ΣΗΜΕΙΩΜΑ Γ’
Τον Σεπτέμβριο του 2012 εκδικάστηκε στο Τριμελές Εφετείο Χανίων η υπόθεση του ελλείμματος του Δημοτικού Ταμείου, (αριθ. Αποφ. 631/2012). Όπως είναι γνωστό, καταδικάστηκε ο Ταμίας του Δήμου σε 19 ετών κάθειρξη και εγώ σε 13 ετών, δηλαδή ισόβια. Τότε χαρακτήρισα σε δημοσίευμά μου (28-9-2012) την καταδίκη μου εντελώς άδικη και επισήμανα σειρά ολόκληρη από «παράδοξα» που συνθέτουν τη δικαστική διαδικασία.
Σήμερα, έχοντας στα χέρια μου τα Πρακτικά της δίκης, επιβεβαιώνω πλήρως την κακοδικία που με θυματοποίησε και υψώνω φωνή έντονης διαμαρτυρίας γι’ αυτήν. Και επισημαίνω όχι πια «παράδοξα», αλλά σαφείς παραβιάσεις συγκεκριμένων κανόνων του Δικαίου και της δικαστικής δεοντολογίας. Ας δούμε τα πράγματα από την αρχή.
Τον Μάρτιο του 2005 οι Ορκωτοί Λογιστές, που είχα καλέσει το προηγούμενο έτος για την ακριβή απεικόνιση των οικονομικών του Δήμου εν όψει της εφαρμογής του διπλογραφικού λογιστικού συστήματος, (εκτός από την ανάθεση στην Εταιρία «ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ Οικονομικοί Σύμβουλοι Α.Ε.» της σύνταξης «Αναλυτικής Κατάστασης Απογραφής» και την εσωτερική Επιτροπή Απογραφής που συγκροτήσαμε), με ενημέρωσαν με το υπ’ αριθ. Ε.Π. 1/3-3-05 έγγραφό τους ότι πιθανολογούν έλλειμμα 1.084.973 ευρώ. Επειδή δεν ήσαν βέβαιοι αν ήταν πραγματικό έλλειμμα ή λογιστικό λάθος, τους έδωσα εντολή να προχωρήσουν σε πλήρη διαχειριστικό έλεγχο μέχρι 31-12-2006, οπότε έληγε η θητεία μου, (βλ. κατάθεση Ορκωτού Λογιστή Ι. Ζαβίτσα 5-6-2007, σ. 5). Το ύψος του ελλείμματος προσδιορίστηκε τελικά (31-3-2007, όταν η δική μου θητεία είχε λήξει) σε 963.360 ευρώ. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί ο έλεγχος των Ορκωτών Λογιστών, συγκέντρωσα τα υπάρχοντα στοιχεία και υπέβαλα Μηνυτήρια Αναφορά στον Εισαγγελέα Ρεθύμνου στις 29-12-2006. Επί της ουσίας τώρα:
Ο μόνος που είχε τη δυνατότητα να προκαλέσει το έλλειμμα ήταν ο Ειδικός Ταμίας του Δήμου, ο οποίος ασκούσε τη διακίνηση του δημοτικού χρήματος νομίμως εξουσιοδοτημένος (Β.Δ. 17-5/1959) και ο οποίος, όπως κατέθεσαν όλοι οι μάρτυρες, παραδέχθηκε πλειστάκις γραπτά και προφορικά ότι ουδείς άλλος έχει ευθύνη γι’ αυτό, αλλά δήθεν δεν επρόκειτο περί υπεξαιρέσεως αλλά περί λογιστικού λάθους, ενώπιον δε του δικαστηρίου αρχίζοντας την απολογία του ανέλαβε τις ευθύνες του και ζήτησε συγνώμη γι’ αυτές.
Αφού λοιπόν ο υπαίτιος του ελλείμματος ήταν αναντίρρητα προσδιορισμένος και είχε ομολογήσει, γιατί καταδικάστηκα εγώ; Από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι καταδικάστηκα για τους εξής λόγους:
Πρώτον, διότι «δια των αρμοδίων οργάνων και υπαλλήλων του Δήμου εν γνώσει του δεν προέβη σε κανένα έλεγχο των χρηματικών ενταλμάτων (όπου εντοπίστηκε στις χρήσεις 2003-2006 ένας σημαντικός αριθμός από αυτά να μη φέρουν καμιά υπογραφή εγκρίσεων είτε να μην έχουν όλες τις απαραίτητες υπογραφές), των γραμματίων είσπραξης και των πρωτοκόλλων καταμέτρησης (…) για τον προσδιορισμό των καθαρών ταμειακών κινήσεων (…) και εισπράξεων σε μετρητά (…) , των κρατήσεων χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής» … και ακόμη δεκαπέντε περίπου παρόμοιες εξειδικευμένες ταμειακές εργασίες (σελ. 38-39, υποενότητες 1-6). «Δια των ως άνω παραλείψεών του, ήτοι να μην προβαίνουν στον έλεγχο του Ειδικού Ταμία, κατ’ εντολή του, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του Δήμου του…» κλπ, (βλ. σελ. 38-39), ο Ταμίας έκανε τα δικά του.
