Της ΕΛΠΙΔΑΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ
Οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα που δεν ξεπερνούν σε ετήσια βάση τα 6.000 ευρώ, άτομα σε παραγωγική ηλικία 31-50 ετών αντιμέτωπα με την ανεργία και ταυτόχρονα χωρίς επαρκή υγειονομική κάλυψη και φαρμακευτική περίθαλψη, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των οικογενειών που λαμβάνουν τρόφιμα από το Κοινωνικό Παντοπωλείο της πόλης του Ρεθύμνου που λειτουργεί από το 2012 εξυπηρετώντας τους δήμους Ρεθύμνου, Μυλοποτάμου, Ανωγείων και Αγίου Βασιλείου (ο δήμος Αμαρίου έχει δικό του Κοινωνικό Παντοπωλείο).
Αυτό προκύπτει από την έρευνα για το προφίλ των οικογενειών του Ρεθύμνου σε περίοδο της κρίσης που διενέργησε η Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου συγκεντρώνοντας τα στοιχεία από τους δικαιούχους που εξυπηρετούνται στο Κοινωνικό Παντοπωλείο του νομού.
Είναι χαρακτηριστικό ωστόσο ότι στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι αυτοί κατατάσσονται στην κατηγορία των λεγόμενων νεόπτωχων. Είναι άνθρωποι δηλαδή που κυριολεκτικά «γονάτισαν» την τελευταία εξαετία της κρίσης, αφού από τη μια μέρα στην άλλη έμειναν χωρίς δουλειά, «πνίγηκαν» από τα χρέη, καθώς η απουσία εισοδήματος τους οδήγησε αδυναμία ανταπόκρισης στις οικονομικές τους οφειλές. Άνθρωποι αξιοπρεπείς που βιώνουν τις επιπτώσεις της κρίσης κλεισμένοι στο δικό τους καβούκι, φοβισμένοι. Νιώθουν οργή, ντροπή και θυμό για την κατάσταση στην οποία περιήλθαν. Η κατάσταση αυτή έχει επηρεάσει σημαντικά τον θεσμό της ίδιας της οικογένειας. Οι γονείς δυσκολεύονται να μιλήσουν για τη φτώχεια, καθώς τη θεωρούν προσωπική αποτυχία, ντροπή ή συνέπεια ενός μη ευνοϊκού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσαν, παρόλο που στην εποχή μας θεωρείται όλο και περισσότερο διαδεδομένη. H οικονομική πίεση τους εξαντλεί ψυχολογικά και συναισθηματικά. Τα αρνητικά αυτά συναισθήματα αλλά και η κλειστή κοινωνία στην οποία ζούμε τους οδηγεί ταυτόχρονα σε ψυχολογική «κατάρρευση». Ντρέπονται να ζητήσουν βοήθεια, αφού η αξιοπρέπεια και η υπερηφάνεια τους δεν του επιτρέπει κάτι τέτοιο. Η συμπεριφορά τους και η ψυχοσύνθεση των νεόπτωχων και όλων των ανθρώπων που έφτασαν στο χείλος του γκρεμού εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και ζουν στο Ρέθυμνο διαφέρει από την κατηγορία των ίδιων ανθρώπων που ζουν στην Αθήνα, όπως εξηγεί και η Διευθύντρια της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας.
Τα πράγματα εδώ είναι όλο πιο δύσκολα για τους ανθρώπους αυτούς που αν και χρειάζονται τη βοήθεια είτε δεν τη δέχονται είτε δεν τη ζητούν, κυρίως για λόγους αξιοπρέπειας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 453 εγγεγραμμένους στον Δήμο Ρεθύμνου, στο Κοινωνικό Παντοπωλείο οι 30 δεν αξιοποιούν προς όφελός τους τις παρεχόμενες υπηρεσίες ενώ από τους 376 εγγεγραμμένους στο Δ. Ρεθύμνου οι 60 δε χρησιμοποιούν τις παρεχόμενες υπηρεσίες του ΤΕΒΑ.
