Πανελληνίως το ιερότερο μέρος της οικίας, όπως και της πόλεως-κράτους, ήταν ο εγκαθιδρυμένος βωμός της παρθένου θεάς Εστίας, της οποίας το εξαγνιστικό πυρ έπρεπε να παραμένει άσβεστο.
Εθεωρείτο, μαζί με τους λοιπούς εφέστιους θεούς του ευρύτερου οίκου της φράτρας (σόι) ως η άγρυπνη προστάτιδα της ηθικής συνοχής και του αδιάσπαστου συνδέσμου των μελών της οικογένειας. Όλες οι σημαντικές για την οικογένεια στιγμές, από την είσοδο της νύφης στον οίκο του συζύγου μέχρι και του θανάτου των γεναρχών, «αφ’ Εστίας» άρχιζαν.
Στον βωμό της απετίθεντο οι πρώτες ευκτήριες προσφορές και θυσίες της οικογένειας, σ’ αυτήν τα γενόμενα τέκνα και με περιφορά τους περί αυτόν, με την τελετή των «αμφιδρομίων» τη δέκατη ημέρα από τη γέννηση τους τα ονομάτιζαν (Τα αρχαία Ελληνικά ονόματα) θέτοντας τα υπό την προστασία της πρεσβυγενούς θεάς, κόρης του Κρόνου και της Ρέας και αδελφής του Διός.
Η ονομασία (βάπτιση) του βλαστού (αγοριού η κοριτσιού) ελάμβανε πανηγυρικό χαρακτήρα.
Προσκαλούνταν συγγενείς και φίλοι με δώρα και λευκές λαμπάδες, λευκοφορούντες, όπως και οι γονείς. Ενώπιον τω ιερέως του Διός του Τελείου, που έψαλλε καθιερωμένες ευχές, ενώ ο πατέρας αλείφοντας το νεοελθόν στο φως του ήλιου τέκνο του με λάδι από «ελαίαν μορίαν» -δηλαδή προερχόμενο από τις ιερές ελιές της Αθηνάς, το περιέφερε τρεις φορές γύρω από τον βωμό της Εστίας εκφωνώντας το όνομα του, και αφού έριχνε μικρό βόστρυχο από τα μαλάκια του παιδιού στο εξαγνιστικό και ζωοποιό, (από τον ουρανό μεταφερθέν κατά την πιστή τους) ιερό πυρ της Εστίας το «εκάθαρε» εμβαπτίζοντας το μέσα σε ειδικό αμφορέα (κολυμπήθρα), που περιείχε χλιαρό νερό, φερμένο από την «Κρήνη της Καλλιρρόης».
Ακολουθούσε εορταστικό γεύμα στο «αίθριο» της οικίας πλησίον του βωμού του Έρκειου Διός (έρκος=προστάτης).