Η διάκριση Δεξιάς-Αριστεράς με αυτούς τους όρους μετρά σχεδόν 200 χρόνια στην πολιτική συζήτηση. Σε ακαδημαϊκό επίπεδο η χρησιμότητα αυτής της διάκρισης είναι αμφιλεγόμενη διότι τα όρια μεταξύ των πολιτικών ιδεολογιών δεν είναι πάντα ευκρινή. Επιπλέον οι ίδιες οι έννοιες δεν αποτελούν αναλλοίωτες αξίες αλλά εξελίσσονται και μεταβάλλονται συνεχώς στο χρόνο με βάση τις πολιτικές και ιστορικές συγκυρίες της εκάστοτε χώρας και του πολιτικού συστήματος.
Η αλήθεια είναι ότι μέχρι και τη δεκαετία του ’80 τα πράγματα ήταν πιο απλά και η διάκριση παρέπεμπε με μεγαλύτερη σαφήνεια στην κοσμοθεωρία δύο πολυσυλλεκτικών ιδεολογικών κοινοτήτων αλλά πάντως με σχετικώς σταθερά σημεία αναφοράς για την κάθε μία. Ωστόσο, ιστορικά γεγονότα όπως η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα της πολιτικής ζωής στη σύγχρονη εποχή, τα οικονομικά, κοινωνικά και ηθικά προβλήματα που εμπεριέχονται σε όλες τις πολιτικές επιλογές έκαναν τα όρια να είναι σε ορισμένα σημεία ακόμα πιο ασαφή και συγκεχυμένα.
Αναγνωρίζοντας ότι υπάρχουν επικαλύψεις και παρεκκλίσεις, σε γενικές γραμμές οι διαφοροποιήσεις γίνονται καλύτερα αντιληπτές όταν χρησιμοποιούνται ως κριτήριο τα όρια παρεμβατικότητας της κεντρικής εξουσίας (του κράτους) στις οικονομικές και ατομικές ελευθερίες των πολιτών. Κριτήρια στην οικονομία αποτελούν μεταξύ άλλων, ο βαθμός ελέγχου του κράτους επί της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η εμπιστοσύνη στην ιδιωτική πρωτοβουλία και η δεκτικότητα στις τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες. Στην κοινωνία, η ανεκτικότητα στις ατομικές ελευθερίες των πολιτών, η αναγνώριση νέων μορφών και δομών κοινωνικής οργάνωσης και ο δημόσιος ρόλος της εκκλησίας επίσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία διάκρισης. Όμως ακόμα και έτσι η δυσχέρεια στην κατάταξη της αριστερής/δεξιάς ιδεολογίας δεν αίρεται απόλυτα λόγω των επιμέρους σημαντικών διαφοροποιήσεων και παραλλαγών εντός του κάθε χώρου. Έτσι η φιλελεύθερη δεξιά εμφανίζει ουσιωδώς διαφορετικά προτάγματα από τη λαϊκή-συντηρητική πτέρυγα της, ενώ η αριστερά παρουσιάζει ακόμα μεγαλύτερες αντιθέσεις μεταξύ των διαφόρων τυπολογικών εκδοχών της.
Ωστόσο, κάπου ενδιάμεσα μεταξύ της μη δογματικής αριστεράς και της λαϊκής δεξιάς εντοπίζεται το (πολιτικά φιλελεύθερο) Κέντρο, το οποίο σε μεγάλο βαθμό ετεροπροσδιορίζεται, αντλώντας ή απορρίπτοντας θέσεις, ιδέες και πολιτικές από αμφότερους τους γειτονικούς του χώρους. Προσπαθεί να συνδυάζει τα καλύτερα στοιχεία δύο διαφορετικών κόσμων, ταυτόχρονα όμως μπορεί να αποτελεί και το πιο νεφελώδες τμήμα αυτής της πολιτικής διάκρισης. Όσο ισχύουν απόλυτα οι έννοιες «αριστερά» – «δεξιά», η λεγόμενη κεντρώα ιδεολογία θα φαίνεται μετέωρη και ασαφής, ώστε ακόμη και η εμπειρική έρευνα δύσκολα να εντοπίζει αμιγώς κεντρώα κόμματα. Έτσι εξηγείται εν μέρει και το ότι συνήθως χρησιμοποιούνται οι όροι «κεντροδεξιά» ή «κεντροαριστερά» φανερώνοντας ισχυρότερη συγγένεια προς τη μία ή την άλλη πλευρά.
Παρά ταύτα, η χωρική ταξιθέτηση της ιδεολογίας σε «αριστερά» – «κέντρο» – «δεξιά» και τους μεταξύ τους συνδυασμούς, παραμένει χρήσιμη τουλάχιστον ως ένδειξη κομματικής διαφοροποίησης και κοινωνικής ταύτισης. Αυτό συμβαίνει για τρεις λόγους:
Πρώτον, οι πολίτες συνεχίζουν να αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά με αυτούς τους όρους. Σε σχετικές δημοσκοπήσεις, 3 στους 4 πολίτες αυτοτοποθετούνται στην κλίμακα δεξιά/αριστερά με σχεδόν το ήμισυ αυτών να εντάσσονται μεταξύ κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς. Δεύτερον, στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα πολιτικά κόμματα ως οι κατεξοχήν συλλογικότητες πολιτικής έκφρασης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, επίσης αυτοπροσδιορίζονται με βάση την (έστω προσχηματική) ιδεολογία τους σε σχέση με αυτό το δίπολο. Τρίτον, στα πλαίσια της εκλογικής διαδικασίας, το κέντρο και τα πέριξ αυτού αποτελούν συνήθως το πολυπληθέστερο τμήμα της εκλογικής αγοράς. Παρά το γεγονός ότι αποδεδειγμένα η ιδεολογική αυτοτοποθέτηση ενός πολίτη δεν καθορίζει κατά μονοσήμαντο τρόπο την εκλογική του προτίμηση, ιδιαίτερα ο κεντρώος χώρος εμφανίζεται ευμετάβλητος, χαρακτηρίζεται από έντονη κινητικότητα και από την απουσία αυστηρών κομματικών ταυτίσεων. Με απλά λόγια, αποτελείται από το «μυθικό μέσο ψηφοφόρο»: εκείνον ο οποίος εναλλάσσοντας τις επιλογές του και μεταφέροντας την ψήφο του αναλόγως των συμφερόντων και ενδιαφερόντων του, συγκροτεί εν τέλει τις πολυπόθητες κυβερνητικές πλειοψηφίες.
* O Δημήτρης Βυζιργιαννάκης είναι διδάκτωρ πολιτικής επιστήμης του πανεπιστημίου Κρήτης