειακά ιδρύματα, ακόμα και με κλείσιμο τμημάτων, όπως το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, το Δημοκρίτειο, το Πα.Μακ., το Ιόνιο, πιθανόν και το Ελ.Με.Πα. Εμείς δεν έχουμε τέτοιο πρόβλημα.
Όμως θα θέλαμε οι φοιτητές μας να συμβαδίζουν και με την ποιότητα του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου και με την ποιότητα των διδασκόντων.
Κατά τη γνώμη μου, και θέλω να κλείσω με μια αισιόδοξη νότα, υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρόν και για το Πανεπιστήμιο Κρήτης συνολικά και για το Ρέθυμνο, τόσο ακαδημαϊκά όσο και από την πλευρά των υποδομών».
Για την έμφαση που δίνει το Πανεπιστήμιο Κρήτης στις Ανθρωπιστικές Σπουδές, ο πρύτανης κ. Γιώργος Κοντάκης, στην παρέμβασή του επεσήμανε ότι: «Το Πανεπιστήμιό μας δημιουργεί ειδικό υποστηρικτικό μηχανισμό στον ΕΛΚΕ, στον ειδικό λογαριασμό, για την υποβοήθηση συγγραφής και υλοποίηση προτάσεων, δίδοντας έμφαση στις ανθρωπιστικές σπουδές. Υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον από αμερικανικά πανεπιστήμια για τις κοινωνικές επιστήμες, για τις ανθρωπιστικές σπουδές. Αναφέρθηκε ο κ. Μυλωνάκης στα ξενόγλωσσα προγράμματα. Ήδη υπάρχουν συζητήσεις από τη Φιλοσοφική σχολή για δυο προγράμματα, το ένα θα έχει κατεύθυνση ελληνική και λατινική βιβλιογραφία και πολιτισμός και το άλλο κλασσική βιβλιογραφία και πολιτισμός. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι αυτό θα αποτελέσει κάτι που είναι αναπτυξιακό. Δομή διασύνδεσης, ψηφιακός μετασχηματισμός Πανεπιστημίου, ανάπτυξη υποδομών, όλα αφορούν στο ενιαίο Πανεπιστήμιο. Προγραμματικές συμφωνίες ανάμεσα σε Πανεπιστήμιο και Περιφέρεια, προγραμματική συμφωνία με το ΚΕΜΕ για την κοινωνική απήχηση της έρευνας, προγραμματική συμφωνία για τον περιφερειακό μηχανισμό παρακολούθησης αγοράς εργασίας, για κοινωνική ένταξη, για κοινωνική αλλαγή. Υπάρχουν πρωτοβουλίες των συναδέλφων των θεωρητικών σχολών, που έχουν αρχίσει και συμμετέχουν σε αναπτυξιακά προγράμματα.
Δεν υπάρχει καμία υστέρηση των ανθρωπιστικών σπουδών έναντι των θετικών. Είναι το ίδιο απαραίτητα όπως και οι θετικές για ένα Πανεπιστήμιο».