Όλοι οι λαοί της γης, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, επωφελούνται από τα επιτεύγματα της Τεχνολογίας και γενικότερα της Επιστήμης και αναβαθμίζουν τη ζωή τους τόσο στον πρακτικό όσο και στον πνευματικό τομέα. Έτσι συντελείται η σταδιακή μετάλλαξη της πραγματικότητας, που χαρακτηρίζεται ως Πρόοδος της Ανθρωπότητας.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι τα επιτεύγματα της Τεχνολογίας είναι αφ’ εαυτών αγαθά, στην πραγματικότητα είναι από ηθική άποψη ουδέτερα, γιατί δεν έχουν εντός τους το στοιχείο της προσωπικής επιλογής. Η ηθική αξιολόγησή τους εξαρτάται απόλυτα από τη χρήση που τους κάνουν οι χρήστες, όχι από την ίδια την ουσία τους. Αυτό επισήμανε με τον δικό του τρόπο ο Εμμ. Ροΐδης με τη φράση «Ξυράφιον εις χείρας πιθήκου», απεικονίζοντας τη συχνή ασυμβατότητα μεταξύ των τεχνικών μέσων και των χρηστών τους. Παρ’ όλα αυτά γενική Πρόοδος συντελείται σταθερά στον κόσμο όχι μόνο με νέες λύσεις σε παλαιά προβλήματα, αλλά παραδόξως και με τον αντίστροφο τρόπο, εφευρίσκονται πρώτα οι λύσεις και μετά δημιουργούνται σε μας τα προβλήματα από τα Μέσα Ενημέρωσης, που μας πείθουν ότι τις χρειαζόμαστε.
Ωστόσο, παρά την αναμφισβήτητα ευεργετική επίδρασή της στην ζωή των ανθρώπων ως ατόμων και ως κοινωνικών συνόλων, η Πρόοδος δεν είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη, όσες φορές δεν συναντά ανυπέρβλητες αντιδράσεις, όχι μόνο στην εποχή μας, αλλά σε όλες τις εποχές. Μερικά ιστορικά παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά.
Ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει ότι κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Τιβέριου κάποιος επινόησε ένα είδος άθραυστου γυαλιού και ζήτησε ακρόαση από τον αυτοκράτορα με την προσδοκία πλούσιας αμοιβής. Ο Τιβέριος τον ρώτησε αν είχε γνωστοποιήσει την εφεύρεσή του σε άλλον και ο εφευρέτης απάντησε αρνητικά, οπότε έδωσε εντολή να τον σκοτώσουν, «ώστε η αξία του χρυσού να μη γίνει ίση με την αξία της λάσπης».
Ο απολυταρχικός Κυβερνήτης εματαίωσε ένα βήμα Προόδου από τον φόβο της ανατροπής μιας παγιωμένης οικονομικής ισορροπίας.
Εξ άλλου ο Σουητώνιος αναφέρει την περίπτωση ενός άλλου εφευρέτη, ο οποίος επινόησε μια μέθοδο μεταφοράς των βαρύτατων κιόνων από τα λατομεία, όπου κατασκευαζόταν, στο Καπιτώλιο, όπου τοποθετούνταν, με ταχύτητα και χαμηλό κόστος, ενώ μέχρι τότε ήταν χρονοβόρα και δαπανηρή, γιατί απασχολούσε χιλιάδες εργάτες.
Απευθύνθηκε προς τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό (69 – 79 μ.Χ.), ο οποίος όμως δεν υιοθέτησε τη μέθοδό του με το επιχείρημα «Πώς θα μπορώ να ταΐζω τον όχλο;». Ο εφευρέτης αυτός τουλάχιστον επέζησε. Στην περίπτωση αυτή ο απολυταρχικός Κυβερνήτης ακύρωσε ένα βήμα τεχνολογικής προόδου από τον φόβο των πολιτικών συνεπειών του, ενώ το ορθό θα ήταν να υιοθετήσει την καινοτόμο μέθοδο και να στρέψει τα εξοικονομούμενα κεφάλαια προς την εκτέλεση άλλων δημόσιων έργων, που οι ανάγκες τους δεν τελειώνουν ποτέ, για να «ταΐζει τον όχλο» και να αποφύγει κοινωνικές ταραχές.