Ντόπιοι, άνεργοι, έγγαμοι με ετήσιο εισόδημα έως 6.000 ευρώ
Σε ότι αφορά το προφίλ των οικογενειών που κατέφυγαν στο Κοινωνικό Παντοπωλείο με βάση τα ερευνητικά δεδομένα όπως αυτά προέκυψαν από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων που συγκέντρωσε η Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας του Ρεθύμνου αυτά έχουν ως εξής: Το 50% αυτών είναι έγγαμοι, το 18,9% άγαμοι, το 16,8% διαζευγμένοι και 14,4% σε κατάσταση χηρείας.
Η συντριπτική πλειοψηφία του δείγματος σε ποσοστό 80,6% έχει παιδιά, ενώ το 19,4% του δείγματος δεν έχει.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία το 19,4 % των οικογενειών είναι χωρίς παιδιά, το 17,3 % με 1 παιδί, το 29,5 % με 2 παιδιά και το 33,8 % με 3 + παιδιά & άνω.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ερευνητικά δεδομένα επαληθεύουν το ότι οι πολυμελείς οικογένειες έχουν μικρότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, διότι είναι περισσότερα τα εξαρτώμενα μέλη και γι’ αυτό είναι πιο επιρρεπείς στη φτώχεια.
Ειδικότερα το 36,2 % του πληθυσμού είναι οικογένειες με ενήλικα παιδιά, το 34,2% οικογένειες με ανήλικα παιδιά, το 10,1% οικογένειες με ανήλικα & ενήλικα παιδιά.
Όσον αφορά την εθνικότητα η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού και συγκεκριμένα το 91% είναι Έλληνες και μόνο το 9% είναι αλλοδαποί.
Το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος σε ποσοστό 84,6% έχει ετήσιο εισόδημα από 0-6.000€. Το 14,4% έχει ετήσιο εισόδημα από 6.001-12.000€ και το 1,1% έχει ετήσιο εισόδημα 12.001€ και άνω.
Σύμφωνα με την έρευνα σε ότι αφορά τη στέγαση των οικογενειών το μεγαλύτερο ποσοστό ζει σε δικό του σπίτι και συγκεκριμένα το 46,5%, το 27,9% φιλοξενείται ενώ το 25,3% ζει σε σπίτι που νοικιάζει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μισοί σε ποσοστό 49,7% είναι άνεργοι και το 35,9% εργαζόμενοι ενώ μόλις το 14,4% είναι συνταξιούχοι.
Αναλυτικότερα, σε ποσοστό 47,1% εργάζεται 1 μέλος της οικογένειας ενώ σε ποσοστό 46% δεν εργάζεται κανείς. Σε ποσοστό 5,9% ανέρχονται οι οικογένειες στις οποίες εργάζονται 2 μέλη και μόλις το 1,1% εργάζονται 3+ μέλη.
Σχετικά με το πόσα άτομα ζουν στο σπίτι μαζί με τους δικαιούχους του Κοινωνικού Παντοπωλείου, καταγράφεται ότι σε ποσοστό.59,3% ζουν 3+ μέλη, σε ποσοστο 20,2% ζουν 2 μέλη και σε ποσοστό 20,5% ζει 1 μέλος.
Όσον αφορά τον τομέα της υγείας τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι 40,4% είναι στο ΙΚΑ, το 39,9% στον ΟΓΑ, το 1,6% στον Ο.Α.Ε.Ε., το 1,1% είναι στο Δημόσιο και το 17% άλλο (οι περισσότεροι δήλωσαν ανασφάλιστοι).
Σχετικά με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η συντριπτική πλειοψηφία σε ποσοστό 83,2% δηλώνει ότι τους παρέχεται από κάποιον ασφαλιστικό φορέα και το 6,9% από την Πρόνοια. Επίσης εμφανίζεται ένα ποσοστό ατόμων 9,8%, όπου είτε δεν είναι ασφαλισμένοι σε κάποιον ασφαλιστικό φορέα, είτε είναι ανασφάλιστοι.
Όσον αφορά τα προβλήματα υγείας το 44,4% των ατόμων του δείγματος δηλώνει ότι αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας, ενώ το 55,6% δεν αντιμετωπίζει.
