Τις σημαντικές επιπτώσεις της μεγάλης αύξησης των φόρων στην αγορά ακινήτων στα χρόνια της κρίσης επισημαίνει μελέτη του ΙΟΒΕ.
Όπως τονίζεται οι μεγάλες φορολογικές επιβαρύνσεις αποτρέπουν τις επενδύσεις στην αγορά ακινήτων, καθώς δεν αφήνουν περιθώρια για ικανοποιητικές αποδόσεις για τους επενδυτές και εμποδίζουν την αναθέρμανση της κατασκευαστικής δραστηριότητας.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, η επιβολή φόρου ακινήτων επηρέασε σημαντικά και τις αποδόσεις της επένδυσης σε ακίνητα, οι οποίες λόγω του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ και της προοδευτικής κλίμακας φορολογίας εισοδήματος από ενοίκια, εξαρτώνται πλέον καθοριστικά από το ύψος της αξίας της ακίνητης περιουσίας.
Η κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ εκτιμήθηκε από το ΙΟΒΕ ότι θα ενισχύσει το διαθέσιμο εισόδημα και την αξία της ακίνητης περιουσίας, επιδράσεις που θα συμβάλουν στην αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης. Επιπρόσθετα, η αύξηση των τιμών των ακινήτων θα βελτιώσει τη σχέση τιμών-κόστους κατασκευής και θα τονώσει τις επενδύσεις σε νέες κατοικίες.
Η άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας που θα προκύψει από αυτές τις επιδράσεις, θα βελτιώσει τις προσδοκίες και θα ενισχύσει τις συνολικές επενδύσεις τα επόμενα έτη
Σύμφωνα με την έρευνα το ΕΕΤΗΔΕ και ο διάδοχος φόρος ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) επιβλήθηκαν σε μια εξαιρετικά δυσμενή οικονομική συγκυρία για την Ελλάδα, αλλά και σε μια αγορά ακινήτων που για χρόνια είχε προεξοφλήσει και λειτουργούσε υπό περιορισμένες φορολογικές επιβαρύνσειςΗ εισαγωγή του φόρου ακινήτων επηρέασε άμεσα τις τιμές των ακινήτων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, και με δεδομένο ότι ο φόρος διαφοροποιείται ανάλογα με την αξία του ακινήτου, η πτώση των τιμών που θα μπορούσε να αποδοθεί στον φόρο κατοχής ακινήτων (αρχικά ΕΕΤΗΔΕ και έπειτα ΕΝΦΙΑ) είναι περίπου 19% για την πλειονότητα των κτηρίων (κτήρια με αντικειμενική τιμή έως 200.000 ευρώ, αλλά αυξάνεται με την αξία του ακινήτου, φτάνοντας το 74% για ακίνητα αξίας μεγαλύτερης του 1 εκατ. ευρώ. Αυτό συνεπάγεται μια ανάλογη μείωση της αξίας της ακίνητης περιουσίας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Η επιβολή του ΕΝΦΙΑ, σύμφωνα με τη μελέτη, απέτυχε να φέρει τα προσδοκώμενα φορολογικά έσοδα, τα οποία στην πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύονται από τις εισπράξεις του ΕΝΦΙΑ, καθώς σε αυτές δεν συνυπολογίζονται οι απώλειες φορολογικών εσόδων που προκύπτουν από τη μείωση α) του διαθέσιμου εισοδήματος, β) της αξίας της ακίνητης περιουσίας και της κατανάλωσης που συνδέεται με αυτή και γ) των επενδύσεων σε κατοικίες λόγω αυξημένου κινδύνου και μείωσης των τιμών τους, σε σύγκριση με το κόστος κατασκευής. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, εκτός από το ύψος του φόρου ακινήτων και των υπόλοιπων φόρων και τελών που επιβάλλονται στα ακίνητα, σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία και αποδοτικότητα της αγοράς ακινήτων δημιουργεί ο συνδυασμός του κύριου με τον συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ, καθώς ο τελευταίος είναι ένας πρόσθετος φόρος ακίνητης περιουσίας με απότομη κλιμάκωση (προοδευτικότητα) των συντελεστών φορολόγησης.
Οι αναλυτές του ΙΟΒΕ προβλέπουν πως με την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ «αυξάνεται το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και ενισχύει την κατανάλωση» καθώς θα τονωθεί το ΑΕΠ με περίπου 1,35 δισ. ευρώ ετησίως για την περίοδο 2018 – 2022, με δημιουργία περίπου 32.000 θέσεων εργασίας ετησίως για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Προτείνεται, παράλληλα, να εξεταστεί η μείωση του ΦΠΑ στις νεόδμητες οικοδομές (με άδεια οικοδομής από 1/1/2006) από 24% σε 13% (με διατήρηση του φόρου μεταβίβασης) με στόχο να τονωθούν οι νέες επενδύσεις. Σήμερα οι νέες κατασκευές επιβαρύνονται με ΦΠΑ 24% με αποτέλεσμα οι αγοραστές να στρέφονται προς παλαιότερες οικοδομές.