Ο νέος πολιτικός κύκλος στον οποίο εισήλθαμε μετά τις 25 Γενάρη και το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας χαρακτηρίζεται από την τεράστια συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου, από ιδιαίτερη ρευστότητα και φυσικά από την ιδιόμορφη συνθετότητα των πολιτικών εξελίξεων. Όλα αυτά καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολο τον προσανατολισμό στο πλαίσιο αυτής της νέας πολιτικής φάσης και τις πολιτικές εκτιμήσεις αναγκαίες μπροστά στο πολιτικό σκηνικό εμπλοκής που έχει δημιουργηθεί.
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να κάνουμε μια πρώτη εκτίμηση ότι η ευρωκρατία δίνει σήμερα ξεκάθαρα και με όλες τις δυνάμεις της την μάχη του εγκλωβισμού μιας χώρας στο καθεστώς μνημονίου και επιτροπείας που είχε εγκαθιδρυθεί. Εκβιασμοί, απειλές και στρόφιγγες που κλείνουν χαρακτήρισαν μια διαπραγμάτευση που από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης δόθηκε μάλλον για πρώτη φορά σε ένα ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο που είχε ετοιμαστεί.
Και παρόλο που καταφέραμε στην αρχή αυτής της διαπραγμάτευσης να θέσουμε πανευρωπαϊκά το ζήτημα ότι μια χώρα δεν μπορεί να είναι πειραματόζωο και να αντιμετωπίζεται ως αποικία πολιτικά και οικονομικά στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και νιώσαμε όλοι μια «ανάσα αξιοπρέπειας», το σχέδιο του μερκελισμού δεν ηττήθηκε. Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου διαπραγμάτευσης και η συμφωνία που υπεγράφη είναι αρνητικό όχι τόσο στην οικονομική της διάσταση αλλά όσο γιατί συνεχίζει το μνημονιακό καθεστώς επιτροπείας και διαρκής ομηρείας στη χώρα.
Δεύτερη εκτίμηση που μπορεί σήμερα να γίνει είναι ότι η όποια διαπραγμάτευση γίνεται δεν αφορά το οικονομικό πεδίο αλλά την πολιτική ουσία. Αυτό σαν γεγονός κατευθείαν, υποδηλώνει ότι δεν αναζητείται μια τεχνοκρατική απάντηση από ειδικούς οικονομολόγους αλλά μια συνολική προετοιμασία των όρων για πολιτική ρήξης με την ευρωκρατία που επιλέγει τη διάλυση οποιουδήποτε λαού αντιταχθεί στα σχέδιά της. Προετοιμασία, που έστω και καθυστερημένα, θέτει επιτακτικά καθήκοντα όπως:
• Η συνειδητοποίηση από όλους μας ότι μόνο η αμφισβήτηση της συμφωνίας του Eurogroup μπορεί να μας απελευθερώσει, ώστε να υπερασπιστούμε τη λαϊκή εντολή που πήραμε στις 25 Γενάρη και τα συμφέροντα της ίδιας της κοινωνίας. Οι πολιτικές της κυβέρνησης δεν πρέπει να εγκλωβιστούν στη συμφωνία και στην αποδοχή της περιορισμένης κυριαρχίας.
• Πλήρης γνώση των εκβιασμών, των περιορισμών, των διλημμάτων, των κινδύνων και συνολικά ολόκληρης της κατάστασης από το λαό. Να διαφυλάξουμε σαν «κόρη οφθαλμού» τη σχέση που έχουμε μαζί του, εμβαθύνοντάς την, με πρωτοβουλίες και πολιτικές που μπορούν να ενισχύσουν το φρόνημα του κόσμου, να οικοδομήσουν εμπιστοσύνη και να διατηρήσουν την ελπίδα, το χαμόγελο και την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού.
• Αξιοποίηση της ασυμμετρίας της πολιτικής και οικονομικής δύναμης που έχουμε, εκμεταλλευόμενοι την ίδια την γεωπολιτική θέση της χώρας μας στον πολυπολικό κόσμο που έχει δημιουργηθεί και χαρακτηρίζεται σήμερα από αστάθεια και συνεχείς αναδιατάξεις δυνάμεων.
• Προώθηση εκείνων των οικονομικών πολιτικών που μπορούν να βοηθήσουν άμεσα στον απεγκλωβισμό από το «σταγονόμετρο της δόσης», να μας θέσουν σε καλύτερες θέσεις διαπραγμάτευσης και να ανοίγουν μεσοπρόθεσμα το δρόμο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, ώστε αυτή να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της.
Επιβεβαιώνεται, λοιπόν η εκτίμηση ότι θα ζήσουμε κρίσιμες στιγμές το επόμενο χρονικό διάστημα μόνο που αυτό εξ’ αρχής δεν αφορούσε μία στιγμή αλλά ένα σύνολο πολιτικών επιλογών που θα καλούμασταν να αντιμετωπίσουμε και κατ’ επέκταση κάνουμε. Μ’ αυτή την έννοια, η λαϊκή εντολή της 25ης Γενάρης δεν ήταν απλώς εντολή εφαρμογής ενός προγράμματος και ενός πακέτου μέτρων που θα απάλυνε τον αγώνα για την επιβίωση της κοινωνίας. Ήταν μία εντολή διαπραγμάτευσης με στόχο την αξιοπρέπεια, την λαϊκή κυριαρχία και την δημοκρατία. Και εκεί ακριβώς γίνεται κάθε φορά ο απολογισμός μας, παρόλο το σύνθετο και το δύσκολο των συνθηκών, στο κατά πόσο βαδίζουμε σε ένα δρόμο συνολικής διεξόδου της χώρας απεγκλωβισμένης από το μνημονιακό ειδικό καθεστώς.
* Η Ισμήνη Αναγνωστάκι, ήταν υποψήφια βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