Το 23,4% των ατόμων που έχουν κάποιο πρόβλημα υγείας είναι σχετικό με παθολογικά νοσήματα. Ακολουθούν τα ψυχικά νοσήματα σε ποσοστό 8,2%, μετά τα καρδιολογικά νοσήματα σε ποσοστό 5,3%, και τα ορθοπεδικά νοσήματα και ο καρκίνος σε ποσοστό 4%.
Όσον αφορά τον θεσμό του κοινωνικού παντοπωλείου τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν:
• 25% εγγράφηκε το 2012
• 23,7% το 2013
• 20,5% το 2014
• 27,7% το 2015
Το 88% των ατόμων δηλώνει ότι είναι ευχαριστημένο με τις υπηρεσίες που προσφέρει το Κοινωνικό Παντοπωλείο, ενώ το 12% όχι.
Σε σχετικές δηλώσεις της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου Μαρία Καββάλου, ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Για το νέο προφίλ της οικογένειας στην περιφέρεια, με δείγμα τους δικαιούχους του κοινωνικού παντοπωλείου, κοινή παραδοχή είναι ότι η οικονομική κρίση ήρθε με χρονοκαθυστέρηση στην περιφέρεια. Υπάρχουν διαφοροποιήσεις στο πως βίωσε η Αθήνα και πως η περιφέρεια τις επιπτώσεις της κρίσης. Τόσο στη συμπεριφορά όσο κυρίως στην ψυχοσύνθεση. Εδώ έχουμε μεγαλύτερα αισθήματα θυμού, φόβου, ντροπής από τον πρώην νοικοκύρη του χωριού που γνωρίζεται με όλους και ντρέπεται να πει και στον ίδιο του τον εαυτό ότι το ψυγείο του είναι άδειο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αυτό του προκαλεί αισθήματα θυμού, φόβου μήπως το μάθει ο γείτονας αλλά ταυτόχρονα δεν ξέρει πως ο ίδιος θα μπορέσει να αναθρέψει και να διαχειριστεί τα παιδιά του. Τη βοήθεια που προσφέρουμε δεν μπορεί να τη δεχτεί γιατί υπάρχουν αυτοί οι παράγοντες. Στο κέντρο, στην ανωνυμία του πλήθους δέχεται περισσότερο τη βοήθεια» και αναφερόμενη στις ενέργειες που πρέπει να γίνουν για να προσεγγίσουν οι κοινωνικές υπηρεσίες τους ανθρώπους αυτούς και να τους στηρίζουν πρόσθεσε: «Άρα χρειαζόμαστε ένα θεωρητικό υπόβαθρο για να δούμε πως μπορούμε οι κοινωνικοί επιστήμονες να πάμε σε αυτές τις οικογένειες να τους προσφέρουμε υποστήριξη. Ατομική υποστήριξη για να μπορέσουν να λειτουργήσουν σωστά ως γονείς. Αυτή τη στιγμή έχουμε γυρίσει στην πυρηνική οικογένεια. Προ κρίσης, τα παιδιά σπούδαζαν, έφευγαν από την οικογένεια και έμεναν μόνα τους. Τώρα δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα. Άρα, έχουμε και ενήλικα παιδιά μέσα στην οικογένεια. Επιπλέον, η παραγωγική ομάδα από 31-50 ετών είναι άνεργη. Άρα η ανεργία μπλοκάρει όλα τα συστήματα. Έχουν θυμό οι νέοι, φεύγουν στο εξωτερικό. Επίσης σαν Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στο να μειώσουμε τις υγειονομικές ανισότητες και να κάνουμε προγράμματα που να είναι προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ευάλωτες ομάδες να έχουν καλές συνθήκες διαβίωσης στα σχολεία, στις κοινότητες. Στα συσσίτια κάνουμε ελέγχους για να έχουμε καλό πόσιμο νερό, καλές συνθήκες εστίασης. Επίσης οι κοινωνικοί σύμβουλοι προσπαθούν να έχουν ποιοτικές υπηρεσίες, οι παιδικοί σταθμοί και τα νηπιαγωγεία και να προστατεύουμε αυτή την ηλικία».