Εδώ χρειάζονται ορισμένες διευκρινήσεις: Το Π.Δ. 410/1995, αρ. 114, ορίζει στις αρμοδιότητες του Δημάρχου: «ε. Υπογράφει τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής, αφού προηγουμένως έχουν ελεγχθεί από την αρμόδια Υπηρεσία του Δήμου». Σημειώνεται, εξάλλου, ότι με μεταγενέστερο έγγραφό της η Προϊσταμένη των Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου εξειδικεύει το θέμα:
«α. Από την ισχύουσα νομοθεσία και τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου προκύπτει ότι ο Ειδικός Ταμίας του Δήμου φέρει την τελική ευθύνη για τον έλεγχο των Χρηματικών Ενταλμάτων για την πληρότητα των δικαιολογητικών και των υπογραφών πριν από την εξόφλησή τους.
β. Κατά τη διάρκεια του ειδικού ελέγχου που πραγματοποίησε η Οικονομική Υπηρεσία, συνεπικουρούμενη από τους ορκωτούς Λογιστές, για τα έτη 2003, 2004, 2005 και 2006, ελέγχθηκαν όλα τα Χρηματικά Εντάλματα Πληρωμής, και αυτά που είχαν ελλείψεις στις υπογραφές και αυτά που ήταν πλήρη και βρέθηκαν καθ’ όλα νόμιμα τόσο ως προς τη νομιμότητα της δαπάνης, όσο και ως προς την απόδοση του αντίστοιχου ποσού στους δικαιούχους», (Αρ. Πρ. 8165/26-3-2013). Και όλες οι καταθέσεις και τα άλλα στοιχεία συμφωνούν σ’ αυτό.
Εδώ, λοιπόν, ο ισχυρισμός του δικαστηρίου επισύρει δυσαπάντητα ερωτήματα γι’ αυτό, όπως:
· Γιατί παραβλέφθηκε το γεγονός ότι στις καταθέσεις τους, που έγιναν τόσο κατά την ανάκριση όσο και κατά τη δίκη, η Διευθύντρια των Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου και η Προϊσταμένη της Οικονομικής Υπηρεσίας αναφέρουν αναλυτικά τους επί μέρους προβλεπόμενους ελέγχους που πραγματοποιούν στα πρωτογενή παραστατικά στοιχεία, τα μόνα προσιτά σ’ αυτές, (υποενότητες 1-6 των εναντίον μου κατηγοριών, βλ. πχ. κατάθεση της Δ/ντριας «έλεγχα καθημερινά στο τέλος της ημέρας το σύνολο των εισπράξεων και πληρωμών της ημέρας με τις οποίες ενημερωνόταν το ηλεκτρονικό σύστημα της Οικονομικής Διαχείρισης του Δήμου, στο οποίο διαμορφωνόταν και το Ταμειακό Υπόλοιπο της ημέρας», «Κάθε μήνα γινόταν απόδοση στο Λογιστήριο και στο τέλος του χρόνου απογραφή», σελ. 19 των Πρακτικών κλπ);
Το δικαστήριο δέχτηκε, ορθώς, ότι εκτελούν το έργο τους με πληρότητα και ευσυνειδησία, όπως άλλωστε κατέθεσαν ομόφωνα τόσο ο νυν Δήμαρχος όσο και εγώ και οι Ορκωτοί Λογιστές («τα πρωτογενή στοιχεία είναι εντάξει»), γι’ αυτό και τις απάλλαξε. Πώς συμβιβάζεται η απαλλαγή των υπαλλήλων που πραγματοποιούσαν τους προβλεπόμενους ελέγχους στα πρωτογενή παραστατικά στοιχεία, τους μόνους θεσμικά προβλεπόμενους, με την καταδίκη τη δική μου, επειδή δήθεν τους εμπόδιζα με «εντολή» μου να τους πραγματοποιούν; Τι είδους Λογική και τι είδους Δίκαιο είναι αυτό;
· Ποια διάταξη του Β.Δ. 17-5/1959, που θεσμοθετεί τα του Ειδικού Ταμία, ή άλλος κανόνας δικαίου παρέχει αρμοδιότητα σε δημοτικούς υπαλλήλους «να προβαίνουν σε έλεγχο του Ειδικού Ταμία» και σε ποιους, καθ’ όσον δεν είναι γνωστή τέτοια διάταξη, όπως άλλωστε επισημαίνει η Δ/ντρια των Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου στο υπ’ αριθ. Ε.Π. 3/43-2005 έγγραφό της και στην από 22-10-2007 κατάθεσή της; Η Οικονομική Υπηρεσία του Δήμου, που έχει τις ειδικές γνώσεις και την απαιτούμενη πρακτική εμπειρία, δεν δικαιούται να ελέγξει τον Ταμία πέραν των πρωτογενών παραστατικών στοιχείων, υπάρχει στο σημείο αυτό νομικό κενό.
· Κι ακόμη, από ποιο έγγραφο ή κατάθεση ή μαρτυρία, από πού τέλος πάντων προκύπτει ότι εγώ ως Δήμαρχος έδωσα «εντολή» σε (ουδαμόθεν προβλεπόμενους) «αρμόδιους» υπαλλήλους του Δήμου να μην εκτελέσουν (ουδαμόθεν προβλεπόμενο) «έλεγχο του Ειδικού Ταμία»; Πού το βρήκε αυτό γραμμένο ή πού το άκουσε το δικαστήριο;
Έγκυρη απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν υπάρχει στα νομικά κείμενα, υπάρχει μόνο ο εναντίον μου ισχυρισμός του δικαστηρίου αναπόδεικτος και μετέωρος.
* Ο Δημήτρης Ζ. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης