Μια ηλιόλουστη Γεναριάτικη μέρα τα παιδιά κλωτσούσαν την μπάλα, οι νοικοκυρές μαγείρευαν νόστιμα φαγητά, στο ταβερνάκι έπιναν νεκταρίσιο κρασί, ενώ οι νέοι έψαχναν στις σελίδες του ίντερνετ για να κτυπήσουν κατάστηθα την απελπισία, εκεί στο μικρό χωριό του νησιού…
Η δε χήρα Σταμάταινα μπαινόβγαινε στο νοικοκυρεμένο της σπίτι και μονολογούσε εκνευρισμένη… Οι πληροφοριοδότες που ξεσήκωσαν το παιδί μου χρονιάρα μέρα, ήταν προπαραμονή των Φώτων, να μείνει πίσω η δουλειά του, τώρα που θα δούλευε το ταβερνάκι του. Οι ίδιοι είναι που ρουφιάνισαν και τσι εργάτες κι αναγκάστηκα γυρεύω από τα γειτονο-χωριά κλαδευτές για τσι ελές, που ο καθένας είχεν το δικό του; Όμως περίμενε το μοναχοπαίδι της κι έκανεν τα καλύτερά της να το περιποιηθεί και να φορτωθεί να φύγει με τρόφιμα και καλούδια για την πολυμελή του οικογένεια…
Το απογευματάκι πράγματι ήλθε ο Κωστής κι έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Γιε μου καλωσόρισες, κανακάρη μου, να φέξει το σπίτι και να πλημμυρίσει η καρδιά. Ήντα κάνει η νυφούλα μου και τα κοπέλια; Είναι όλοι τους καλά και σε γλυκοφιλούν. Σε λαχτάρησα μονάκριβό μου, μα τα έξοδα δεν τα σκέφτηκες; Τίποτα δεν υπολόγισα, έτρεξα κοντά σου, γιατί υποφέρεις και μου το κρύβεις. Κι επειδή αύριο κιόλας πρέπει να ‘μαι στην Αθήνα, γιατί η Μαρίνα δεν τα βγάζει πέρα μόνη, γι’ αυτό μητέρα θα πεταχτώ απόψε να κανονίσω τους εργάτες κι εσύ γλυκιά μάνα δε θέλω να μου στενοχωριέσαι. Της έριξε μια ματιά λατρείας και ξεροκατάπιε το λυγμό, λογιάζοντας στον εαυτό του, από το καλοκαίρι έχει κατά πολύ γεράσει κι ας έχει μπει μόλις στα εξήντα…
Η πόρτα που τον υποδέχτηκε ήταν του παπα-Μανώλη. Αφρικανός ο Λεβίτης που αγαπά την Ορθοδοξία και την Ελλάδα μας. Σε άπταιστα ελληνικά ο ευλαβής τόνιζεν: Δεν επιθυμούμεν με την παπαδιά, Κωστή μας να σε αναστατώσομε, αλλά είναι αλήθεια πως η μητέρα σου είναι πονεμένη και κουρασμένη. Κι ο λειτουργός του Θεού της αγάπης δεν «κατεδίκασε» κανέναν, συνεχίζοντας για παραλήψεις αναπόφευκτες, αλλά όχι κακόβουλες… Σας παρακαλώ θερμά, έχετε την έγνοια της, μιλάει με σεβασμό για σας. Δεν είναι κακή η μάνα μου, όπως μερικοί νομίζουν… Δεν πειράζει, να συνεχίσω, δεν επιθυμώ.
Με τη λέξη αυτή αποχαιρέτησε κι έτρεξε στο καφενείο. Οι συγχωριανοί τον υποδέχτηκαν, ήπιαν το κέρασμά του κι άκουσαν την παράκλησή του. Η μάνα μου είναι ολοζώντανο κλαδάκι από το δεντρί σας. Κανέναν δεν βλάπτει, μα να νιώθει ξένη στο ίδιο το χωριό της επιτρέπεται; Δεν είναι προτιμότερο ο σεβασμός κι η κατανόηση και από τις δύο μεριές; Δεν ισοπεδώνω… Ολοφάνερα φάνηκε πως τους ταρακούνησε, μα η αξιοπρέπεια του νέου άντρα δεν του επέτρεψε να συνεχίσει πάνω στο παράπονό του, κανόνισε μόνο για τους κλαδευτές, τα μεροκάματα, χαιρέτησε εγκάρδια κι έφυγε βιαστικά για το πατρικό, εκεί που υπάρχουν οι ωραιότερες αναμνήσεις της ανθρώπινης ζωής! Δείπνησε με τη μάνα με τόση όρεξη, σαν τότε που ήταν παιδί!…
Κι ενώ εκοιμάτο πανευτυχής, ο Κωστής απολάμβανε στην αυλή την φωτεινή γαλήνη της βραδιάς και δάκρυα βούρκωναν τα μάτια για τον κόσμο του εύκολου κέρδους, της παγερότητας και της απονιάς… Όμως οι νέοι άνθρωποι προχωρούν ελπιδοφόρα στα κακοτράχαλα και στα γκρεμνά, έστειλε φιλιά στη γυναίκα του, κοίταξε ψηλά και έγειρε ήσυχα και γλυκά, αφού μόνον τα γοητευτικά τελειώνουν αστραπιαία και γοργά!!!
Και με την σκέψη αυτή πήγε να ονειρευτεί, μια που η πραγματικότητα είναι τόσο διαφορετική… Το ξέρομεν δα καλά αυτό πως στην ζωή δεν υπάρχουν μόνο άπονοι, αλλά και οι πονόψυχοι.
Καλή χρονιά με υγεία και χαρά κι ευαίσθητοι όπως τον Κωστή…
Αλεξάνδρα Πολυχρονάκη