Ένα πολύμηνο πολιτικό και νομικό «σίριαλ» έλαβε τέλος οριστικά και αμετάκλητα με την υπ. αριθμ. 661/2015 απόφαση του Σ.Τ.Ε. και για πρώτη φορά δημοσίως δικαιούμαι νομίζω μίας σύντομης τοποθέτησης.
Το σίριαλ αυτό είχα την «τύχη» να το βιώσω με διττή ιδιότητα, τόσο ως νομικός σύμβουλος και Δικηγόρος του κ. Μουρτζανού, μετά των συναδέλφων κου Γιαννακόπουλου Κωνσταντίνου και κας Σκανδάλη Νάντιας, όσο και ως ψηφοφόρος του Δήμου Αμαρίου. Επί σειρά μηνών το προεκλογικό αλλά και μετεκλογικό κυρίως θέμα της τοπικής ειδησεογραφίας αποτελούσε το περίφημο «κώλυμα Μουρτζανού» ή αλλιώς «η υπόθεση του Αμαρίου». Παρά τη συστηματική και οργανωμένη αρθρογραφία υπέρ του κωλύματος του κ. Μουρτζανού (και κατά της επιλογής του να διεκδικήσει τον δημαρχιακό θώκο λόγω του «κωλύματός» του), μία τακτική που δημιούργησε στην εύπλαστη κοινή γνώμη την εντύπωση, ότι μάλλον συντρέχει κώλυμα εκλογιμότητας, ότι μάλλον ο κ. Μουρτζανός το γνώριζε από πριν (και άρον άρον σταύρωσον αυτόν), ότι μάλλον κάποιοι τον παρέσυραν και του έδωσαν λάθος συμβουλές, από την πλευρά μας συνειδητά δεν συμμετείχαμε σε αυτή τη δημόσια, νομικής φύσεως, διαμάχη, η οποία μάλλον στις εντυπώσεις στόχευε παρά στην ουσία. Άλλωστε, ένα ιδιαιτέρως δύσκολο και σοβαρό νομικό ζήτημα, αφενός μεν δεν ήταν δυνατόν να προσεγγιστεί με επιστημονική εμβρίθεια μέσω ραδιοφωνικών εκπομπών και δημοσιευμάτων στον τύπο, αφετέρου δε και κυρίως, δεν ήταν ορθό και φρόνιμο να γίνεται αφορμή για πόλωση και διχασμό μικρών και ειρηνικών κοινωνιών.
Η με αριθμό 611/2015 απόφαση του Σ.Τ.Ε., εγγυητή της εφαρμογής του Συντάγματος και της ορθής ερμηνείας των νόμων, δεν αποτελεί μόνο μια νομική και ηθική δικαίωση της πλευράς μας. Αποτελεί και ένα δίδαγμα, για τη δυναμική που αναπτύσσουν στη διαμόρφωση της, ενίοτε ανυποψίαστης, κοινής γνώμης οι εύπεπτες πολιτικονομικές δημόσιες τοποθετήσεις, χάριν της εφήμερης πολιτικής σκοπιμότητας. Αποτελεί ένα δίδαγμα, ότι η έλλειψη αυτοσυγκράτησης, για ζητήματα που δεν καλύπτονται από τη μία και μοναδική αλήθεια – θέσφατο, οδηγεί σε άδικες, προβληματικές και αχρείαστες καταστάσεις. Ευτυχώς, στα νομικά – δικαιοδοτικά συστήματα του σύγχρονου κόσμου, οι δικαστικές αποφάσεις δεν διαμορφώνονται και δε θα πρέπει να διαμορφώνονται, από την τροφοδοτούμενη, συχνά, με ελλιπή και συγκεκριμένης κατεύθυνσης πληροφόρηση, κοινή γνώμη. Κλείνω τη σύντομη αναφορά μου στο παρελθόν, θέτοντας ένα ερώτημα προς προβληματισμό:
Άραγε, μετά την απόφαση του Σ.Τ.Ε., τι θα συνέβαινε σήμερα στον Δήμο Αμαρίου, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, εάν το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου, δεν είχε ανακηρύξει τον κ. Μουρτζανό, ως υποψήφιο Δήμαρχο, αφαιρώντάς του το Συνταγματικό του δικαίωμα να κατέλθει στις εκλογές, έτσι όπως οι «ορκιζόμενοι» στο δήθεν κώλυμά του απαιτούσαν; Τα συμπεράσματα δικά σας.
Η σημαντικότητα ωστόσο της απόφασης του Σ.Τ.Ε. υπερβαίνει κατά πολύ τα τοπικά και πολιτικά χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών της. Είναι η πρώτη απόφαση η οποία δημιουργεί νομολογία για παρεμφερείς περιπτώσεις σε όλη τη Χώρα. Το Σ.Τ.Ε. εναρμονιζόμενο πλήρως με τις νομικές μας θέσεις, δέχτηκε, ότι από την ορθή ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, το εκλογικό κώλυμα, το οποίο εκτείνεται σε χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών πριν από την ημερομηνία ανακήρυξης των υποψηφίων, υφίσταται μόνον για τους δικαστικούς λειτουργούς και τους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας που η έδρα της υπηρεσίας στην οποία υπηρετούσαν βρίσκεται στα διοικητικά όρια του δήμου που υποβάλλουν υποψηφιότητα. Δηλαδή, «κατά το άρθρο 14 παρ. 7 εδ. ε΄του Ν. 3852/2010 τοπικό κώλυμα μη εκλογιμότητας των αξιωματικών των σωμάτων ασφαλείας ισχύει μόνον για τον δήμο στον οποίο βρίσκεται η υπηρεσιακή τους έδρα». Εν προκειμένω, ο εκλεγείς δήμαρχος Αμαρίου, Παντελεήμων Μουρτζανός, καίτοι υπήρξε αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, ουδέποτε υπηρέτησε στα διοικητικά όρια του Δήμου Αμαρίου, όπου υπέβαλε υποψηφιότητα, διότι η έδρα των υπηρεσιών στις οποίες υπηρέτησε δεν βρισκόταν στα διοικητικά όρια του δήμου αυτού. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης η επέκταση του κωλύματος στα διοικητικά όρια των Δήμων που εκτεινόταν η άσκηση των αρμοδιοτήτων του κ. Μουρτζανού, αφενός μεν δεν οριζόταν στο Νόμο, αφετέρου δε, αποτελεί ανεπίτρεπτη διασταλτική ερμηνεία διάταξης Νόμου που περιορίζει το συνταγματικό δικαίωμα του εκλέγεσθαι.
Άλλη μία κομβική σκέψη του ΣΤΕ είναι η απαγόρευση της αναλογικής εφαρμογής περιορισμών συνταγματικών δικαιωμάτων που εφαρμόζονται στις βουλευτικές εκλογές. Εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε η έκταση του επίμαχου κωλύματος εκλογιμότητας στις δημοτικές εκλογές να είναι αντίστοιχη παρομοίου κωλύματος που ισχύει ως προς την εκλογή των βουλευτών, θα είχε διατυπώσει τις επίμαχες διατάξεις του Ν. 3852/2010 κατά το πρότυπο του άρθρου 56, παρ. 3, του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ρητώς ότι, μεταξύ άλλων, οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι, ούτε να εκλεγούν βουλευτές, σε όποια εκλογική περιφέρεια υπηρέτησαν ή σε όποια εκλογική περιφέρεια εκτεινόταν η τοπική αρμοδιότητά τους. Επομένως σε κάθε περίπτωση, η επέκταση του τοπικού κωλύματος από τον τόπο της έδρας στον τόπο της αρμοδιότητας, προϋποθέτει ρητώς κατατεθειμένη θέληση του συνταγματικού νομοθέτη – ή του κοινού νομοθέτη, στην περίπτωση κωλύματος εκλογιμότητας στις δημοτικές ή περιφερειακές εκλογές, η οποία δεν υφίσταται.
Η παραπάνω απόφαση του Σ.Τ.Ε. ξεκαθαρίζει οριστικά και τελεσίδικα το τοπίο των εκλογικών κωλυμάτων μιας σειράς επαγγελματικών τάξεων, αποτελώντας μία απόφαση-σταθμό στην Νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας μας.
«Δια χειρός» Αμαρίου λοιπόν, έστω και με αυτόν τον τρόπο, ο εμπλουτισμός της Νομολογίας του Σ.Τ.Ε., με μία απόφαση που θα μνημονεύεται συχνά μέλλον.
* Ο Μανώλης Μ. Πετρακάκης είναι δικηγόρος