Ο Λεωνίδας Καούνης ήταν ένας από τους Ρεθεμνιώτες του εκμαγείου αρετών που σπάνια συναντάς σήμερα.
Ήταν μια Κιβωτός μνήμης που μας έδινε απλόχερα τον πλούτο της με την γλαφυρή του αφήγηση.
Μπορεί να είχε συμπληρώσει τον αιώνα της ζωής του. Ήταν όμως πολύτιμος για όλους μας. Γιατί μέχρι και το τέλος της ζωής του δεν τον εγκατέλειψαν η ευπρέπεια και η αξιοπρέπεια που τον χαρακτήριζαν, η ευγένεια και η αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Ο Λεωνίδας Καούνης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο πριν από ένα αιώνα και ήταν το μοναχοπαίδι του Εμμανουήλ Καούνη και της Ελένης το γένος Τζαγκαράκη. Τα πρώτα του παιδικά χρόνια κύλησαν σε μια απόλυτη ευτυχία. Ο πατέρας του ήταν ο ευεργέτης του τόπου και θεματοφύλακας των παραδόσεών του.
Η γιαγιά του από τον πατέρα του καταγόταν από την ιστορική οικογένεια των Βλαστών, που ανέδειξαν και τον μεγάλο λαογράφο Παύλο Βλαστό.
Έτσι είχε καταξιωθεί στη συνείδηση όλων των συμπολιτών του που τον τιμούσαν ιδιαίτερα.
Δεν ήταν όμως μόνον ο πατέρας που επηρέασε τη ζωή του Λεωνίδα. Ήταν η γιαγιά από τον Κάστελο, που αν και μεγάλωσε σε χωριό καμιά δεν την ξεπερνούσε σε τρόπους αλλά και σε δυναμισμό. Ήταν ο παππούς ο περίφημος Αδελιανός, από τους πλουσιότερους αλλά και πιο βασανισμένους ανθρώπους του τόπου.
Ήρθε στο Ρέθυμνο με μοναδικές αποσκευές την εντιμότητα και το θάρρος του και δεν άργησε με τη σκληρή δουλειά και το υγιές επιχειρηματικό του πνεύμα να γίνει ο πρώτος του τόπου.
Βάσκανη μοίρα όμως τον σημάδεψε.
Οι τρεις θυγατέρες του ήταν πανέμορφες και είχαν έφεση στα γράμματα. Δεν πρόλαβαν όμως οι δυο από αυτές να χαρούν τη ζωή.
Η Άννα του σπούδαζε και ήταν στο πτυχίο όταν χτύπησε η αρρώστια την πόρτα της. Από ένα τυχαίο γεγονός, ένα γερό κρυολόγημα, εξελίχθηκε σε φυματίωση. Και τι τραγική σύμπτωση. Το πτυχίο της έφτασε όταν εκείνη ήταν στο φέρετρο. Της έβαλαν το πολυπόθητο χαρτί στο χέρι. Έκλαψαν και οι πέτρες.
Η μητέρα δεν άντεξε και ακολούθησε στον τάφο.
Αυτή δεν πρόλαβε να πιει και το άλλο πικρό ποτήρι από τη μητέρα του Λεωνίδα αυτή τη φορά.
Ήταν άγγελος καλοσύνης η Ελένη καλόκαρδη με αγγελικό πρόσωπο και ψυχή. Πρόφτασε να δώσει στο γιο της όλες τις βασικές αρχές που θα τον έκαναν τόσο πολύτιμο για την κοινωνία που ζει.
Δυστυχώς μια ασθένεια την πήρε νωρίς από την όμορφη οικογένεια που είχε δημιουργήσει με τον Εμμανουήλ Καούνη. Άφησε το Λεωνίδα της ορφανό στην πιο τρυφερή του ηλικία. Πόσο τη θρήνησε η πόλη αποδεικνύει και το παρακάτω περιστατικό.
Πρώτη φορά είδαν οι Ρεθεμνιώτες Μητροπολίτη να πηγαίνει σε σπίτι νεκρού για το ξόδι του και να τον συνοδεύει στην εκκλησία για τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Ο Λεωνίδας ήταν τότε μόλις 14 χρόνων αλλά με βαθειά χριστιανική αντίληψη όπως είχε μάθει από τη μητέρα του κατάφερε να αντιμετωπίσει τις δοκιμασίες της ζωής του.
Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε από δασκάλα στο σπίτι όπως συνηθιζόταν στις εύπορες οικογένειες.
Η δασκάλα του Ζαχαρένια Τυράκη έμεινε στη μνήμη του μέχρι τώρα με το γοητευτικό τρόπο, που του μάθαινε τα γράμματα χρησιμοποιώντας πολύχρωμες καρτούλες.
Στο Τούρκικο σχολείο έβγαλε το δημοτικό, με πρώτο δάσκαλο τον περίφημο Γεώργιο Ζανουδάκη, εκείνον τον εξαιρετικό λόγιο της εποχής και φλογερό λάτρη της δημοκρατίας. Πόσα δεν έχει ο κ. Λεωνίδας να θυμηθεί από την καλοσύνη και την ανθρωπιά αυτού του δασκάλου…
Ο Λεωνίδας Καούνης είχε την ευτυχία να ζήσει από κοντά τη θεία του, αδελφή της μητέρας του, την περίφημη Βαρβάρα Μαμαλάκη, γραμματέα του Λυκείου Ελληνίδων. Κοντά της απέκτησε αυτή την αγάπη στο ιστορικό μας σωματείο. Πόσες φορές δεν χρειάστηκε να τη συνοδεύσει βράδυ ως εκεί στην αίθουσα και να την περιμένει να επιστρέψουν μόλις τέλειωνε τα καθήκοντά της. Ήταν χαρακτηριστικό της εποχής οι κυρίες που ανέπτυσσαν σωματειακή δράση να εκτελούν με συνέπεια το καθήκον που είχαν αναλάβει σε βάρος της προσωπικής τους ζωής. Δεν διεκδικούσαν αξίωμα στις εκλογές απλά για να ενισχύουν το γόητρό τους.
Μια σπάνια μαρτυρία
Στον πρώτο βομβαρδισμό από τους Ναζί παραμονές της Μάχης της Κρήτης, υποχρεώθηκε να ακολουθήσει τον πατέρα του στο Βυζάρι όπου είχαν έναν πατρογονικό αρχοντικό.
Εκεί έζησε την αγωνία του μέχρι να παραδοθούν οι αρχαιολογικοί θησαυροί που είχε καταφέρει να διασώσει ο πατέρας του στο Αρχαιολογικό Μουσείο από τον ίδιο. Έτσι εκπλήρωσε την τελευταία επιθυμία του τόσο σημαντικού γεννήτορά του.
Ο αξέχαστος συμπολίτης, διατηρώντας πάντα χαμηλούς τόνους δεν άφησε ποτέ να γίνει γνωστή η όποια πατριωτική του δράση. Κι όμως χάρις στο θάρρος του συνέβαλε στη σωτηρία της υπόλοιπης επαρχίας Αμαρίου πριν γίνει και αυτή ολοκαύτωμα όπως τα μαρτυρικά χωριά του Κέντρους.
Από τους τοπικούς παράγοντες που έτρεφαν θερμά συναισθήματα για το νεαρό Λεωνίδα ήταν ο γιατρός Ιάκωβος Σταυρουλάκης που εκπροσωπούσε τον Ερυθρό Σταυρό.
Ο Λεωνίδας τον θαύμαζε και έδειχνε πάντα πρόθυμος όταν μπορούσε να του προσφέρει κάποια βοήθεια στο δύσκολο έργο του. Η πιο σημαντική ήταν ένα μεσημέρι λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα του. Εκεί που ήταν ξαπλωμένος έρχεται η κοπέλα του σπιτιού και του λέει έντρομη ότι έξω από το σπίτι έχει σταματήσει ένα γερμανικό αυτοκίνητο και κάποιος φωνάζει «Λεωνιδάκη. Λεωνιδάκη».
Τρέχει αμέσως και τι να δει. Ο Ιάκωβος ήταν ανάμεσα σε δυο ένοπλους Γερμανούς.
– Λεωνιδάκη, του λέει αλαφιασμένος. Τρέξε στη ma femme, τη γυναίκα μου και πες της να κόψει ένα σεντόνι να βάλει στη μέση ένα σταυρό, παίρνοντας ένα κομμάτι από την κόκκινη ρόμπα της και να μου το φέρεις παιδί μου αμέσως. Είμαι υπό κράτηση και κινδυνεύει και ο τόπος. Αν δεν αποδειχθεί ο ισχυρισμός μου στην ανάκριση που μου έκαναν κινδυνεύει όλο το ανατολικό Αμάρι να καεί. Κάνε γρήγορα…
Ο νεαρός Λεωνίδας δεν έχασε καιρό. Έκανε όπως παράγγειλε ο γιατρός και τελικά σώθηκε το Αμάρι…
Την κατάθεση αυτή που έχει προκαλέσει αίσθηση έχει κάνει και στην ταινία μου «Το Κέντρος έχει καταχνιά…» προσθέτοντας ένα ακόμα συγκλονιστικό ντοκουμέντο στα όσα άλλα αναφέρονται από το αρχείο Σπύρου Μαρνιέρου.
Μια ακόμα μεγάλη εθνική υπηρεσία του Λεωνίδα Καούνη ήταν η παροχή γραμματειακής στήριξης στο γραφείο που δημιούργησε ο Ιάκωβος Σταυρουλάκης στο μεγάλο καφενείο του Γιώργη Αγγελιδάκη στο Βυζάρι για την εξυπηρέτηση των ξερριζωμένων από τα χωριά τους Αμαριωτών. Απεδείχθη πολύτιμος βοηθός του γιατρού.
Τα περισσότερα περνούσαν από το χέρι του με τις οδηγίες πάντα του Σταυρουλάκη.
Καταγραφή πυροπαθών, διανομές εφοδίων εξωτερικού και Αυστραλών, διακίνηση ρουχισμού και τροφίμων, έγγραφα και καταστατικό γύρω από την ίδρυση της Παιδικής Στέγης Ασωμάτων, την οποία ο Ιάκωβος είχε ιδρύσει και η οποία τόσο αποδοτικά λειτούργησε.
Ίσως γι’ αυτό ο Λεωνίδας Καούνης είχε μια μεγάλη αγωνία για την διατήρηση της μνήμης του Σταυρουλάκη. Και περίμενε κάθε χρόνο στις εκδηλώσεις για την επέτειο των ολοκαυτωμάτων να πραγματοποιηθεί και κάποια εκδήλωση για το γιατρό που τόσο θαύμαζε. Με απογοήτευση έβλεπε τα χρόνια να φεύγουν χωρίς να βλέπει αυτό που περίμενε, αλλά η ελπίδα δεν τον εγκατέλειπε. Ήθελε να μείνει στον αιώνα με κάποιο τρόπο η συμβολή του Σταυρουλάκη στη διάσωση του υπόλοιπου Αμαρίου από την καταστροφική μανία των ναζί.
Ο Λεωνίδας Καούνης είχε μόνιμη έγνοια και το αρχείο του Παύλου Βλαστού. Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από αναφορά του σε συνέδριο που είναι και επίκαιρο με το ιστορικό γεγονός που τιμάμε τις μέρες αυτές.
«Ο Βλαστός πεθαίνοντας χωρίς παιδιά άφησε το βάρος ενός τόσο πολύτιμο πνευματικού έργου στους δύο πρωτανηψιούς του και μοναδικούς κληρονόμους. Τον πατέρα μου Εμμανουήλ Καούνη και Γεώργιο Βλαστό.
Ο πατέρας μου με υπέρμετρο ζήλο ανέλαβε και διαφύλαξε τη συλλογή δεδομένου ότι ο Βλαστός ήτο απασχολημένος με εμπορικές επιχειρήσεις. Πολλές και ποικίλες οι ενέργειες για την έκδοση του αρχείου τούτου προς κρατικούς φορείς. Το έργο προσεφέρετο δωρεάν υπό τον όρο της αυτοτελούς εκδόσεως και επ’ ουδενί της μερικής σταχυολόγησης. Αξιόλογη η συνεργασία του με τον τότε Πρόεδρο της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών και αργότερα Πρωθυπουργό της Ελλάδος αείμνηστο Εμμανουήλ Τσουδερό. Αν δεν μεσολαβούσε ο πόλεμος το έργο ασφαλώς θα είχε εκδοθεί. Ομοίως πολύτιμος υπήρξε η συμπαράσταση και οι ενέργειες μεταγενέστερα των αείμνηστων Παντελή Πρεβελάκη και Νίκου Καζαντζάκη στα αρμόδια υπουργεία και σε διαφόρους εκδοτικούς οίκους, ενέργειες που δυστυχώς έμειναν άκαρπες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πολύτιμο μοναδικό βιβλίο που πρόλαβε να εκδώσει εν ζωή ο Παύλος Βλαστός (ο Γάμος εν Κρήτη) βρέθηκε σε εκατοντάδες αντίτυπα μέσα σε μια κασέλα. Μετά το θάνατό του εβιβλοδετήθη και απεστάλη σε όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου.
Λόγω της παραμονής μας στο χωριό κατά τη διάρκεια του πολέμου και τον φόβο βομβαρδισμού της πόλης ο πατέρας μου θέλησε να μεταφέρει και τη λαογραφική συλλογή δεματοποιώντας την σε ξύλινα κιβώτια.
Τον Μάιο του 1941 μεταφέρει τη συλλογή στο Αμαριώτικο πρακτορείο μαζί με διάφορα είδη οικοσυσκευής. Όταν άρχισε η φόρτωση στο αυτοκίνητο εσήμανε συναγερμός κι έπεσε μια βόμβα στο διώροφο κτίσμα του πρακτορείου. Η βόμβα άνοιξε μια τεράστια γούβα καταστρέφοντας όλα τα πράγματα και τις αποσκευές των επιβατών. Η απόγνωση του πατέρα μου υπήρξε απερίγραπτη. Τρεις μήνες δεν έπαυσε να τρέχει το κλάμα στα μάτια του.
Κατά τον Αύγουστο μπήκε στο Ρέθυμνο και βρήκε έξι εργάτες, οι οποίοι επί δύο ημέρες έσκαβαν τα ερείπια και μετακινούσαν τα μπάζα χωρίς αποτέλεσμα. Αυτό επαναλήφθηκε άλλες δυο φορές ακόμα, χωρίς να βρεθεί τίποτα.
Τον Σεπτέμβριο επανέρχεται πλάι με τους ίδιους εργάτες αλλά τους είπε να απομακρύνουν μπάζα και πελέκια από τα πλάγια προς τα τειχίσματα του δαπέδου.
Κατά τρόπο θαυματουργικό τα ξύλινα κιβώτια με το αρχείο είχαν εκτιναχθεί στα πλάγια της οικοδομής και βρέθηκαν ανέπαφα.
Το ίδιο βράδυ ο πατέρας μου ενοικίασε ένα γαϊδουράκι, γιατί η συγκοινωνία είχε διακοπεί, φόρτωσε τα κασόνια και ήρθε στο χωριό πεζός, σε ηλικία 72 ετών, διανύοντας 41 χιλιόμετρα.
– Δεν κουράστηκα Λεωνίδα μου είπε. Ξέθαψα τον πνευματικό πολύτιμο μόχθο του θείου μου. Δεν πήγε χαμένη η προσπάθειά μου. Δόξα τω Θεώ.
Μετά το θάνατο του πατέρα μου, Ιούνιος του 1944, με τη λήξη του πολέμου επανήλθα οριστικά στο Ρέθυμνο και έφερα μαζί μου τη συλλογή.
Επακολούθησε η στράτευσή μου και μη έχοντας οικογένεια παρέδωσα προς φύλαξη τη συλλογή στον θείο Γεώργιο Βλαστό.
Ελάχιστοι θα πρέπει να γνωρίζουν πως πίσω από κάθε θεάρεστη πράξη κρυβόταν ο Λεωνίδας Καούνης. Ακόμα και στην αναπαλαίωση της Ιεράς Μονής Αγίας Ειρήνης είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο.
Ήταν πολυτάλαντος. Οι ζωγραφικοί του πίνακες εξαιρετικοί. Οι χαλκογραφίες του το ίδιο Οι διαλέξεις του μνημεία έντεχνου λόγου.
Στον Ερυθρό Σταυρό (παράρτημα Ρεθύμνου) είχε προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες. Και το Λύκειο Ελληνίδων έβλεπε στο πρόσωπό του έναν αφοσιωμένο συνεργάτη.
Από τις στιγμές που μου ανέφερε με συγκίνηση ήταν η επίσκεψη ενός νηπιαγωγείου στο σπίτι του με πρωτοβουλία της νηπιαγωγού κας Στέλλας Φραντζεσκάκη. Μίλησε στα παιδιά με τον ενθουσιασμό εφήβου για τη ζωή στο παλιό Ρέθυμνο. Και μου έδειχνε με χαρά μικρού παιδιού τα χειροτεχνήματα που του πρόσφεραν τα νήπια στην επίσκεψή τους εκείνη.
Μέχρι το τέλος απολάμβανε την αγάπη και το σεβασμό των παιδιών του, για τα οποία καμάρωνε, όπως και για τις οικογένειές τους. Και μέχρι το τέλος πρόσφερε. Ένα πρότυπο μουσείο Παύλου Βλαστού στο Βυζάρι τη γενέτειρά του, πάντα με δικές του δαπάνες. Πλούσιες δωρεές με οικογενειακά κειμήλια σε τοπικούς φορείς με λαογραφικά ενδιαφέροντα αλλά και στο Στρατιωτικό Μουσείο.
Έφυγε με ένα και μόνο παράπονο. Την απαράδεκτη συμπεριφορά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Ρεθύμνου, που δεν του εξήγησε ποτέ γιατί η φωτογραφία του πατέρα του βρέθηκε ξαφνικά σε μια γωνιά αντί για τη θέση που του άρμοζε. Εκεί που ήταν πρώτα.
Το «Πολιτιστικό Ρέθυμνο» εκτός από τις ταινίες με σπάνιες μαρτυρίες του για διάφορα ιστορικά γεγονότα έχει συγκεντρώσει και όλα του τα δημοσιεύματα με τα οποία προβάλλει μορφές του τόπου. Και θα τα προβάλλει κατάλληλα προσεχώς σαν αιώνιο μνημόσυνο ενός ανθρώπου, που τίμησε τον τόπο του και την ιστορική του οικογένεια όσο ελάχιστοι.
Έναν πραγματικό Χριστιανό. Μια αγαθή ψυχή.
Τα λόγια του Παΐσιου με τα οποία τον αποχαιρέτισε στη τελευταία του επίσκεψη στο Άγιον Όρος επαναλάμβανε τον τελευταίο καιρό. Ήταν τότε που ζήτησε από τον κορυφαίο της ασκητικής ζωής να του δώσει ένα μήνυμα για τους κοσμικούς. Κι εκείνος του είπε «Ζούμε ημέρες αποκάλυψης».
Αυτό μου επαναλάμβανε στις συχνές συζητήσεις μας με την ευχή και την προσευχή να καταλάβει ο σύγχρονος άνθρωπος την ανάγκη μεταμέλειας και επαναπροσδιορισμού κάθε αξίας που τον κάνει σοφότερο, ανθρώπινο, αλληλέγγυο.
Καλό ταξίδι σεβαστέ μας φίλε. Μεγάλο το κενό της απουσίας σου. Και φτωχότερο από την αναχώρησή σου το πνευματικό Ρέθυμνο.