Δεν είχε καλύτερη υποδοχή η ανακάλυψη της Πλεκτομηχανής το 1589. Η Ελισάβετ Α’ (1558 – 1603) είχε εκδώσει ένα διάταγμα που υποχρέωνε τους υπηκόους της να κυκλοφορούν φορώντας ένα πλεκτό κάλυμμα της κεφαλής, χειροποίητο φυσικά. Ένας κληρικός, ο Γουίλιαμ Λι, σκέφτηκε ότι αν πολλές βελόνες μαζί μιας μηχανής, αντί των δύο των χεριών, έπλεκαν ταυτόχρονα, η παραγωγή σκούφων θα ήταν ασυγκρίτως μεγαλύτερη, άρα και φθηνότερη, και μετά από πολυετείς προσπάθειες κατασκεύασε την πρώτη Πλεκτομηχανή. Ζήτησε από τη Βασίλισσα να του εκδώσει το αντίστοιχο Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας, ώστε να επωφεληθεί οικονομικά, αλλά αυτή του αρνήθηκε με το επιχείρημα ότι «Θα καταστρέψει τους φτωχούς υπηκόους της, καθώς θα τους στερήσει την εργασία τους και θα τους μετατρέψει σε ζητιάνους».
Ο Λι προσπάθησε να αξιοποιήσει την εφεύρεσή του στη Γαλλία, καθώς και πίσω στην Αγγλία από τον Ιάκωβο Α’, τον διάδοχο της Ελισάβετ, αλλά πάλι συνάντησε άρνηση, για τους ίδιους λόγους. Η Πλεκτομηχανή θα έφερνε τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά θα διατάρασσε την κρατούσα εργασιακή ισορροπία με πιθανές πολιτικές συνέπειες. Έτσι ένα από τα πρώτα βήματα της Βιομηχανικής Επανάστασης πέρασε σε θέση αναμονής.
Τα παραδείγματα δεν έχουν τέλος. Στην αυτοκρατορία των Αψβούργων ο Φραγκίσκος αντιτάχθηκε στη βιομηχανία και απαγόρευσε τη δημιουργία εργοστασίων μέχρι το 1811, θέλοντας να αποφύγει τη συσσώρευση εργατικού δυναμικού στις πόλεις και την ενδεχόμενη ενσωμάτωσή του στους πολιτικούς αντιπάλους του.
Επίσης, όταν του πρότειναν τη δημιουργία σιδηροδρομικής γραμμής στην αυτοκρατορία του, αρνήθηκε έντονα: «Όχι, όχι, δεν θέλω να έχω καμιά σχέση. Ο σιδηρόδρομος μπορεί να φέρει την επανάσταση».
Το πνεύμα αυτό της αντίδρασης στην Πρόοδο εκ μέρους αυταρχικών Κυβερνητών, ώστε αυτή να ματαιωθεί ή να καθυστερήσει, συνοψίζεται σ’ αυτό που απάντησε ο Φρίντριχ φον Γκέντζι, βοηθός του περιώνυμου Μέτερνιχ, όταν κάποιος σημαντικός άνθρωπος προσπάθησε να πείσει την κυβέρνηση της Αυστρίας να πραγματοποιήσει μερικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των φτωχών: «Δεν επιθυμούμε οι μεγάλες μάζες να είναι ευκατάστατες και ανεξάρτητες. Διαφορετικά, πώς θα τις κυβερνούμε;».
Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο και προφανές ότι σε παλαιότερες εποχές τα απολυταρχικά καθεστώτα της Δύσης έδιδαν απόλυτη προτεραιότητα στη διατήρηση και άσκηση της εξουσίας τους και όχι στην Πρόοδο και το Κοινό Καλό, του Κοινωνικού Συνόλου.
Αλλά το πνεύμα αυτό της παρεμπόδισης της τεχνολογικής εξέλιξης, λόγω της «Δημιουργικής Καταστροφής» που έφερνε στην κρατούσα κατάσταση, υπήρχε και στους ιδιώτες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ατμόπλοιου. Το 1705 ο Γάλλος φυσικός Ντενί Παπέν κατασκεύασε μια πρωτοποριακή ατμομηχανή και την εφάρμοσε σε ένα σκάφος, με το οποίο επιχείρησε να πλεύσει από τον ποταμό Φούλντα στον ποταμό Βέσερ. Όταν όμως περνούσε από την πόλη Μίντεν, η συντεχνία των λεμβούχων, που μονοπωλούσε το μεταφορικό έργο στους ποταμούς αυτούς, κατέλαβε το πλοίο και κατάστρεψε τη μηχανή του. Το πρώτο ατμόπλοιο της Ιστορίας καταστράφηκε ως επικίνδυνος επαγγελματικός ανταγωνιστής και μαζί ο εφευρέτης του.
Ανάλογη εξέλιξη παρουσιάστηκε και στην Αγγλία, όπου δημιουργήθηκε μια τάξη πολιτών που κατέστρεφε τις μηχανές των Εργοστασίων, κυρίως των υφαντουργείων. Ονομάστηκαν Λουδίτες και το κράτος τους απαγχόνιζε, παρά την υπεράσπιση του λόρδου Βύρωνα.
Όμως στη Δύση η οπισθοδρομική αυτή Φάση ξεπεράστηκε. Οι αυταρχικοί Μονάρχες εξελίχθηκαν σε συνταγματικούς Βασιλείς ή Προέδρους, σεβαστά σύμβολα του κράτους, ενώ η εξουσία διαχύθηκε σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα, διαμορφώνοντας τις σημερινές Δυτικές Δημοκρατίες, οι οποίες, σε συνδυασμό με την προηγμένη Παιδεία και την ευρεία εμπέδωση υγιών κοινωνικών αρχών και αξιών, καθόρισαν την Πρόοδο του Κοινωνικού Συνόλου, το Κοινό Καλό, ως πρωταρχικό στόχο των κρατών και την υπονόμευσή της ανεπίτρεπτη αντικοινωνική ενέργεια, που στιγματίζει ανεξίτηλα τον δράστη και τιμωρείται. Σήμερα η ανταγωνιστικότητα και το επίπεδο ζωής των Δυτικών λαών εξαρτάται από την ικανότητά τους να πραγματοποιούν καινοτόμες παραγωγικές πρωτοβουλίες, οι οποίες σηματοδοτούν δυναμική Πρόοδο. Αυτό που αντιμάχονταν κάποτε, οι καινοτόμες πρωτοβουλίες, είναι σήμερα ο στυλοβάτης της ζωής τους. Το μοναδικό ερώτημα που τίθεται για κάθε θέμα είναι: «Είναι καλό για το Κοινωνικό Σύνολο;».
Χάρη σ’ αυτή την αντίληψη οι Δυτικοί λαοί πλουτίζουν και ευημερούν.
Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει σε εμάς τους Έλληνες, αντιστεκόμαστε σε ότι φέρνει Πρόοδο και συνήθως το τροχοπεδούμε πειθαρχώντας σε απαρχαιωμένες αντιλήψεις και αρνητική ιστορική παράδοση με αποτέλεσμα να έχομε μείνει πίσω και να φτωχαίνουμε. Εδώ το ερώτημα που τίθεται για κάθε θέμα είναι: «Είναι καλό για το Κόμμα;» ή «Με συμφέρει εμένα προσωπικά;». Αν δεν είναι, ρίχνεται στον Καιάδα.
Σε επόμενο Σημείωμα θα επισημανθούν περιπτώσεις σπουδαίων τοπικών αναπτυξιακών θεμάτων, τα οποία τροχοπεδήθηκαν ή και ματαιώθηκαν εξ αιτίας αυτού του αντιδραστικού και αντιπροοδευτικού πνεύματος. Η επισήμανση αυτή εκφράζει την επείγουσα ανάγκη να αρχίσει η συνειδητοποίηση της παράνοιάς μας αυτής ως προϋπόθεσης για τη σταδιακή αποδυνάμωσή της. Άλλωστε η δυστυχία συχνά γίνεται ο πειστικότερος δάσκαλος, τουλάχιστον στους σκεπτόμενους ανθρώπους.