Τα τελευταία χρόνια εντείνεται διαρκώς και σε μεγάλο βαθμό η απαξίωση των πολιτικών και της πολιτικής ως απόρροια της ανικανότητας των πολιτικών κομμάτων να απαντήσουν αποτελεσματικά στα κοινωνικά προβλήματα και λόγω της αδυναμίας που αυτά αντιμετωπίζουν στο να εκφράσουν και να διαφυλάξουν το συλλογικό συμφέρον του λαού.
Βέβαια αυτή η κατάσταση δεν εμφανίστηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Υπήρξε μια σταδιακή κλιμάκωση της απαξίωσης. Ξεκίνησε από έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι στους πολιτικούς, στους βουλευτές και στα κόμματα και εξελίχθηκε σε γενικευμένη απαξίωση για όλο το πολιτικό σύστημα. Και αυτή η απαξίωση από τη μεριά του κόσμου είναι απόλυτα δικαιολογημένη.
Η απαξίωση αυτή είχε και ως αποτέλεσμα να επιφέρει και ένα φαινόμενο γενικευμένης αποστασιοποίησης των πολιτών απέναντι στην πολιτική. Αυτό φαίνεται και από τα πρωτοφανή για τη χώρα μας μεγάλα ποσοστά αποχής κατά τις προηγούμενες εκλογικές διαδικασίες (δημοτικές, εθνικές εκλογές και ευρωεκλογές). Αν και πρέπει να πω πάνω σ’ αυτό, δανειζόμενος τα λόγια του Πλάτωνα πως, «μια από τις τιμωρίες που δεν καταδέχεσαι να ασχοληθείς με τα κοινά είναι ότι καταλήγεις να σε κυβερνούν άνθρωποι πολύ κατώτεροί σου». Όμως το φαινόμενο της αποστασιοποίησης από σημαντική μερίδα πολιτών δεν ανάγεται σε μία και μόνο αιτία, όπως για παράδειγμα, στη λεγόμενη μη τήρηση των προεκλογικών δεσμεύσεων. Το φαινόμενο αποτελεί απόρροια πολλών και ποικίλων αιτιών. Τα σκάνδαλα, η διαφθορά και η διαπλοκή ανάμεσα σε πολιτικές, θρησκευτικές και οικονομικές ελίτ, σε συνδυασμό με το έλλειμμα αρχών και αξιών στη σημερινή πολιτική, οδήγησαν στο φαινόμενο αυτό της αποστασιοποίησης, της αδιαφορίας ή ακόμα και της οργισμένης απόρριψης των πολιτικών ομάδων και θεσμών από αξιοσημείωτη μερίδα πολιτών.
Ποτέ ξανά στο παρελθόν δεν εκφράστηκε τόσο ρητά, τόσο έντονα και τόσο μαζικά, από ανθρώπους λιγότερο ή περισσότερο πολιτικοποιημένους, από ανθρώπους της διπλανής πόρτας όπως συνηθίζουμε να λέμε, τόση απαξίωση για το πολιτικό σύστημα όσο τούτες τις μέρες. Και δεν είναι μόνο τα συνθήματα για τα «λαμόγια» και τους «κλέφτες» ή για το «μπουρδέλο τη βουλή που πρέπει να καεί» που ακούμε τα τελευταία χρόνια, είναι πολύ περισσότερο η αγανάκτηση και η οργή, μαζί με την βαθιά γενικευμένη πεποίθηση πως τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο, πως τίποτα πια δεν είναι όπως παλιά.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως τα κόμματα κυρίως εξαιτίας της κατάστασης που επικρατεί ιδιαίτερα τα πέντε τελευταία χρόνια, έχουν απαξιωθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό που πολλοί πολιτικοί δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν στον δρόμο ελεύθερα.
Το πρόβλημα λοιπόν εντοπίζεται και στο γεγονός ότι οι πολιτικοί μας είναι περισσότερο από ποτέ αποκομμένοι από την κοινωνική πραγματικότητα που βιώνει ο κόσμος, τον οποίον και αντιπροσωπεύουν. Υπάρχει με λίγα λόγια σοβαρό έλλειμμα αντιπροσώπευσης, αντίστοιχο με αυτό του δημοσίου χρέους θα έλεγα. Και οι πολιτικοί μας, όντας όπως είπαμε αποκομμένοι από την κοινωνική πραγματικότητα και τον κόσμο, φαίνεται να είναι και οι μόνοι που δείχνουν να μην έχουν καταλάβει αυτή την προφανή διαπίστωση της γενικότερης απαξίωσης που υπάρχει, με το να εξακολουθούν να είναι εγκλωβισμένοι σε μια πελατειακή και λαϊκίστικη νοοτροπία, καθώς και σε έναν ανούσιο ξύλινο λόγο. Έναν λόγο που, αντί να εξηγεί ξεκάθαρα και κατανοητά το τι έχει συμβεί και το τι πρέπει να γίνει, εξακολουθεί να αποπροσανατολίζει τους πολίτες εκνευρίζοντάς τους περισσότερο.
Κατά τη γνώμη μου πάντως η απαξίωση αυτή του κόσμου δεν έχει να κάνει με την έννοια και τη φύση της πολιτικής γενικά, αλλά με την πολιτική που οι ίδιοι οι πολίτες βιώνουν συγκεκριμένα. Ο κόσμος δηλαδή δεν αποστρέφεται την πολιτική ως λειτουργία, αλλά αποστρέφεται την πολιτική η οποία ασκείται αυτή τη στιγμή και προφανώς και τους πολιτικούς που την ασκούν. Συνεπώς είναι αυτή η πολιτική που πρέπει να αλλάξουμε, αυτή η πολιτική που πρέπει να αντικαταστήσουμε. Τα κόμματα θα πρέπει να ξαναγίνουν μηχανές παραγωγής πραγματικής πολιτικής κι όχι παραγωγής αναξιοκρατίας, αδικίας, σκανδάλων και γενικότερης διαφθοράς. Οι πολιτικοί έχουν χάσει πλήρως την αξιοπιστία τους και θα πρέπει να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη του κόσμου κάνοντας έργα κι όχι μένοντας μόνο στα λόγια και στα πολλαπλά «θα» και υποσχέσεις. Θα πρέπει συνεπώς να υπάρξει μια ριζική αλλαγή ή μια ολική αντικατάσταση. Αν δεν υπάρξει ένας άλλος πολιτικός λόγος, δεν εννοώ ξύλινος ή μη ξύλινος, αλλά ένα λόγος ουσιαστικός, που να αναλύει σε βάθος το γιατί και το πώς φτάσαμε ως εδώ, καθώς και τη λύση για το μέλλον, δεν αποκλείεται να επακολουθήσει μια πολύ άγρια σύγκρουση της κοινωνίας με το πολιτικό κατεστημένο. Το χάσμα μεταξύ των δύο πλέον είναι κάτι παραπάνω από εχθρικό. Αυτή η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με αντικατάσταση των «απαξιωμένων» από «καλύτερους» πολιτικούς ή την ριζική αλλαγή τους, μ’ ένα νέο πολιτικό σύστημα που θα δώσει πίσω στον κόσμο τα όνειρά του, καθώς και όραμα και προοπτικές για ένα καλύτερο αύριο. Είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουμε όλοι και πολύ περισσότερο οι πολιτικοί μας πως το παρόν πολιτικό σύστημα έχει πλέον σαπίσει ως το μεδούλι, πως πνέει τα λοίσθια και επομένως πρέπει να αλλάξει. Και η αλλαγή αυτή είναι αναπόφευκτη. Θεωρώ λοιπόν πως βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος μιας εποχής. Στο τέλος της λεγόμενης μεταπολίτευσης.
*Ο Αντώνης Τσιριγώτης είναι φοιτητής του
Τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών
στο Πανεπιστήμιο Κρήτης