Είναι κάποιες μέρες που η απογοήτευση σε καθηλώνει και τίποτα δεν έχει νόημα, μιας και οι απαιτήσεις και οι πλασματικές σου ανάγκες επίσης έχουν διογκωθεί. Έτσι κλείνεσαι στον μίζερο μικρόκοσμό σου πιο εγωκεντρικός, άπληστος και ανούσιος από ποτέ. Κάτι τέτοιες μέρες είναι που ξεθάβω απ’ το ντουλάπι μερικές φωτογραφίες σαν αυτή, για να θυμάμαι πόσο τείνω να αναλωθώ και να αλλοιωθώ μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες ζωής της αναπτυγμένης Δύσης!
Η φωτογραφία αυτή τραβήχτηκε τον Μάρτιο του 1993 από τον φωτορεπόρτερ Kevin Carter. Ο Carter έκανε στο Σουδάν ένα ρεπορτάζ-αφιέρωμα στα αποστεωμένα παιδιά της Αφρικής. Έτσι μια μέρα κάπου κοντά στο κέντρο σίτισης της Unicef έπεσε μπροστά σε μια τραγική στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας, τόσο τραγική μάλιστα που αποτυπωμένη από τον φωτογραφικό του φακό του χάρισε λεφτά, φήμη, δόξα κερδίζοντας μάλιστα και το βραβείο Πούλιτζερ. Ένα μικρό κορίτσι σκελετωμένο από την πείνα σέρνεται στην προσπάθειά του να φτάσει στα συσσίτια της Unicef, την ώρα που ένα αρπακτικό πουλί μύρισε τον θάνατο και προσγειώθηκε λίγο πίσω του…
Έτσι λίγο καιρό αργότερα οι New York Times αγόρασαν τη φωτογραφία και για λίγο ο δυτικός κόσμος βρέθηκε αντιμέτωπος με τις ενοχές και την αδιαφορία του, που επέτρεψε να συντελούνται τέτοιοι θάνατοι στον 21ο αιώνα.
Τώρα θα μου πεις, που ξέρεις πως το κορίτσι πέθανε και δεν το έσωσε ο φωτογράφος;
Όταν ο Carter ρωτήθηκε, τι απέγινε το κοριτσάκι είπε πως το έσωσαν… Ποιοί, πότε και τα λοιπά δεν ειπώθηκαν ποτέ. Ξέρουμε σίγουρα πως ο ίδιος δήλωσε πως επί 20 λεπτά απαθανάτιζε το στιγμιότυπο προσπαθώντας να πετύχει την καλύτερη πόζα, ελπίζοντας μάλιστα πως την ώρα που το γεράκι θα άνοιγε τα φτερά του σκεπάζοντας το κορίτσι, θα έβγαζε ίσως την καλύτερη φωτογραφία της ζωής του.
Τελικά ο φωτογράφος λίγους μήνες μετά αυτοκτόνησε, αφήνοντας πίσω του ένα σημείωμα που λέει εκτός των άλλων: «Αγαπητέ Θεέ, υπόσχομαι ότι δεν θα πετάξω πια άλλο φαγητό στα σκουπίδια, όσο άνοστο και αν είναι. Προσεύχομαι, ότι θα προστατεύεις την ψυχή αυτού του παιδιού…» «πραγματικά, πραγματικά λυπάμαι», «Ο πόνος της ζωής υπερισχύει της χαράς σε σημείο ότι η χαρά δεν υπάρχει». «Οι εφιάλτες από τις ζωντανές θύμησες από δολοφονίες, και πτώματα, και θυμός πολύς, και πόνος ανείπωτος, για παιδιά που πεινάνε, για τρελούς, συχνά και αστυνομικούς, που πατάνε τη σκανδάλη, δεν αντέχω άλλο, φεύγω».
Όταν πριν από πέντε χρόνια έπεσα κατά τύχη πάνω σε αυτή τη φωτογραφία ήταν τόση η θλίψη, ο πόνος και η αδικία μέσα μου που για καιρό έκανα να την ξεχάσω. Ερχόμενη σήμερα αντιμέτωπη μ’ αυτήν αντιλαμβάνομαι πως σίγουρα τα συναισθήματα είναι παρόμοια μόνο που αλλάζει η ένταση. Βλέπεις όλα αυτά τα χρόνια συνηθίσαμε στη θέα ανάλογων άσχημων καταστάσεων γινομένες μάλιστα κι από αντίστοιχες αιτίες όπως η αδικία και η εκμετάλλευση. Έτσι μάθαμε να χαμηλώνουμε το βλέμμα ανεπαίσθητα αφήνοντας την εικόνα να γλιστρήσει γλυκά εκτός εστίασης, ώστε να χαθούν οι γραμμές που τη σχηματίζουν στην ασάφεια και την αδιαφορία. Και τελικά τι αλλάζει σε όλα αυτή την κατάσταση; Μάλλον η κλίμακα ωμότητας και αμεσότητας με το εκάστοτε περιστατικό…
Υ.Γ. Η μοναδική μου ευχή είναι να μην ξυπνήσω μια μέρα, συναντήσω τυχαία αυτή την φωτογραφία και έχει πάψει να μου δημιουργεί οποιοδήποτε αίσθημα αδικίας, πόνου, ενοχής και απερίφραστης ντροπής που ανήκω στην «πολιτισμένη» αυτή ανθρωπότητα….
* H Νάντια Σαρρή είναι δασκάλα ειδικής αγωγής