Συμπεράσματα
Τα συμπεράσματα, όπως αυτά καταγράφονται στην έρευνα, έχουν ως εξής:
Η περίοδος όμως που διανύουμε χαρακτηρίζεται από όξυνση της φτώχειας, φαινόμενο που έχει πλήξει και την οικογένεια. Οι γονείς δυσκολεύονται να μιλήσουν για τη φτώχεια, καθώς τη θεωρούν προσωπική αποτυχία, ντροπή ή συνέπεια ενός μη ευνοϊκού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσαν, παρόλο που στην εποχή μας θεωρείται όλο και περισσότερο διαδεδομένη. H οικονομική πίεση τους εξαντλεί ψυχολογικά και συναισθηματικά (θυμός, κατάθλιψη, άγχος), με αρνητικά αποτελέσματα στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους και στη σχέση τους με αυτά, γεγονός που έχει αρνητικές επιδράσεις στην ανάπτυξή τους. (Barajas, Philipsen & Brooks- Gunn, 2007).
Τα πλέον παραγωγικά στρώματα της κοινωνίας που θεωρούνται τα άτομα που ανήκουν στην ηλικιακή κλίμακα 31 έως 50 ετών, τα οποία στερούνται όχι μόνο υλικά αγαθά, αλλά και τον σεβασμό, την αξιοπρέπεια, την πληροφόρηση και την εκπαίδευση, ενώ βιώνουν απόρριψη, απομόνωση, μοναξιά, κακές σχέσεις με τους άλλους, ανασφάλεια, χαμηλή αυτοπεποίθηση, απογοήτευση, θυμό κ.ά. βρίσκονται στα όρια της φτώχειας (Engle & Black, 2008).
Στην Ελλάδα οι δείκτες φτώχειας είναι δραματικά υψηλοί για τους ανέργους. Επιπλέον, η πιθανότητα να ζουν τα παιδιά σε ένα νοικοκυριό «φτωχού εισοδήματος» είναι υψηλότερη, όταν ο επικεφαλής του νοικοκυριού έχει είναι πολύ νέος (μικρότερος από 24 ετών) ή είναι πολύ ηλικιωμένος (μεγαλύτερος από 65 ετών) ή είναι άνεργος. (Έρευνα «Στατιστικά στοιχεία σχετικά µε το Εισόδημα και της Συνθήκες Διαβίωσης» (Ε.Ε.-SILC).
• Εφαρμόζοντας ένα σταθερό όριο φτώχειας (το τιμαριθμικά αναπροσαρμοσμένο όριο φτώχειας του 2009), υπολογίζεται ότι ο αριθμός όσων θεωρούνταν φτωχοί πριν το ξέσπασμα της κρίσης έχει αυξηθεί πλέον σημαντικά και είναι πάνω από 35%. (Ματσαγγάνης, Λεβέντη, Καναβίστα, 2012, «Διαστάσεις της φτώχειας στην Ελλάδα της κρίσης», Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών). Ο παραπάνω προβληματισμός εμπλουτίζεται από τα ερευνητικά ευρήματα της μελέτης των ατόμων που κατέφυγαν στο κοινωνικό παντοπωλείο της ΠΕ Ρεθύμνης.
• Η κατεύθυνση της κοινωνικής μεταρρύθμισης χρειάζεται να στραφεί στις ευάλωτες οικογένειες με παιδιά και, ιδιαίτερα, στις αυξανόμενες μονογονεϊκές οικογένειες και τις πολύτεκνες οικογένειες. Ακόμη και σε συνθήκες δημοσιονομικής πειθαρχίας χρειάζεται να δοθεί μεγαλύτερη κοινωνικοοικονομική στήριξη στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς μέσα από κοινωνικές παροχές σε είδος και χρήμα. προγράμματα πρόληψης που προσφέρουν ποιοτικές υπηρεσίες στα παιδιά και τις οικογένειές τους ώστε να παραμείνουν στο σπίτι τους και να βρουν εργασία τα μέλη τους. ( Ηead Start, 2012, Engle & Black, 2008 και Hilferty, Redmond & Katz, 2010)
• Είναι πιο επιτακτική ανάγκη από ποτέ η υλοποίηση μιας δημόσιας κοινωνικής επένδυσης (με καθολικές κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες που ωφελούν όλη την κοινότητα, όπως σίτιση, πρόσβαση σε καθαρό νερό, εμβολιασμοί, εκπαιδευτικές ευκαιρίες (π.χ. προσχολική αγωγή), ενισχυτικά προγράμματα, εξειδικευμένα μαθησιακά προγράμματα για παιδιά με ειδικές ανάγκες) προκειμένου να περιοριστεί η αναπαραγωγή της φτώχειας και της ανισότητας στην ελληνική κοινωνία.
• Η έκταση και η βαρύτητα των κοινωνικών προβλημάτων που ανακύπτουν έχει ως αποτέλεσμα όλες τις παραπάνω παρατηρήσεις και είναι απαραίτητο να αποτελέσει έναυσμα προβληματισμού.
Η ταυτότητα της έρευνας
• Σκοπός της έρευνας:
• Η παρούσα έρευνα αναφέρεται στη μελέτη των ποιοτικών χαρακτηριστικών των δικαιούχων του κοινωνικού παντοπωλείου της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνης.
• Μέθοδος
• Συνολικά μελετήθηκαν 376 άτομα (τυχαίο δείγμα) που είναι εγγεγραμμένα στο κοινωνικό παντοπωλείο. Από τα 376 άτομα το 41% ήταν άνδρες & το 59% γυναίκες, ηλικιακή σύνθεση αυτών ήταν : 31-50 ετών (52,1%), 51-70 ετών (29,8%), 71 και άνω (10,4% ) και 18-30 ετών ( 7,7% )
• Μελετήθηκαν ποιοτικά χαρακτηριστικά των δικαιούχων του Κοινωνικού Παντοπωλείου
• Σχεδιασμός της έρευνας:
• Περιλαμβάνει και τις δυο βασικές κατηγορίες, την Περιγραφική και την Επεξηγηματική Έρευνα.
• Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά δείγματος:
• Η δράση του κοινωνικού παντοπωλείου αποβλέπει στην ανάπτυξη μίας πολιτικής στήριξης ατόμων που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης ή βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό. Τα άτομα αυτά είτε αντιμετωπίζουν αντικειμενικές ή υποκειμενικές δυσχέρειες πρόσβασης και αξιοποίησης των κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών που δικαιούνται (παραδοσιακές ομάδες στόχου των προνοιακών πολιτικών), είτε αδυνατούν να διαχειριστούν καταστάσεις ανάγκης σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο εξαιτίας σύνθετων κοινωνικών καταστάσεων, βιολογικών (π.χ. αναπηρία) ή οικονομικών φαινομένων (υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ανεργία, χηρεία, μονογονεϊκότητα κ.α.).
• Γεωγραφική κάλυψη:
Η Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνης με όλους τους Δήμους εκτός από τον Δήμο Αμαρίου ο οποίος λειτουργεί δικό του Παντοπωλείο, ήτοι: Αγίου Βασιλείου, Ανωγείων, Μυλοποτάμου και Ρεθύμνου.
• Συλλογή στοιχείων:
Η συλλογή στοιχείων έγινε με τη χρήση ερωτηματολογίων που τους δόθηκαν & απαντήθηκαν είτε από τους ίδιους, είτε κάτω από την υποστήριξη των εργαζομένων σε αυτό.
• Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την Κοινωνιολόγο Μαρκάκη Καλλιόπη, στέλεχος της υπηρεσίας, με την συμβολή της Αραμπατζόγλου Έλλης, κοινωνικής λειτουργού, εργαζόμενη στο πρόγραμμα «Κοινωνικές δομές για άμεση αντιμετώπιση της φτώχειας», υπό την εποπτεία και καθοδήγηση της Διευθύντριας κ. Καββάλου Μαρίας.
• Για τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων της έρευνας χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS.