Θα πρέπει εκ προοιμίου να πούμε ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων της χώρας είναι απολύτως σεβαστές και εκ του νόμου εκτελεστές. Κατά συνέπεια δεν μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο σχολιασμού το διατακτικό τους μέρος παρά μόνο κατά το σκέλος των συνεπειών ή αλλαγών, που επιφέρει και το αιτιολογικό μέρος τους κατά το σκέλος της διατύπωσης της νομικής κρίσης κατόπιν της υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στους εφαρμοστέους και ερμηνευτέους από τα ανώτατα δικαστήρια, κανόνες δικαίου. Στην προκείμενη υπόθεση ο σχολιασμός δικαιολογείται, λόγω των μέχρι σήμερα δημόσιων τοποθετήσεων και λόγω του γεγονότος ότι δεν αποτελεί ιδιωτική υπόθεση αλλά υπόθεση γενικού ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης την οποία μέχρι σήμερα έχει προβληματίσει, όπως έχει προβληματίσει και την νομική κοινότητα.
Στην προκείμενη περίπτωση, επιπλέον, τοποθετούμαι δημόσια για πρώτη φορά σχολιάζοντας δικαστική απόφαση διότι ως δικηγόρος του Στέφανου Σημαντήρα και του εκλογικού συνδυασμού του Σημαντήρα συμμετέχοντας στην πρωτοβάθμια δίκη των Χανίων και συντάσσοντας από κοινού την αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ με τους κυρίους Ρέμελη και Τσιρωνά καθηγητές εγνωσμένου κύρους, των οποίων η συνεργασία αποτέλεσε τιμή για εμένα, βλέπω ότι επιχειρείται αποτίμηση της απόφασης του ΣτΕ με κριτήρια πολιτικής διαφήμισης.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να πω ότι η επίπονη αυτή δίκη δεν είχε από την πλευρά μου προσωποποιημένο χαρακτήρα. Είχε ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον και η πλευρά που εκπροσωπώ αποσκοπούσε πρωτίστως στην προστασία των δημοκρατικών θεσμών και της εκλογικής διαδικασίας στο Αμάρι.
Ποια ήταν με απλά λόγια η θέση μας; Ότι ο εκάστοτε αστυνομικός διευθυντής Ρεθύμνου με αποφασιστικές αρμοδιότητες που εκτείνονται σε όλη την Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνου και τους κατά τόπους Δήμους του Ρεθύμνου, δεν μπορεί ως αστυνομικός και ως διευθυντής να είναι υποψήφιος δήμαρχος Αμαρίου εμπίπτοντας στις διατάξεις του άρθρου 14 Ν. 3852/2010 (Καλλικράτης). Σχετικώς λοιπόν προσφύγαμε μετά την εκλογική διαδικασία, διότι δυστυχώς ο «Καλλικράτης» εγκαινίασε ένα δυσμενές δικονομικό περιβάλλον, το οποίο κατάργησε τις ενστάσεις κατά της ανακήρυξης των συνδυασμών που εκδικάζονταν με το προγενέστερο σύστημα πριν από τις εκλογές και αποσκοπούσαν στην προστασία τους. Κατά συνέπεια η προσφυγή στο χρόνο που έγινε δεν προέκυψε από εμπάθεια αλλά ήταν η μόνη νομική δυνατότητα. Η αποτυπωμένη μάλιστα μέχρι του σημείου εκείνου νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας προέκρινε ότι ο περιορισμός του σχετικού δικαιώματος του εκλέγεσθαι είναι προτιμότερος κατά τη θέσπιση την κωλυμάτων έναντι της προστασίας της ελευθερία της ψήφου, αφού κρίθηκε από τον νόμο ότι οι σχετικοί υποψήφιοι αθέμιτα προετοιμάζουν την εκλογική τους σταδιοδρομία και επηρεάζουν τη λαϊκή βούληση από θέση ισχύος. Το ίδιο ακριβώς αποτύπωνε αποτρεπτικά προς τους ενδιαφερόμενους υποψηφίους και η εκλογική εγκύκλιος του υπουργείου Εσωτερικών για τις δημοτικές εκλογές του 2014. Το ίδιο ακριβώς εξέφρασε και η ομόφωνη απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων και αναμέναμε πλέον να επιλυθεί προς το συμφέρον των δημοκρατικών θεσμών το ζήτημα κατά πόσο η συμμετοχή υποψηφίου δημάρχου με το σχετικό κώλυμα και η επικράτησή του με οριακή πλειοψηφία δημιουργεί το νόμιμο έρεισμα για την επανάληψη των εκλογών.
Αντί να επιλύσει το ζήτημα αυτό τι είπε το ΣτΕ με την απόφασή του; Με επίσης απλά λόγια προέβη σε γραμματική ερμηνεία του νόμου και εκτίμησε ότι ο κ. Μουρτζανός είχε κώλυμα μόνο στην έδρα του, δηλαδή στον Δήμο Ρεθύμνου. Την αντίθεση άποψη είχε η μειοψηφία δύο δικαστών της σύνθεσης του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι δηλαδή το κώλυμα εκτεινόταν και στον Δήμο Αμαρίου. Με την άποψη της μειοψηφίας αυτής τάσσομαι διότι, άλλωστε, οποιοσδήποτε καταλαβαίνει ότι υπό την ιδιότητά του ο κ. Μουρτζανός είχε τον απόλυτο διοικητικό και υπηρεσιακό έλεγχο μεταξύ όλων των αστυνομικών τμημάτων της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου και του αστυνομικού τμήματος Αμαρίου.
Υπό το πρίσμα αυτό θεωρώ ότι η εν λόγω απόφαση αποτελεί «Σταθμό» νομικής αστοχίας, που καταργεί ουσιαστικά διάταξη νόμου ερχόμενη σε αντίθεση με τις επιταγές του Συντάγματος μ’ έναν απλουστευμένο τρόπο, που δεν συμβαδίζει ερμηνευτικά με την προστασία των θεσμών από το ΣτΕ, που τόσο εύστοχα τόνισε στην τοποθέτησή του ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Ρέθυμνο. Μάλιστα δεν αντιλαμβάνομαι γιατί αυτή η τόσο απλοϊκή αντιμετώπιση στην απόφαση, που ουσιαστικά απείχε από την εξέταση των λοιπών κρίσιμων νομικών ζητημάτων σχετικά με την προσβολή του κύρους και την επανάληψη των εκλογών, απαίτησε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα για να δημοσιευτεί μετά τη συνεδρίαση του Οκτωβρίου του 2014.
Ας δούμε όμως τι συμπεράσματα εξάγονται και τι συνέπειες ανακύπτουν από μια τέτοια διαδικασία και τελικά απόφαση, που δίχως άλλο θα είναι χρήσιμη, για ανάλυση στα μεταπτυχιακά μαθήματα του Διοικητικού Δικαίου των Νομικών Σχολών της Χώρας, ως προς την εκλογική νομοθεσία και νομολογία.
1) Το σίγουρο είναι ότι η διαδικασία των δημοτικών εκλογών δεν μπορεί να προστατευθεί, αφού τα Πολυμελή Πρωτοδικεία δεν κάνουν έλεγχο ουσίας αλλά τυπικό έλεγχο δικαιολογητικών που θα μπορούσε να γίνεται και από υπαλλήλους της Περιφέρειες την ίδια στιγμή που δικονομικά δεν προβλέπεται ένδικο μέσο, όπως προανέφερα, πριν τις εκλογές σχετικά με την ακύρωση ανακήρυξης υποψηφίων και συνδυασμών.
2) Τα κωλύματα του «Καλλικράτη» βρίσκονται κυριολεκτικά στον αέρα αφού πλέον μπορεί κάθε ένστολος και διευθυντής του Δημοσίου να εργάζεται μέχρι την ημέρα κατάθεσης της υποψηφιότητάς του και να προετοιμάζει την πολιτική του σταδιοδρομία και προεκλογική του εκστρατεία, επηρεάζοντας το εκλογικό σώμα, για οιοδήποτε Δήμο εντός της Διοικητικής του εμβέλειας πλην του Δήμου της έδρας της Υπηρεσίας του.
3) Οι υποψήφιοι της νεοϊδρυόμενης αυτής κατηγορίας ειδικών υποψηφίων με προνόμια έναντι των άλλων υποψηφίων θα έχουν πλέον και ειδική νομική μεταχείριση και προστασία αφού η σχετική νομολογία του ΣτΕ καθιστά απαράδεκτες δικονομικά μελλοντικές αναιρέσεις αφού η ύπαρξη νομολογίας ή μη του ΣτΕ για το ίδιο θέμα αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αναίρεσης ενώ είναι και δεσμευτική για τα κατώτερα Διοικητικά Δικαστήρια. Μάλιστα όταν η δικονομική λογική του «Καλλικράτη» επιτρέπει ένσταση μόνο μετά από τη διενέργεια εκλογών, είναι εύκολο να συμπεράνει κανείς το πόσο δύσκολο είναι ν’ ανατραπούν εκλογικά δεδομένα και να επαναληφθούν οι εκλογές ακόμη και αν υπάρχει νόμιμο έρεισμα προς τούτο.
4) Το πνεύμα του νομοθέτη μεταπολιτευτικά να προστατεύει με την εκάστοτε εκλογική νομοθεσία την εκλογική διαδικασία και την αυτοδιοίκηση από την «άλωσή» της από προνομιούχους υποψήφιους (ισχυρούς κρατικούς λειτουργούς) περιορίζοντας θεμιτά το συνταγματικό τους δικαίωμα στο εκλέγεσθαι, καταλύεται καίρια με τρόπο που μόνο νέα επί τούτου νομοθετική ρύθμιση μπορεί να θεραπεύσει. Ως εκ τούτου, η απόφαση αυτή ανάγεται σε μείζον ζήτημα, που χρήζει πλέον πολιτικό χειρισμό με περίσκεψη και ισχυρά διατυπωμένη σαφή νομοθετική βούληση από το κοινοβούλιο.
Κλείνοντας μετά την διατύπωση των παραπάνω θέσεων επισημαίνω για άλλη μια φορά ότι δεν υπάρχουν προσωπικά ζητήματα και δεν πρέπει να υπάρχουν όταν συζητούνται οι δημοκρατικοί θεσμοί και μάλιστα στον ευαίσθητο χώρο της αυτοδιοίκησης. Αποτελεί πεποίθησή μου, ότι η τοπική δημοκρατία και η ορθή αυτοδιοικητική διαχείριση των τοπικών υποθέσεων είναι σημαντική για τους πολίτες στις μικρές κοινωνίες των περιφερειακών Δήμων με τα τόσο ιδιαίτερα προβλήματα, η δε ασφάλεια δικαίου παρέχει με την διατύπωση της ελεύθερης βούλησης διά της ψήφου τον περιορισμό του συναισθήματος του αποκλεισμού και την απελευθέρωση δημιουργικών δυνάμεων ικανών και πρόθυμων να εργαστούν συλλογικά για τη θεραπεία των τοπικών προβλημάτων.
Με περίσκεψη λοιπόν, αλλά και με σεβασμό για τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης εύχομαι δημοκρατική, ήρεμη, συλλογική και παραγωγική θητεία για τη νέα δημοτική αρχή του Αμαρίου σεβόμενη το δημοκρατικό κοινό αίσθημα του Αμαρίου και τις μεγάλες του ανάγκες.
Με τιμή.
* Ο Ιωάννης Ε. Νικολιδάκης είναι δικηγόρος