Η ποιότητα του κρητικού ελαιολάδου, η υψηλή διατροφική του αξία και τα οφέλη του για την υγεία, προσδίδουν στο νησί ένα ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα για την ενίσχυση και ανάπτυξη του κλάδου της ελαιοκομίας, ο οποίος αποτελεί μια ισχυρή τονωτική «ένεση» για την τοπική οικονομία.
Ένας κλάδος στον οποίο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό η οικονομία του νησιού, αφού όπως προκύπτει και από τα στοιχεία, η Κρήτη παράγει περίπου το 40% του συνόλου του παραγόμενου ελαιολάδου στη χώρα.
Όμως οι πολιτικές που ακολουθούνται τα τελευταία χρόνια στον πρωτογενή τομέα και συγκεκριμένα στην ελαιοπαραγωγή, ιδίως μετά την εφαρμογή της ΚΑΠ που εξισώνει τα ελαιόδεντρα με άλλες καλλιέργειες, όπως τονίζουν τα μέλη του ΣΕΔΗΚ, είναι καταστροφικές αφού οι διαρκείς περικοπές των επιδοτήσεων βάσει της ΚΑΠ, περιορίζουν το εισόδημα σε ποσοστό που ανέρχεται στο 40%.
Από την άλλη το σοβαρό πρόβλημα που έχει να κάνει με την υλοποίηση του προγράμματος της δακοκτονίας, το οποίο «σκοντάφτει» σε γραφειοκρατικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα να σημειώνονται καθυστερήσεις στους ψεκασμούς, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα τόσο για τη διαφύλαξη όσο και την ενίσχυση της ελαιοπαραγωγής.
Ο Σύνδεσμος Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης, αναλαμβάνει διαρκώς πρωτοβουλίες για την στήριξη των ελαιοπαραγωγών και κυρίως για τη διαφύλαξη του κρητικού προϊόντος, το οποίο δικαίως χαρακτηρίζεται ως το «χρυσάφι» της Κρήτης.
Σε ό,τι αφορά τη δακοκτονία, θετικό χαρακτηρίζει το γεγονός ότι από φέτος οι συμβάσεις που υπεγράφησαν με τους αναδόχους του έργου των ψεκασμών έχουν τριετή διάρκεια, γεγονός, που όπως τονίζει ο πρόεδρος του ΣΕΔΗΚ, θα μειώσει αισθητά τους χρόνους, ωστόσο όπως λέει, μένουν ακόμα να διευθετηθούν σειρά τεχνικών ζητημάτων με κυριότερο την αποκέντρωση των αρμοδιοτήτων σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα.
Από την άλλη, παρά τις παρεμβάσεις που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια σε σχέση με την ΚΑΠ και την αδικία, όπως τη χαρακτηρίζει ο ΣΕΔΗΚ που υφίστανται η ελαιοκαλλιέργειες σε σχέση με τις υπόλοιπες δενδρώδεις καλλιέργειες, αυτή δεν αποκαταστάθηκε. Ο Σύνδεσμος όμως συνεχίζει τις προσπάθειές του έτσι ώστε στο πλαίσιο της διαβούλευσης που έχει ξεκινήσει για την αναθεώρηση της ΚΑΠ μετά το 2020 να αποκατασταθεί η αδικία σε βάρος των ελαιοπαραγωγών.
Παράλληλα όμως και οι ίδιοι οι παραγωγοί καλούνται να αντιληφθούν τη σημασία του προϊόντος και να μεριμνούν και εκείνοι για την ανάδειξή του, προχωρώντας στην τυποποίησή του, προκειμένου να προσδώσουν στο κρητικό ελαιόλαδο προστιθέμενη αξία.
Σε κάθε περίπτωση το δίκτυο των ελαιοκομικών Δήμων του νησιού προσπαθεί να συμβάλλει στην κατεύθυνση της προστασίας της προώθησης και προβολής του ελαιολάδου, αλλά και της ελιάς γι’ αυτό και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που έχουν να κάνουν με την ενημέρωση των επισκεπτών του νησιού μέσα από τα ξενοδοχεία στα οποία διαμένουν, ενώ σχετικές ενέργειες έχει κάνει και με τα καταστήματα εστίασης, προκειμένου να χρησιμοποιούν ελαιόλαδο.
Επίσης ο πολιτισμός της ελιάς μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μοχλό στην ανάπτυξη του τουρισμού και στην προώθηση του ελαιολάδου, κάτι στο οποίο επίσης δραστηριοποιείται ο σύνδεσμος, μέσα από την προσπάθεια ανάδειξης μνημειακών ελαιόδεντρων και παλαιών ελαιοτριβείων, ώστε αυτά να καταστούν μουσειακοί χώροι.
Για όλα αυτά όμως χρειάζεται κοινή βούληση, συλλογική προσπάθεια και συνεργασίες, ώστε το προϊόν του νησιού να αποκτήσει τη θέση που του αξίζει και στα ράφια των αγορών, αλλά και στη συνείδηση των ίδιων των παραγωγών και των καταναλωτών.