[1]
Οι τελευταίες πλημμυρικές βροχές, που τραυμάτισαν βαριά την Κρήτη ολόκληρη και έδειξαν πόσο απροστάτευτη είναι απέναντι σε ακραία καιρικά φαινόμενα, έφεραν στη μνήμη μου την πρώτη οδυνηρή εμπειρία που εβίωσα ως Δήμαρχος, την πλημμύρα του Οκτωβρίου 1968. Τότε το «Καμαράκι» ήταν ανοιχτή ρεματιά – σκουπιδότοπος μέχρι τη Λεωφόρο Κουντουριώτη, απέναντι από το Δημαρχείο, και τη διατομή του προστάτευε μια σιδεριά μέχρι μισό μέτρο κάτω από τη γεφύρωση της Λεωφόρου Κουντουριώτη.
Λόγω των ισχυρών βροχοπτώσεων κατολίσθησαν στο ρέμα συμπαγείς όγκοι αθανάτων, παρασύρθηκαν από την ορμή του και απέφραξαν τη διατομή στη σιδεριά αφήνοντας μικρό άνοιγμα, που ρουφούσε με τρομακτική ορμή ελάχιστο μέρος από την πλημμυρική παροχή του χειμάρρου. Τα υπόλοιπα νερά υπερχείλισαν την επικάλυψη και ξεχύθηκαν αδάμαστος ποταμός στην Παλιά Πόλη, ενώ από τη δυτική πλευρά έσπασαν τον μαντρότοιχο, χτύπησαν τα καταστήματα της Λεωφόρου αι απλώθηκαν σε όλη την Παλιά Πόλη.
Ήταν μια εφιαλτική εικόνα, να βλέπω τα θολά νερά να τρυπούν τους τοίχους και να παρασύρουν στη θάλασσα σαν σκουπίδια τα υπάρχοντα των συμπολιτών. Στην απελπισία μου προσκολλήθηκα σε μια ομάδα πυροσβεστών και προσπαθούσαμε βουτηγμένοι στο ρέμα μέχρι τους μηρούς, να τραβήξουμε με γάντζους τους αθανάτους από τη σιδεριά για να ελευθερώσουμε τη διατομή του «Καμαρακιού». Ήταν απολύτως ανέφικτο, γιατί οι πιέσεις ήσαν τεράστιες, αλλά και αν γινόταν, η διατομή δεν θα χωρούσε παρά μέρος μόνο της πλημμυρικής παροχής.
Κάποια στιγμή, άπειρος και θολωμένος, έκαμα το μοιραίο βήμα προς το κενό, όπου θα με ρουφούσε το ρέμα σαν σπιρτόξυλο, όταν ένα στιβαρό χέρι με άρπαξε και με κράτησε στο τσιμεντένιο γεφύρωμα.
– «Πού πας, Δήμαρχε;».
Ήταν ο πυροσβέστης Βαγγέλης Ξεκαλάκης, στον οποίο οφείλω τη ζωή μου. Του εκφράζω άλλη μια φορά την ευγνωμοσύνη μου.
Πρέπει να πω ότι πέρα από τον προσωπικό αυτό κίνδυνο οι πλημμύρες ήσαν από τις δραματικότερες δοκιμασίες της ζωής μου και μου έμειναν εφιαλτικό βίωμα. Μια ισχυρή νεροποντή μέσα στη νύχτα με ξυπνούσε πάντοτε και κοίταζα το ρολόι μου. Αν συνεχιζόταν πάνω από μια ώρα, ήξερα ότι τα χαμηλά σημεία της Παλιάς Πόλης θα πλημμύριζαν, καθώς τα όμβρια κατέβαιναν με ορμή λόγω της κλίσεως του εδάφους από τον Μασταμπά και τους υπερκείμενους λόφους, αλλά στην Παλιά Πόλη έχαναν την ορμή τους λόγω ανυπαρξίας κλίσεων. Η ταχύτητα εισροής στην Παλιά Πόλη ήταν ασυγκρίτως μεγαλύτερη από την ταχύτητα απορροής τους στη θάλασσα και έτσι η στάθμη τους ανέβαινε και ξεπερνούσε τα κατώφλια των σπιτιών και των μαγαζιών. Και υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος απόφραξης των χειμάρρων, ιδίως του «Καμαρακιού».
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις σηκωνόμουνα πάντα, φορούσα τις γαλότσες μου, έπαιρνα το αυτοκίνητό μου και επιθεωρούσα όλη την Πόλη από τη Λεωφόρο Κουντουριώτη και κάτω, μήπως μπορούσα να προλάβω κάποια κακό παρεμβαίνοντας ο ίδιος ή ειδοποιώντας έγκαιρα την Πυροσβεστική. Σε μια τέτοια νεροποντή στις 2:30 τη νύχτα, καθώς περνούσα αργά την πλημμυρισμένη λεωφόρο, είδα ένα μαύρο όγκο στην κεντρική σχάρα που βρισκόταν στη γωνία με την οδό Χατζηδάκη και νόμισα πως ήταν συγκεντρωμένοι σάκοι απορριμμάτων παρασυρμένοι, ως συνήθως, από τα νερά. Όταν πλησίασα για να τους απομακρύνω, οι προβολείς του αυτοκινήτου φώτισαν ένα κουκουβισμένο άνθρωπο σκεπασμένο με αδιάβροχο. Ήταν ο Φιλίππος Μπαροτσάκης, εργάτης του Δήμου, που ξέφραζε τη σχάρα μ’ ένα σίδερο λυγισμένο σε γάντζο.
«Φιλίππο, τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» τον ρώτησα έκπληκτος και αυτός τα ‘χασε: «Κύριε Δήμαρχε, δε…δε… μπορούσα να κοιμηθώ με τόση βροχή και είπα να ξεφράξω μερικές σχάρες» – «Το ίδιο κι εγώ. Έλα μέσα» – «Μα….» – «Έλα μέσα».
Το ξημέρωμα μας βρήκε να ξεφράζουμε σχάρες.
Ο Φιλίππος πέθανε πριν από λίγα χρόνια. Ας μείνουν οι γραμμές αυτές ως επιτύμβιο στον αυτοδίδακτο αφανή ήρωα της εργασίας και της ανθρωπιάς.
Κάθε χειμώνα συνέβαιναν αρκετές μικρότερες πλημμύρες στα χαμηλότερα σημεία της Παλιάς Πόλης, όπως μαρτυρούν τα αναρίθμητα συμβάντα που έχει καταγράψει σε ετήσια βάση η Πυροσβεστική Υπηρεσία.
Τα αντιπλημμυρικά έργα που εκτέλεσε ο Δήμος μετά την καταστροφική πλημμύρα του 1968 ήταν η σταδιακή επικάλυψη των βασικών χειμάρρων της πόλης σε μήκος 300 περίπου μέτρων από τη λεωφόρο και ο εξοπλισμός των στομίων με σχάρες. Τόσο έφταναν τα οικονομικά του μέσα. Οι επικαλύψεις αυτές είχαν σημαντική πολεοδομική αξία, γιατί δημιουργούσαν από τις ανοικτές ρεματιές εγκάρσιους προς τη λεωφόρο δρόμους, και είναι πολύ πιθανόν επίσης ότι γλύτωσαν την πόλη από κάποιες πλημμύρες, αλλά δεν ήταν η αντιπλημμυρική ασπίδα που χρειαζόταν. Γι’ αυτό σχεδίασα αυτό που με τα γνωστά δεδομένα φαίνεται να είναι η τελική λύση για το κεντρικό τμήμα της πόλης.
Μια ιδέα από τις μεγάλες πλημμύρες στην κλίμακα της Παλιάς Πόλης δίδει ο χάρτης στον οποίο αποτύπωσα την πλημμύρα του 1991.
Την πλημμύρα αυτή την παρακολούθησα ψύχραιμα κατά τη διάρκειά της, τη φωτογράφησα και συνέταξα μια ευρύτερη Μελέτη με τίτλο «ΤΑ ΥΔΡΑΥΛΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ, 1991» για την ενιαία θεώρησή της. Αντιγράφω μια παράγραφο:
«Η πλημμύρα της 28.10.91 εκτυλίχθηκε σε δύο φάσεις:
Η πρώτη φάση άρχισε τις μεταμεσονύκτιες ώρες, ενώ συνεχιζόταν πολύωρες ισχυρές βροχοπτώσεις. Μεγάλοι υδάτινοι όγκοι προερχόμενοι από τα πρανή των λόφων νότια της πόλης διέσχισαν τις συνοικίες της Νέας Πόλης και κατέκλυσαν την Παλιά Πόλη.
Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά στο κεντρικό τμήμα της πόλης, τα όμβρια νερά ακολούθησαν τις οδούς Θεοτοκοπούλου και Καντανολέοντος (και κατέκλυσαν την περιοχή Συνατσάκη), Χορτάτζη και Εθνάρχου Μακαρίου (και κατέκλυσαν την Πλατεία Ανγώστου Στρατιώτη) και Καζαντζάκη, Μαρκέλλου, Κονδυλάκη, Δημητρακάκη, και Κριάρη (και κατέκλυσαν, μέσω των οδών Βάρδα Καλλέργη, Εθνικής Αντιστάσεως και 44ου Συντάγματος, την Παλιά Πόλη).
Με τον ίδιο τρόπο εξελίχτηκαν τα πράγματα καθ’ όλο το μήκος των 8 χιλιομέτρων της πόλης, ανατολικά της οδού Θεοτοκοπούλου, με ιδιαίτερη έξαρση το δρόμο του οικισμού Καστελλάκια (βλ. Φωτ. 54, 55, 56 και 57).
Τα επιφανειακά αυτά νερά είναι υπόλευκα, γιατί προέρχονται κυρίως από νεογενείς σχηματισμούς, που κυριαρχούν στις καταπτώσεις των ορεινών όγκων νότια της πόλης (μάργες, μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι, βλ. Φωτ. 1-13).
Η πρώτη αυτή φάση της πλημμύρας είχε επίκεντρο τις οδούς Αρκαδίου Β. Φωτ. 1-6), Σουλίου (βλ. Φωτ. 7-10), Παλαιολόγου (βλ. Φωτ. 11), Βαφέ, Νεάρχου (βλ. Φωτ. 12-13), Ι. Πετυχάκη, Μεσολογγίου, Γραμβούσας, Πλατείας Αγνώστου και Προκυμαία (βλ. Φωτ. 37) που είναι η χαμηλότερη περιοχή της Παλιάς Πόλης, αλλά στην πράξη κάλυψε, περισσότερο ή λιγότερο ολόκληρη την πόλη, Παλιά και Νέα, και κράτησε μέχρι τις 07:00 περίπου.
Η δεύτερη φάση της πλημμύρας άρχισε με το τέλος της πρώτης, όταν η βροχή σταμάτησε και τα επιφανειακά νερά της πόλης έρρευσαν στη θάλασσα, εν μέρει μέσω του δικτύου υπονόμων και, κυρίως, απ’ ευθείας από τα οδοστρώματα. Η φάση αυτή αφορά μόνο στο χείμαρρο «Καμαράκι», του οποίου το επικαλυμμένο τμήμα βορείως της κεντρικής Λεωφόρου Π. Κουντουριώτη αποτελεί την οδό Βάρδα Καλλέργη, και είχε αφετηρία και επίκεντρο τη διασταύρωση της οδού Βάρδα Καλλέργη με την οδό Αρκαδίου. Στο σημείο αυτό και αμέσως βορειότερα η διατομή του χειμάρρου μειώνεται, επιπλέον δε αποφράχθηκε εν μέρει από ογκώδη αντικείμενα που παρασύρθηκαν από τα νερά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στο εσωτερικό της τεράστια στήλη νερού, που άσκησε ισχυρές πιέσεις στο τοιχώματα και την επικάλυψη. Οι πιέσεις αυτές διέρρηξαν την πλάκα επικάλυψης του χειμάρρου από οπλισμένο σκυρόδεμα πάχους 0,45 μ. καθώς και την επικάλυψη του παράπλευρου υπονόμου της οδού Αρκαδίου προς τα Ανατολικά της Βάρδα Καλλέργη και κατέκλυσαν την περιοχή. Τα ογκώδη αντικείμενα εισχώρησαν στη διατομή του χειμάρρου, υπερπηδώντας τις εσχάρες που προστατεύουν το στόμιό της, διότι η κοίτη του χειμάρρου έξω από την επικάλυψη μπαζώθηκε από τεράστιους όγκους προϊόντων εκσκαφής, που παρασύρθηκαν από τα χωματουργικά έργα της Παρακαμπτηρίου, και οι εσχάρες καλύφθηκαν εντελώς.
Τα νερά του χειμάρρου ήσαν περίπου κόκκινα, εξ αιτίας των χωμάτων που παρέσυραν από τις εκσκαφές (ερυθρωπά αργιλικά πετρώματα)».
Τότε πάλι τα ορμητικά νερά έσπασαν τα καταστήματα της βόρειας πλευράς της οδού Αρκαδίου και εκτονώθηκαν στην παραλία. Μερικές φωτογραφίες δίδουν μια εικόνα καταστροφής.
Η δυτική πλευρά της Παλιάς Πόλης πλημμύρισε από τον χείμαρρο «Κριάρη».
Υ.Γ. Εκτεταμένο ιστορικό φωτογραφικό υλικό από τις πλημμύρες στην Παλιά Πόλη βρίσκεται στο βιβλίο μου «Παλιά Πόλη, από υποβαθμισμένο γκέτο μοχλός ανάπτυξης του Ρεθύμνου», στα βιβλιοπωλεία.
* Ο Δημήτρης Ζ. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνου